Γράφοντας μέσα από τις εμπειρίες μου, μαθαίνω ότι για να πετύχει ο άνθρωπος στη ζωή πρέπει πρώτα να πετύχει τον σύντροφο της ζωής του, αυτή είναι και η ευχή που δίναμε σ’ ένα παιδί, σε μια κόρη, καλή τύχη…
Αυτό τα λέει όλα. Τι σύντροφος θα σου βγει. Τι σου μέλλεται στη ζωή, τι θα σου βγει, μεγάλη λέει τύχη η εκλογή της συντρόφου του κάθε ανθρώπου.
Εγώ αλήθεια από τα παιδικά μου χρόνια είχα ριχτεί στις δουλειές, δεν έδινα σημασία στις γυναίκες. Έτσι δεν σκέφτηκα να ψάξω για κάποια αρμαστή, Γιατί αν έπαιρνα άλλη θα την πίκραινα πολύ.
Όταν ήμουνα μικρός με νανούριζε ο πατέρας μου μες στη κούνια και μου λεγε παινέματα. Κοιμήσου συ ρε παντελή και η μοίρα σου δουλεύγει και η Αρχοντού του Στεφανή θα κουβαλεί να φέρνει.
Η Αρχοντία ήτανε μια γειτόνισσά μου που γεννήθηκε δυο χρόνια μετά από μένα. Αυτό πια δεν το ξέχασα ποτέ. το κράτησα μέσα μου σαν φυλαχτό.
Από τον δεύτερο χρόνο της ζωής μου μέχρι τώρα στα ενενήντα μου και θα το κρατώ ακόμα. Εμείς με την Αρχοντία μου ζήσαμε στην ίδια γειτονιά, το Γιαπυλί, δυο χρόνια πιο μεγάλος εγώ παό κείνη.
Όταν έγινε 5 χρονών της είπα τα παινέματα που μου λεγε ο πατέρας μου αι γέλασε. Μου φάνηκε της αρέσανε και το κράτησε και κείνη μέσα της και τη ζέσταινε όπως ζέσταινε και μένα, παρόλο που ήταν παιδακίστικα πράγματα.
Όταν η Αρχοντία μου πήγαινε σχολείο, στα 7 της χρόνια, πήγαινε ξυπόλητη όπως και όλα τα κοριτσάκια μες στον πόλεμο.
Το 1945 της έκαμα ένα ζευγάρι ξύλινα τσόκαρα για να μην περπατά ξυπόλητη. Της αρέσανε και τα βαζε και πήγαινε σχολείο μέχρι που έβγαλε το Δημοτικό.
Eκείνα τα ξύλινα ήταν το πρώτο δώρο που της έκανα και στα 12 της χρόνια βρήκε τον τρόπο να μου το ανταποδώσει εκείνο το δώρο.
Μου έμπλεξε μια καζάκα μάλλινη, ζιλέ από μαλλί της προβάτας της, μου άρες πολύ εκείνο το μπλεκτό.
Το έβαζα το ξανάβαζα, παντρευτήκαμε και ακόμα το φορούσα, είχα πάρει την βράση του. το βαζα στη δουλειά, μου τρυπούσε και το μπάλωνα και από τα πολλά μπαλώματα είχε γίνει πιο βραστό.
Όταν πια δεν το πιανε αγκίστρι, το κρέμασα σενα καρφί και το ξέχασα εκεί. Ήτανε το πρώτο δώρο που μου χε χαρίσει και το εκτιμούσα.
Μια φορά πέρασα πάνω από τα βακούφια προς την Βάγια και είδα την Αρχοντία μου που χε ο πατέρας της τα βόδια ζεμένα και αλώνιζε το αλώνι.
Ήταν μια ζέστη ανυπόφορη. Ο πατέρας της καθόταν σε μια ελιά από κάτω στον ίσκιο, εγώ πήγα κοντά της και μου λέει σε περίμενα να με ξεκουράσεις λιγάκι.
Εγώ την εξεκούρασα της λέω πήγαινε κάτσε στον ίσκιο και έμεινα δυο ώρες και αλώνιζα. Ήμασταν ακόμα μικρά παιδιά, οι αγάπες μας ήταν παιδικίστικα πράματα παίζαμε εκεί γύρω από το σπίτι της.
Καμιά φορά όταν διψούσα μου πρόσφερε νερό με ένα γαλανό ποτήρι, ανάγλυφο, πόσες φορές ήπια με κείνο το ποτήρι νερό δεν το ξεχνώ ποτέ. περάσαν τα χρόνια και οι παιδικές αγάπες έγιναν αληθινές.
Παντρευτήκαμε εκεί πάνω σ’ ένα ξωκλήσι του Αη Γιάννη, κάναμε παιδιά, εγγόνια, δισέγγονα, και αν θέλει ο Θεός θα πιάσουμε και τρισέγγονα.
Εγώ τα πιστεύω. Ευλογημένη ήταν η ώρα που την πήρα. Μου βγήκε ιδανική σύζυγος της ζωής.
Ποτέ δεν μου χάλασε χατίρι. Εγώ πήγαινε σπίτι βιαστικό ς και βιαστικός από τις πολλές δουλειές έφευγα και όταν έκαιγε το φαί μου το κανε μια βόλτα μέχρι τον αβράμιθα για να κρυώσει.
Μου έχει μπλέξει από τότε που την πήρα πολλά μπλεχτά. Ο μύθος λέει ότι για να σαγαπά μια γυναίκα πρέπει να σου μπλέξει ένα μπλεχτό. Αμα δεν σου μπλέξει μπλεχτό, πάρε δρόμο, δεν σαγαπα.
Ήτανε τυχερή γυναίκα. Από τότες που την πήρα όλα δεξιά μου ρχόντανε. Εκείνα τα πρώτα χρόνια της δραστηριότητάς μου, το 60 και το 70 καθόμασταν σπίτι τα βράδια με την λάμπα πετρελαίου και διπλώναμε τις παλιές δραχμές που ταν κουρέλια, τα κολούσαμε με τα τσιρότα επειδή εκείνα τα χρόνια υπήρχε ακόμα παραγωγή δεν φεύγαν ακόμα όλα τα χρήματα έξω, μέναν μέσα και γινόταν κουρέλια, από την πολύ χρήση. Δεν θα σας πω πόσα έκαμε στη ζωή μου γιατί όλα μαζί τα κάναμε.
Έχω ξαναγράψει ότι οι δυο πέτρες το βγάζουν το αλεύρι. Δεν θα γράψω ούτε πόσα σπίτια έγραψα, ούτε πόσες δωρεές έκανα. Ήταν γυναίκα θησαυρός με πήρε φτωχό και με κανε πλούσιο που λέει ο λόγος. Βοηθούσε και τη μάνα μυ που χε και κείνη τις ανάγκες της και μου δινε την ευχή της, «γιε μου χώμα να πιάνεις και χρυσός να γίνεται». Όλες οι ευχές της πιάσανε.
Είχα και την ευχή του πατέρα μου που μου βρήκε τον σύντροφο της ζωής μου με τα νανουρίσματά μου και την έβαλε και κείνη στο νου μου από το δεύτερο έτος της ηλικίας μου.
Η Αρχοντία μου βγήκε γυναίκα του νοικοκυριού ήμουν και γω δουλευτής και καλοκουβαλητής. Και κάναμε κατούνα στη ζωή μας.
Θυμάμαι και την παλιά τούρκικη παροιμία που λεγε «Ταριντάν, Καριντάν και Αριντάν» που θα πει, από τρία πράγματα μπορεί κανείς να πλουτίσει, από την μεγάλη σοδειά ταρί (ψιλό καλαμπόκι), δεύτερο από τις μέλισσες και τρίτο να σου λάχει μια καλή γυναίκα.
Κάποτε σκεφτήκαμε να κάνουμε λίρες και κάναμε πολλές, μέχρι 500, αλλά όταν αγοράσαμε το χωράφι του Ισμαήλ Αγά, τις χαλάσαμε.
Εγώ δεν πλούτισα ούτε από το ταρί, ούτε από τα μελίσσια, εγώ πλούτισα γιατί πέτυχα καλή γυναίκα, αλλά και γω τη γύρισα και την έκανα πολλά ταξίδια, μέχρι τον Αη Τάφο την πήγα και βαπτιστήκαμε στον Ιορδάνη, 15 μέρες κάναμε εκεί και τα γυρίσαμε όλα.
Στο γάμο μου ο Γιώργης ο Βρούβας μου πε ένα τραγούδι «Αμε γαμπρέ μου στο καλό και εύχομαι να ευτυχήσεις, στον Αη Τάφο να αξιωθείς να πα να προσκυνήσεις» και ήθελα πια να το κάνω αυτό το ταξίδι και το καμα.
Κάναμε το γύρο της Πελοποννήσου με αυτοκίνητο, πήγαμε και είδα με τους τάφους των Ατρέων Βασιλέων, του Αγαμέμνονα και της Κλυταιμνήστρας.
Πήγαμε στα λημέρια του Κολοκοτρώνη. Πήγαμε στην Αγία Λαύρα στη Πάτρα, περάσαμε το Ρίο Αντίρριο πριν ακόμα γίνει γέφυρα, πήγαμε στο Μεσολόγγι και προσκυνήσαμε τον φράχτη, πήγαμε στην Θήβα, στο Χάνι της Γραβιάς, στο γεφύρι της Αλαμάνας, πήγαμε ένα άλλο ταξίδι και γυρίσαμε τα χωριά του Πηλίου μέχρι τη Λάρισα πήγαμε και προσκυνήσαμε τον συμπατριώτη μας τον Ιπποκράτη.
Πήγαμε πιο πάνω στη Δωδώνη και προσκυνήσαμε το όσιο και ιερό του Διός, πιστεύω σε κάθε τι Ελληνικό και ποτέ σε Βυζαντινό. Γυρίσαμε σε πολλά μέρη στις Κυκλάδες, σχεδόν όλη την Ελλάδα και σήμερα γέροι και οι δυο, εγώ 90 και εκείνη δυο χρόνια πιο μικρή καθόμαστε εκεί στον ήλιο και λιαζόμαστε και έχουμε ακόμα ζωή.
Φέρνουμε στο νου μας την ζωή μας και την επιτυχία μας αισθανόμαστε ότι έχουμε ακόμα κουράγιο.
Με αυτές τις λίγες γραμμές που γράφω σήμερα την ευχαριστώ για την αγάπη της και για το κουράγιο που μου δωσε στη ζωή να αναπτυχθούμε.