Ραδιόφωνο Live Επικοινωνία Χρήσιμα τηλέφωνα Φαρμακεία
Follow us
  • ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΊΑ

Έχω ευχάριστες αναμνήσεις από το Ασφενδιού και τις Χαϊχούτες από τα χρόνια που πηγαίναμε στα πανηγύρια του Αη Δημήτρη και του Ασωμάτου. Έχτισα και μερικά από τα γραφικά σπιτάκια του Ασφενδιού, έχτισα και ένα κτίριο ενός Γάλλου τραπεζίτη μες στη Ζιά και μια Κυριακή πρωί περίμεναν έναν εργάτη εκεί στην Παναγιά την Βαγγελίστρα να τον πάρω στη δουλειά. Και όπως ήμουν στο αυτοκίνητο άκουγα την καμπάνα της Παναγιάς Βαγγελίστρας να χτυπά και συγχρόνως όλες μαζί τις καμπάνες του Λαγουδιού, της Ζιάς, του Ασωμάτου και βαθιά βαθιά του Αη Δημήτρη στις Χαϊχούτες και έλεγα, θεέ μου τι αρμονία ήταν αυτός ο ήχος που έβγαινε μέσα από τις 5 καμπάνες.Άλλη μια φορά έχτιζα το σπίτι του Δημήτρη του Κουρέρη και μου έφερε γιαπράκια, ανθούς παραγεμιστούς η θειά μου η Δεσποινιώ η γριά, η προγιαγιά των Πασσανικολάκηδων του Ασφενδιού που ήταν και μενα θεια μου γιατί ο άντρας της ο Γιώργης ο Πασσανικολάκης, ο προπάππους των Πασσανικολάκηδων του Ασφενδιού, ήταν συγγενής μου από το Γιαπιλί.Τα εφερα και τα φαγα πάνω στη σκαλωσιά. Εκείνη την στιγμή δεν τη ξέχασα ποτέ. Το Ασφενδιού και οι Χαϊχούτες ήταν ανέκαθεν η συμπάθειά μου και μέχρι σήμερα ψηφίζω Ασφενδιανό Δήμαρχο. Ο Οκτώβρης είναι ο Αη Δημητριώτης, έτσι τον λέγανε οι Ασφενδιανοί. Κουβέντιασα με παλιούς επιτρόπους του Αη Δημήτρη και έμαθα ότι ο Αη Δημήτρης χτίστηκε επί Τουρκίας, με τουρκικό φιρμάνι που έγραφε ότι ο Αη Δημήτρης να χτιστεί στην ίδια θέση που υπήρχε η προηγούμενη εκκλησία και στα ίδια μέτρα, ούτε πιθαμή παραπάνω.Μες στη Μητροπόλη της Κω σώζεται τουρκικό φιρμάνι δυσδιάβαστο και αυτό λέει ότι ο Αη Δημήτρης χτίστηκε το 1805. Το έτος 1943 μες στον πόλεμο λειτούργησε ο νάρθηκας του Αη Δημήτρη σαν σχολείο με πρωτοβουλία του Αντώνη Κιοσόγλου, ο οποίος πλήρωνε τους δασκάλους και τα βιβλία και τα τετράδια των μαθητών. Έχω πάει πολλές φορές στις Χαϊχούτες. Όταν θεμέλιωνα ένα μεγάλο κτίριο, από τα πολλά που έχω χτίσει στην Κω, πήγαινε με τον γάδαρό μου και καλούσα τον Παπά Γιώργη τον Μυλωνά που ήταν εφημέριος του Αη Δημήτρη και μου έκανε αγιασμό. Τον είχα τυχερό παππά και δεν τον άλλαζα ποτέ. έχω κάνει γλέντια στον Αη Δημήτρη και στα καφενεία των Χαϊχούτων, όχι και ολίγα. Τώρα στα 90 μου πια είμαι γέρος και δεν μπορώ να πάω και τους στέλνω τα χαιρετίσματά μου με ένα ωραίο ποίημα, που είναι τόσο ωραίο που όταν το έγραφε ο Γ. Αθάνας θα νόμιζε κανείς ότι το έγραφε αποκλειστικά για τον Αη Δημήτρη των Χαϊχούτων:Το χωριό μας που δεν είναι και ομορφότερο στην πλάσηΜας αφήσαν οι γονείς μας μια γερόντισσα εκκλησιάΔεν της έχουμε φτιαγμένο μαρμαρένιο εικονοστάσιΤα καντήλια της δεν είναι κρυσταλλένια και χρυσάΦτωχικά ντυμένους έχει και τους γέρους της παπάδεςΤαπεινοί οι δυο της ψάλτες είναι πάντα εργατικοίΣτα μανάλια της μεγάλες δεν ανάβουμε λαμπάδεςΣτον αφέντη Αη Δημήτρη το μικρό κεράκι αρκείΚαι όμως στον μικρό της χώρο που όλους και όλους δεν μας παίρνειΤου Θεού το μεγαλείο το αισθανόμαστε τρανόΠουθενά πιο μυρωμένο δεν καπνίζει το λιβάνιΠουθενά το καντηλάκι δεν σπιθά πιο φωτεινόΣτην καλή μας εκκλησούλα όλοι μας εκεί στη μέσηΧριστιανοί στην κολυμβήθρα γίναμε κλαψαριστάΘα γελάσουμε μια μέρα και γαμπροί στην ίδια θέσηΘα σωπάσουμε μια άλλη με τα μάτια μας κλειστά

  • 06 Νοεμβρίου 2024
  • 0 Σχόλια

  • ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΊΑ

Με αφορμή τις ξεροχρονιές που ζούμε σήμερα, θα αναφερθώ, στις βαροχειμωνιές που ζήσαμε στα παιδικά μας χρόνια. Ποσπερίζαμε με τον Μιχάλη τον Βαγιανό και μου λέγε ότι οι Κώοι δεν φοβηθήκανε τον σεισμό του 1933 όσο τις βροχές που πιάσανε το απόγευμα της ίδιας μέρας του σεισμού κει έβρεχε επί 40 μέρες.Οι σεισμοπαθείς μες στα χαλάσματα, τα παιδιά κλαίγανε, τα ρούχα ήτανε βρεμένα, δεν είχαν ξερά ρούχα να κοιμηθούνε, ούτε να ντυθούνε. Έβρεχε 40 μερες ραγδαίας βροχής και ακατάπαυτες. Οι Ιταλοί τους στήσαμε παράγκες με τα παλιά ξύλα του σεισμού μες στο στάδιο και τους δώσανε κουβέρτες και σκεπαστήκανε. Οι μωρομάνες πηγαίναν στην Καζέρμα που ήταν δίπλα τους, τους βάζαν οι Ιταλοί μαγκάλια με κάρβουνα και ξερέναν τα ρούχα τους.Θα σας πω πως ξεραίναν τα ρούχα τους στο σεισμό. Είχαν το μαγκάλι από κάτω και από πάνω ένα κοφίνι κουπασμένο και από πάνω στιβάζανε πολλά ρούχα. Τα ρούχα από το μαγκάλι ξερένονταν πολύ γρήγορά. Είχε πολλά μαγκάλια και κοφίνια και ξερένανε όλες με την φωτιά και κάπου κάπου το βρέχανε το κοφίνι από μέσα για να μην πάρει φωτιά. Αλλά το στάδιο έπιανε μέσα νερό, ένα γόνατο, και τα μπαούλα τους πλέανε μες στο νερό. Μας λέγαν οι σεισμοπαθείς τα βάσανο τους 40 μέρες μέσα στο στάδιο.Ο Κώστας ο Τυράς, ο φίλος μου, μου έλεγε ότι είχενε σπαρμένο πρώιμο κριθάρι και το θέρισε πρώιμα και άρχισε να το αλωνίζει. Την ημέρα που το αλώνιζε την άλλη μέρα έπιασε βροχή και το κριθάρι μέσα στο αλώνι νέμισε και πρασίνισε το αλώνι. Έκανε τον σταυρό του που έβλεπε ακραία καιρικά φαινόμενα. Οι σεισμοπαθείς μέσα στο στάδιο δεν μπορούσαν να ανάψουν φωτιά να μαγειρέψουνε και οι Ιτλαοί από την Καζέρμα τους βάζαν φαί. Ο φίλος μου ο Τάσος ο Χόνδρος, μου έλεγε ότι την χρονιά του σεισμού είχανε χωράφια σπαρμένα στ Τσαϊρια. Εκεί οι γεωργοί είχανε καλαμιώνες, κατά το βοριά, να παντούν το κρύο και έριξε τότε χοντρά χιόνια και τα καλάμια τα άλεσε και τα έκανε θρύμματα με το χιόνια. Δεν άφησε καλάμι για καλάμι. Την άλλη χρονιά του σεισμού, ήτανε Χριστούγεννα. Η Βρούβενα η μάμμη της γυναίκας μου ήταν μια ανδρογυναίκα θεριό πράμα. Πήγαινε και κάνανε Λαμπρή και Χριστούγεννα με τον αδερφό της τον Αντώνη στο Παραδείσι. Αλλά ο πλατύς ποταμός ήταν κατεβασμένος και δεν περνιόντανε από το πολύ νερό. Για να περάσει άνθρωπος ήταν αδύνατο πράμα. Η Βρούβενα, έμπειρη γυναίκα, σήκωσε πάνω τα φουστάνια της και τα δέσε στην μέση της. Σήκωσε το χεϊπέ τα φαγιά στον ώμο της, σήκωσε από τη μια της μασχάλη τους δυο της γιους και από την άλλη τον άνδρα της και με το βάρος που σήκωνε, πέρασε πέρα. Ο Ανδριάς ο Σβουρένος το θεριό του Γιαπιλιού πέρασε το πρωί και ήταν κάπως πιο λίγο το νερό και πέρασε. Το απόγευμα ήταν φουσκωμένος ο ποταμός. έβγαλε το παντελόνι για να μην πιάνει πολύ νερό, σήκωσε τον γάδαρο στα νεφρά του και βάρυνε και πέρασε πέρα. Οι παλιοί άνθρωποι για να περάσουν έναν ποταμό έπρεπε να σηκώνουν μεγάλο βάρος. Γύρω από το έτος 1940 από τις πολλές βροχές ο δρόμος της Αγιάς Τριάδας, από του Ζερβάνου τον Πύργο μέχρι κάτω την χώρα, όλο το χειμώνα έτρεχε σαν ποταμός, ακόμα και τις καλοσύνες. Από τις πολλές βροχές τα πηγάδια ξεχειλίζανε και τρέχαν έξω στο δρόμο, πολλά πηγάδια και ντουλαποπήγαδα και πέφτανε μες στο δρόμο και ο δρόμος στράγγιζε μες στους υπονόμους της πόλης.Την βραδιά της πλημμύρας 17/1/1961 ο καιρός ήτανε μπουρουνιασμένςο και είχε σκοτεινιάσει η μέρα πριν την ώρα της.  Είχαμε εκείνη τη βραδιά καλό μεζέ και πήγα να πω του Αριστοτέλη να ρθει να μας παίξει τη λίρα. Όταν ερχόμαστονε, ακούμε μια αλεπού που έκλαιγε μες στην παλιοϊστέρνα. Μου λέει ο Αριστοτέλης ότι αυτή η αλεπού ή λάμνει ή κακό καιρό νιώνει. Και δεν έπεσε έξω. η αλεπού προέβλεψε την πλημμύρα που θα γινόταν εκείνη την νύχτα. Θα καταγράψω τον ποταμό της Παναγιάς Τσουκαλαριάς. Χάλασε το γεφύρι του Αη Γιάννη και δεν ήταν η πρώτο φορά που το χαλούσε. Πέρασε μέσα από τα αμπέλια και κουβάλησε χαλικούρα μες στα αμπέλια και τα χώσε. Πέρασε μέσα από τα περβόλια και έριξε κάτω τις ψηλές κουμούλες και πο κει βγήκε στην όλη και γέμισε την πόλη λάσπη. Έπνιξε την Καζέρμα, την Αγιά Μαρίνα. Το περβόλι των Αξιπάχηδων ήτανε περιφραγμένο με μπλέγματα. Εκεί πάνω ήταν μπλεγμένη και πνιγμένη μια γριά κάποια Γιαννούλενα. Εκεί που έχτισα εγώ αργότερα το εμπορικό κέντρο. Την άλλη μέρα πήγα κάτω και είδα όλη την καταστροφή. Οι δρόμοι της Αγιάς Μαρίνας και η Καζέρμα ήτανε όλο λάσπη. Είχε πνιγμένες κατσίκες μες στην πόλη και είδα τον Γιώργη τον Πασσανικολάκη τον φουρνάρη, που τις έβγαζε το γουρούνι από το λαιμό της.Πήγα στην Καζέρμα και είδα τον Δήμαρχο τον Κουρελάκη που είχε τα συνεργεία του Δήμου και καθάριζε από τη λάσπη και ο ίδιος ο Δήμαρχος μοίραζε κουβέρτες και κοτόπουλα στους πλημμυροπαθείς. Τέτοιες πλημμύρες έκανε εκείνα τα χρόνια.Εγώ τα έφτασα. Τα παλιά σαραντάμερα, έβρεχε σαράντα μέρες και οι Κώοι ζούσαν με τις κουμπάνιες που γεμίζαν τα αμπάρια τους από το καλοκαίρι. Τέτοιους χειμώνες ζήσαμε εμείς και τώρα ζούμε τις ξεροχρονιές και την οργή του Θεού που κατήργησε τους χειμώνες και ζούμε με συνεχόμενα πυρακτωμένα καλοκαίρια και ψηνόμαστε.

  • 16 Οκτωβρίου 2024
  • 0 Σχόλια

  • ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΊΑ

Το αφήγημά μου θα περιοριστεί μόνο σε δύο κυνηγούς της Κω, ένας Ρωμιό και έναν Τούρκο, βουνίσιοι κτηνοτρόφοι και οι δυο. Και από κει θα βγάλετε τα συμπεράσματά σας.Εγώ έζησα το περιτσέττι του κυνηγιού, ύστερα από τόση παραγωγή στα βουνά της Κω, όταν ήτανε τα βουνά σπαρμένα. Έγραψα στο προηγούμενό ότι τον Απρίλιο που ήταν αναπτυγμένες οι σπορές ήταν απολαυστικό θέαμα να γυρίζει κανεις να δει τις σπορές των βουνών που τις φυσούσε το μελτέμι και κυματίζανε. Άρχιζε το κύμα αοό τις πρόποδες και έσβηνε πάνω στη ράχη ευλογία θεού. Οι πηγές στα βουνά της Κω ήταν άφθονες, κάθε 100 μέτρα είχε και μια πηγήΦανταστείτε ύστερα από τόσες σπορές , τόσα νερά στα βουνά, τι λαγούς και πέρδικες είχε. Οι δύο φίλοι μας λοιπόν ο Παναής ο Στάκκος και ο Ξεϊνης. Εμείς Ξεϊνη τον λέγαμε αλά το όνομά του ήτα ν Χουσεϊν Παπουτσαλάκης. Ήτανε φίλοι και συντρόφοι στο κυνήγι. Ο Παναής πιο παλιός κυνηγός , ήξερε πιο πολύ τα κατατόπια και ο Ξεϊνης δεινός σκοπευτής ήταν βραβευμένος από τους Ιταλούς στη σκοποβολή, είχε και χαρτί τιμής ένεκεν. Ο Ξεϊνης ήταν γείτονάς μας στο Γιαπυλί και μας το δειξε το χαρτί που το χε στην τσέπη του μέχρι που δεν το πιανε αγκίστρι. Κάθε φορά που το βγαζε ήταν και πιο μικρό και όχι ότι το χασε, αλλά κάποια στιγμή δεν υπήρχε πια. Είχαν συντροφιάσει οι δυο φίλοι και κάμαν το κυνήγι επαγγελματικό και τα εμπορεύονταν. Ήταν τόσο περιζήτητα τα θηράματα που αυτοί δεν ψάχναν για πελάτες οι πελάτες τους ψάχνανε. Ο Παναής είχε ένα καλό πελάτη τον Αναστάση τον Πατινιώτη, που ήταν το πρωτοπαλίκαρο της Κω και ο Παναής ήταν το πρωτοπαλίκαρο των βουνών. Αυτοί όμως ήταν πρώτοι φίλοι. Ο Παναής προμήθευες τον Αναστάση λαγούς και το φαϊ του Αναστάση ήταν ο λαγός στιφάδο. Ο Παναής τον Αναστάση τον είχε και ανάγκη. Ο Παναής ήταν πρώτος λυράρης, έπαιζε στους Τούρκους αγάδες στα βουνά.Ο Παναής δεν φοβόταν κανέναν, αλλά την ώρα που έπαιζε την λύρα φοβόταν μην πάει κανένας από πίσω και τον χτυπήσει μπαμπέσικα. Γι’ αυτό ήθελε να χει και τον Αναστάση δίπλα του και πολλές φορές του χάριζε τον λαγό για να πηγαίνει ο Αναστάσης μαζί του στο γάμο.Όποτε τον καλούσαν οι αγάδες καλούσε εκείνος τον Αναστάση και πηγαίναν μαζί και τον είχε κοντά του για καλό και κακό. Ο Παναής λοιπόν, αφού συντροφιάσανε με τον Ξεϊνη πηγαίναν αυγή αυγή στο κυνήγι. Όπως ανεβαίνανε άνω τα βουνά, ο Παναής πιο έμπιρος λέει του Ξείνή, βλέπει εκεί την Αστιφή που κοκκινίζει από πάνω, αυτή έχει μέσα λαγό.Πάνε πιο πέρα βλέπουν μια αστιφή που κοκκίνιζε και λέει έχει λαγό, πάει πιο πέρα το ίδιο. Λέει ο Παναής τώρα δεν θα της σκοτώσουμε γιατί θα κουραστούμε. Όταν γυρνούσαν το απόγευμα θυμόταν και τους σκότωναν τότε. Αφού σκοτώσαν όσες πέρδικες μπορούσαν να σηκώσουν κάναν και τους λαγούς και τινάξαν προς τα κάτω πήγαν κατευθείαν στις παραγγελίες.Ο πρώτος λαγός ήταν του Αναστάση του Πατινιώτη. Μια φορά πήγαμε με τους γαδάρους να κόψουμε βέργεςς με τον Αριστοτέλη τον Κεφάλα και πιάσαμε ποταμό ποταμό Ντερμέ Ντρερεσί και ανεβαίναμε πάνω. Όπως ανεβαίναμε είδαμε ένα χωράφι πάνω από το Ασκληπιείο και μπήκαμε μέσα να κόψουμε βέργες. το χωράφι το χε σπαρμένο νταρί, κάποιος τούρκος είχε δυο παιδάκια που χτυπούσαν τους τενεκέδες να φύγουν οι πέρδικές. Ήταν τόσες πολλές και λυσσασμένες που γυρνούσαν γύρω ύρω το χωράφι και δεν βγαίναν έξα. Κάναμε μερικές πέρδικές εκεί μέσα.Άλλη μια φορά πήγα σε μια μάντρα και πήρα κάτι φαγώσιμο στους πιστικούς. Μου κάναν καφέ έκατσα εκεί και οι πιστικοί πολεμιούνταν έξω στην αυλή. Γυρίζω και βλέπω δίπλα μου ένα καλάθι, σκεπασμένο μ’ένα πανί. Εγώ από περιέργεια το ανοίγω το καλάθι και βλέπω ότι ήταν γεμάτο αυγά της πέρδικας. Ήταν παραμονές της Λαμπρής. Λέω της πιστικούδενας τι καταστροφή είναι αυτή. Μου λέει δεν είναι μόνο αυτά έχω και άλλα και μου φέρνει από μέσα ακόμα ένα μεγάλο καλάθι. Και μου λέει ότι σε όποια μάντρα και αν πας στα βουνά , όλες οι μάντρες έχουν δυο καλάθια αυγά πέρδικας η κάθε μια μάντρα. Και μου κανε εντύπωση πόσες πέρδικές χάνονταν πριν βγουν από το αυγό. Και μου λέει ότι η πέρδικα την χρονιά της δεν την κάνει όσο έψιμη και να μείνει, εκείνη τα πουλιά της θα τα βγάλει. Φανταστείτε τι λαγούς και τι πέρδικες υπήρχαν εκείνα τα χρόνια στα βουνά όταν έχτισα τον πέτρινό μου πύργο στο Γιαπυλί, ήρθε μια πέρδικα κυνηγημένη από ένα γεράκι και έκανε φωλιά κολλημένη πάνω στον πύργο, στον ανατολικό κοντότοιχο. Εγώ περνούσα και πρόσεχα να μην την πατήσω. Εκείνη δεν σηκωνότανε, ήθελε την προστασία του ανθρώπου επειδή την κυνήγα το γεράκι. Είπα στον Στεφανή τον γιο μου πάμε σε μία άλλη δουλειά και θα ρθουμε σε ένα μήνα να της δώσουμε χρόνο να βγάλει τα πουλιά. Όταν πήγαμε μετά από σαράντα μέρες είχε βγάλει τα πουλιά και είχε φύγει. Η πέρδικα όλα μαζί τα βγάζει και εκείνη την ώρα τα τραβά πίσω της. Δεν μένουν ούτε ώρα μέσα στην φωλιά.Ο Παναής ο Στάκκος ένα από τους δύο ήρωες της διήγησής μου ήταν πρωτοπαλίκαρο στα βουνά. Ήταν φίλος μου, και όταν γέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα πέρασε σε ένα δικό μου σπίτι και μου έλεγε πόσες δουλειές έκαμε στη ζωή του και πόσα φράγκα έβγαζε. Ο Παναής έβγαζε φράγκα από το κυνήγι, από τις σμύρναινες, την νύχτα καθόταν σε μια πέτρα εκεί στου χαβάρου τον ποταμό και ψάρευε σμύρναινες . Έβγαζε φράγκα από την λύρα που ήταν πρώτος λυράρης στα Βουνά, και βρήκε και σ’ έναν τάφο στα βουνά χρυσά βυζαντινά νομίσματα. Έπαιρνε και από την μάντρα, από το κυνήγι. Είχε νε δυο κόρες, η Σταματία και το Κιουρί, οι ωραιότερες στο βουνό, τις πάντρεψε χωρίς σπίτια. Ο Παναής ήταν λεβέντης και μερακλής και παλικάρι. Πέρασε την ζωή του χουβαρνταλίστικα.Η Κατερίνα που έχει το Σούπερ Μάρκετ στην οδό Αρίστωνος, είναι εγγονή του. Ο Ξεϊνης πάλι, ο σύντροφός του άρχισε να χτίζει ένα σπίτι στο Γιαπυλί πριν από 90 χρόνια και δεν το τελείωσε ποτέ, πέθανε και το άφησε ατελείωτο.Φανταστείτε εσείς πόσο κυνήγι υπήρχε στα βουνά της Κω και πόσο περιτσέττι και σήμερα στα βουνά της Κω δεν υπάρχει κάτι, ούτε πέρδικα να τσιμπήσει.

  • 26 Σεπτεμβρίου 2024
  • 0 Σχόλια

  • ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΊΑ

Γράφοντας μέσα από τις εμπειρίες μου, μαθαίνω ότι για να πετύχει ο άνθρωπος στη ζωή πρέπει πρώτα να πετύχει τον σύντροφο της ζωής του, αυτή είναι και η ευχή που δίναμε σ’ ένα παιδί, σε μια κόρη, καλή τύχη… Αυτό τα λέει όλα. Τι σύντροφος θα σου βγει. Τι σου μέλλεται στη ζωή, τι θα σου βγει, μεγάλη λέει τύχη η εκλογή της συντρόφου του κάθε ανθρώπου.Εγώ αλήθεια από τα παιδικά μου χρόνια είχα ριχτεί στις δουλειές, δεν έδινα σημασία στις γυναίκες. Έτσι δεν σκέφτηκα να ψάξω για κάποια αρμαστή, Γιατί αν έπαιρνα άλλη θα την πίκραινα πολύ.Όταν ήμουνα μικρός με νανούριζε ο πατέρας μου μες στη κούνια και μου λεγε παινέματα. Κοιμήσου συ ρε παντελή και η μοίρα σου δουλεύγει και η Αρχοντού του Στεφανή θα κουβαλεί να φέρνει. Η Αρχοντία ήτανε μια γειτόνισσά μου που γεννήθηκε δυο χρόνια μετά από μένα. Αυτό πια δεν το ξέχασα ποτέ. το κράτησα μέσα μου σαν φυλαχτό. Από τον δεύτερο χρόνο της ζωής μου μέχρι τώρα στα ενενήντα μου και θα το κρατώ ακόμα. Εμείς με την Αρχοντία μου ζήσαμε στην ίδια γειτονιά, το Γιαπυλί, δυο χρόνια πιο μεγάλος εγώ παό κείνη. Όταν έγινε 5 χρονών της είπα τα παινέματα που μου λεγε ο πατέρας μου αι γέλασε. Μου φάνηκε της αρέσανε και το κράτησε και κείνη μέσα της και τη ζέσταινε όπως ζέσταινε και μένα, παρόλο που ήταν παιδακίστικα πράγματα. Όταν η Αρχοντία μου πήγαινε σχολείο, στα 7 της χρόνια, πήγαινε ξυπόλητη όπως και όλα τα κοριτσάκια μες στον πόλεμο.Το 1945 της έκαμα ένα ζευγάρι ξύλινα τσόκαρα για να μην περπατά ξυπόλητη. Της αρέσανε και τα βαζε και πήγαινε σχολείο μέχρι που έβγαλε το Δημοτικό. Eκείνα τα ξύλινα ήταν το πρώτο δώρο που της έκανα και στα 12 της χρόνια βρήκε τον τρόπο να μου το ανταποδώσει εκείνο το δώρο. Μου έμπλεξε μια καζάκα μάλλινη, ζιλέ από μαλλί της προβάτας της, μου άρες πολύ εκείνο το μπλεκτό. Το έβαζα το ξανάβαζα, παντρευτήκαμε και ακόμα το φορούσα, είχα πάρει την βράση του. το βαζα στη δουλειά, μου τρυπούσε και το μπάλωνα και από τα πολλά μπαλώματα είχε γίνει πιο βραστό. Όταν πια δεν το πιανε αγκίστρι, το κρέμασα σενα καρφί και το ξέχασα εκεί. Ήτανε το πρώτο δώρο που μου χε χαρίσει και το εκτιμούσα. Μια φορά πέρασα πάνω από τα βακούφια προς την Βάγια και είδα την Αρχοντία μου που χε ο πατέρας της τα βόδια ζεμένα και αλώνιζε το αλώνι. Ήταν μια ζέστη ανυπόφορη. Ο πατέρας της καθόταν σε μια ελιά από κάτω στον ίσκιο, εγώ πήγα κοντά της και μου λέει σε περίμενα να με ξεκουράσεις λιγάκι. Εγώ την εξεκούρασα της λέω πήγαινε κάτσε στον ίσκιο και έμεινα δυο ώρες και αλώνιζα. Ήμασταν ακόμα μικρά παιδιά, οι αγάπες μας ήταν παιδικίστικα πράματα παίζαμε εκεί γύρω από το σπίτι της. Καμιά φορά όταν διψούσα μου πρόσφερε νερό με ένα γαλανό ποτήρι, ανάγλυφο, πόσες φορές ήπια με κείνο το ποτήρι νερό δεν το ξεχνώ ποτέ. περάσαν τα χρόνια και οι παιδικές αγάπες έγιναν αληθινές. Παντρευτήκαμε εκεί πάνω σ’ ένα ξωκλήσι του Αη Γιάννη, κάναμε παιδιά, εγγόνια, δισέγγονα, και αν θέλει ο Θεός θα πιάσουμε και τρισέγγονα. Εγώ τα πιστεύω. Ευλογημένη ήταν η ώρα που την πήρα. Μου βγήκε ιδανική σύζυγος της ζωής. Ποτέ δεν μου χάλασε χατίρι. Εγώ πήγαινε σπίτι βιαστικό ς και βιαστικός από τις πολλές δουλειές έφευγα και όταν έκαιγε το φαί μου το κανε μια βόλτα μέχρι τον αβράμιθα για να κρυώσει.Μου έχει μπλέξει από τότε που την πήρα πολλά μπλεχτά. Ο μύθος λέει ότι για να σαγαπά μια γυναίκα πρέπει να σου μπλέξει ένα μπλεχτό. Αμα δεν σου μπλέξει μπλεχτό, πάρε δρόμο, δεν σαγαπα. Ήτανε τυχερή γυναίκα. Από τότες που την πήρα όλα δεξιά μου ρχόντανε. Εκείνα τα πρώτα χρόνια της δραστηριότητάς μου, το 60 και το 70 καθόμασταν σπίτι τα βράδια με την λάμπα πετρελαίου και διπλώναμε τις παλιές δραχμές που ταν κουρέλια, τα κολούσαμε με τα τσιρότα επειδή εκείνα τα χρόνια υπήρχε ακόμα παραγωγή δεν φεύγαν ακόμα όλα τα χρήματα έξω, μέναν μέσα και γινόταν κουρέλια, από την πολύ χρήση. Δεν θα σας πω πόσα έκαμε στη ζωή μου γιατί όλα μαζί τα κάναμε. Έχω ξαναγράψει ότι οι δυο πέτρες το βγάζουν το αλεύρι. Δεν θα γράψω ούτε πόσα σπίτια έγραψα, ούτε πόσες δωρεές έκανα. Ήταν γυναίκα θησαυρός με πήρε φτωχό και με κανε πλούσιο που λέει ο λόγος. Βοηθούσε και τη μάνα μυ που χε και κείνη τις ανάγκες της και μου δινε την ευχή της, «γιε μου χώμα να πιάνεις και χρυσός να γίνεται». Όλες οι ευχές της πιάσανε.Είχα και την ευχή του πατέρα μου που μου βρήκε τον σύντροφο της ζωής μου με τα νανουρίσματά μου και την έβαλε και κείνη στο νου μου από το δεύτερο έτος της ηλικίας μου. Η Αρχοντία μου βγήκε γυναίκα του νοικοκυριού ήμουν και γω δουλευτής και καλοκουβαλητής. Και κάναμε κατούνα στη ζωή μας.Θυμάμαι και την παλιά τούρκικη παροιμία που λεγε «Ταριντάν, Καριντάν και Αριντάν» που θα πει, από τρία πράγματα μπορεί κανείς να πλουτίσει, από την μεγάλη σοδειά ταρί (ψιλό καλαμπόκι), δεύτερο από τις μέλισσες και τρίτο να σου λάχει μια καλή γυναίκα.Κάποτε σκεφτήκαμε να κάνουμε λίρες και κάναμε πολλές, μέχρι 500, αλλά όταν αγοράσαμε το χωράφι του Ισμαήλ Αγά, τις χαλάσαμε.Εγώ δεν πλούτισα ούτε από το ταρί, ούτε από τα μελίσσια, εγώ πλούτισα γιατί πέτυχα καλή γυναίκα, αλλά και γω τη γύρισα και την έκανα πολλά ταξίδια, μέχρι τον Αη Τάφο την πήγα και βαπτιστήκαμε στον Ιορδάνη, 15 μέρες κάναμε εκεί και τα γυρίσαμε όλα.Στο γάμο μου ο Γιώργης ο Βρούβας μου πε ένα τραγούδι «Αμε γαμπρέ μου στο καλό και εύχομαι να ευτυχήσεις, στον Αη Τάφο να αξιωθείς να πα να προσκυνήσεις» και ήθελα πια να το κάνω αυτό το ταξίδι και το καμα.Κάναμε το γύρο της Πελοποννήσου με αυτοκίνητο, πήγαμε και είδα με τους τάφους των Ατρέων Βασιλέων, του Αγαμέμνονα και της Κλυταιμνήστρας. Πήγαμε στα λημέρια του Κολοκοτρώνη. Πήγαμε στην Αγία Λαύρα στη Πάτρα, περάσαμε το Ρίο Αντίρριο πριν ακόμα γίνει γέφυρα, πήγαμε στο Μεσολόγγι και προσκυνήσαμε τον φράχτη, πήγαμε στην Θήβα, στο Χάνι της Γραβιάς, στο γεφύρι της Αλαμάνας, πήγαμε ένα άλλο ταξίδι και γυρίσαμε τα χωριά του Πηλίου μέχρι τη Λάρισα πήγαμε και προσκυνήσαμε τον συμπατριώτη μας τον Ιπποκράτη. Πήγαμε πιο πάνω στη Δωδώνη και προσκυνήσαμε το όσιο και ιερό του Διός, πιστεύω σε κάθε τι Ελληνικό και ποτέ σε Βυζαντινό. Γυρίσαμε σε πολλά μέρη στις Κυκλάδες, σχεδόν όλη την Ελλάδα και σήμερα γέροι και οι δυο, εγώ 90 και εκείνη δυο χρόνια πιο μικρή καθόμαστε εκεί στον ήλιο και λιαζόμαστε και έχουμε ακόμα ζωή. Φέρνουμε στο νου μας την ζωή μας και την επιτυχία μας αισθανόμαστε ότι έχουμε ακόμα κουράγιο. Με αυτές τις λίγες γραμμές που γράφω σήμερα την ευχαριστώ για την αγάπη της και για το κουράγιο που μου δωσε στη ζωή να αναπτυχθούμε.

  • 10 Απριλίου 2024
  • 0 Σχόλια

  • ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΊΑ

Ο παλιός μου ο φίλος ο Σταμάτης Ιτσινές, όσοι τον ξέρανε δεν θα τον εξεχάσουνε ποτέ. ήταν άνθρωπος συντρεχάμενος, ευχαρίστησή του ήταν να βοηθήσει έναν άνθρωπο. Ο πατέρας του ο Παράσχος Ιτσινές ήταν περβολάρης. Έχω γράψει για τους περβολάρηδες της Κω, ότι οι Ιτσινέδες της Κω ήταν όλοι περβολάρηδες και το διάβασε ένας άλλος φίος μας ο Νίκος Ιτσινές που πηγαίνει και έρχεται από την Αμερική και μου είπε ότι το διάβασα και του έδωσες τον πιο σωστό χαρακτηρισμό. Πράγματι περβολάρηδες ήταν οι Ιτσινέδες και ήταν όλοι κακομοίρηδες γιατί τα περβόλια της Κω ήταν όλα των νοικοκυραίων και των Τούρκων αγάδων και κείνα τα χρόνια οι νοικοκυραίοι παίρναν το μισό εισόδημα. Ο Παράσχος Ιτσινές γύρω στο 1960 παράτησε τα περβόλια και έκανε πηγάδια. Είχανε φούρια εκείνα τα χρόναι τα πηγάδια. Οι πιο πολλοί γεωργοί όσοι είχαν το κολάι τους ανοίγαν πηγάδια μες στα χωράφια τους. εγώ τότε δούλευα μαζί με τον Παράσχο και κάναμε πολλά πηγάδια μαζί. Ένα από αυτά ήταν του Γιώργης της Κοντής (του Γιώργη του Μαστρογιώργη) εκεί στη θέση Σελβέρι. Ο Γιώργος ο Μαστρογιώργης που έχει το τυπογραφικό στην οδό Τσιγάντες, είναι εγγονός του. Μετά από κείνο κάναμε το πηγάδι του Πασχάλη του Χατζηνικολάου στη θέση Τζιτζιφιά, λίγο πιο χαμηλά από το Ζηπάρι. Εκεί μας έτυχε ένα περιστατικό που δεν θα το ξεχάσουμε ποτέ.Ο Σεβαστός ο Πασπαράς ήταν ο αρχιεργάτης μας. είχε τον τρόπο του και ριζόκοβε κάθετα τα πηγάδια. Στο πηγάδι του Πασχάλη είχαμε τρεις μηχανές και αντλούσανε το νερό, μια μαρκότσι και δυο μοτόρια αμερικάνικα κόχλερ. Ο Σεβαστός ήταν κάτω μόνος του και έσκαβε και φτυάριζε. Ήταν η τελευταία ημέρα που θα το παραδίνανε. Ο καπνός ήτανε τόσο πυκνός από τις 3 μηχανές που δουλεύανε που από κάτω ο Σεβαστός δεν φαινότανε. Ο Σταμάτης ήτανε στην μπούκα και η ματιά του δεν έφευγε πάνω από τον Σεβαστό. Για μια στιγμή βλέπει τον Σεβαστό που έπεσε κάτω ανάσκελα μες στα νερά. Ο Σταμάτης το κατάλαβε ότι λιποθύμησε από τις πολλές αναθυμιάσεις. Μου λέει κράτα γερά το μάγκανο, το κράτησα εγώ και το πιάνει ο Σταμάτης το παλαμάρι (χοντρό σχοινί) και τα δίνει μια και κάτω σαν αστραπή, τα χέρια του ανάψανε από την τριβή. Στα γρήγορα έδεσε τον Σεβαστό, τον τραβήξαμε πάνω, του κάναμε τις πρώτες βοήθειες και μετά δυσκολίας συνήλθε. Ο σωτήρας του ήταν ο Σταμάτης. Και μετά δέθηκε και ο Σταμάτης και τον βγάλαμε πάνω. Ο Σταμάτης τον έσωσε τον Σεβαστό. Εκείνη την ημέρα τελείωσε και το πηγάδι, μαζέψαμε το μοτόρια, τα βγάλαμε πάνω. Τα χέρια του Σταμάτη ήταν ξεφλουδισμένα, οι πέτσες από μέσα φύγανε και τρέχαν αίματα και κάνανε μέρες για να ξαναθρέψουνε τα χέρια του πέτσα.Ο Σταμάτης ήτανε ήρωας, εκείνη την ημέρα έσωσε έναν άνθρωπο. Μετά τα πηγάδια έφυγε για την Αυστραλία και πήρε και τον πατέρα του πάνω. Έμενε στην Αδελαΐδα, μιλούσαμε πολλές φορές στο τηλέφωνο. Κάθε φορά που με παιρνε τηλέφωνο Μου έλεγε για τον ελαιώνα του. είχε αγοράσει ένα χωράφι στην Αυστραλία και το φύτεψε ελαιώνα και φύτεψα και εγώ έναν ελαιώνα στην Κω και μιλούσαμε ια τους ελαιώνες. Είχε και μια κόρη ακριβή και είχα και γω μια κόρη ακριβή και τις είχαμε και οι δυο καμάρι. Κάποια στιγμή μου πε ότι η κόρη του είναι άρρωστη και ήταν πικραμένος. Είχαμε κουβεντιάσει πιο πριν και λέγαμε ότι στην Αυστραλία τρώνε πολύ κρέας και ο καρκίνος καλπάζει. Έτσι έφυγε και η κόρη του. Κάποια στιγμή του Σταμάτη η κόρη πέθανε και ο Σταμάτης δεν με ξαναπήρε τηλέφωνο, έπεσε σε βαθιά θλίψη και με το δίκιο του. Εγώ πιο το θάνατο της κόρης του το μαθα από έναν άλλο παίχτη του Ανταγόρα τον Μηνά τον Βλάχο (Μηνακό).Ο Σταμάτης πριν πεθάνει η κόρη του, ήρθε μια φορά μόνο στην Κω το 2000. Εγώ τότε ήμουν απασχολημένος στο εμπορικό κέντρο μες στο χωράφι των Αξυπάχηδων στην οδό Γρηγορίου Ε’ . βρεθήκαμε μιλήσαμε, κουβεντιάσαμε. Μου έλεγε πως πήγε στην Αυστραλία, δεν έκαμε και πολλά πράγματα, ποιο πολλά έκανα εγώ εδώ, του το πα. Ο Σταμάτης ήταν αθλητής από τους λίγους, ήταν πρώτος δρομέας μέσα στην Κω. Βραβεύτηκε αρκετές φορές και σαν δρομέας και σαν ποδοσφαιριστής, ήταν τότε τα χρόνια του καλού Ανταγόρα. Έπαιζε στο κέντρο κυνηγός και αλώνιζε το γήπεδο και πολλές φορές τίμησε την φανέλα του Ανταγόρα. Είχε γερό σουτ. Τα φάουλ και τα κόρνερ εκείνος τα χτυπούσε και πάντα πετύχαινε τον στόχο του. τώρα διάβασα στην εφημερίδα ότι πέθανε. Είπα και γω ότι τον έφαγε ο καημός της κόρης του. από τότε που πέθανε η κόρη του δεν με ξαναπήρε τηλέφωνο. Είναι βαριά η ξενιτιά, εγώ δεν την λιμπίστηκα ποτέ μου και ο θάνατος πιο βαρύς ακόμα.Από τα πολλά τηλέφωνα που μιλούσαμε λέγαμε ότι στο τέλος τα κόκαλά μας θα τα αφήσουμε στο νησί μας. είχε σκοπό να έρθει στα γεράματά του εδώ. Όταν πέθανε η κόρη του, το μεταείδε το πράγμα. Σκέφτηκε ότι εκεί έθαψε τον πατέρα του, την μάνα του, τον μικρότερό του αδελφό τον Γιάννη, την κόρη του την ακριβή, είχε και τον ξάδερφό του τον Σταμάτη τον Τουλαντά, εκεί είχε τον ελαιώνα του και θα είπε, εγώ πια τώρα τι να πάω στην Κω, εγώ τώρα είμαι πιο δεμένος στην Αυστραλία ενώ στο νησί μου άμα πάω θα μια ποξενούμενος.Καλό Παράδεισο φίλε Σταμάτη.

  • 25 Αυγούστου 2022
  • 0 Σχόλια

ΕΞΟΔΟΣ