Με αφορμή τις ξεροχρονιές που ζούμε σήμερα, θα αναφερθώ, στις βαροχειμωνιές που ζήσαμε στα παιδικά μας χρόνια. Ποσπερίζαμε με τον Μιχάλη τον Βαγιανό και μου λέγε ότι οι Κώοι δεν φοβηθήκανε τον σεισμό του 1933 όσο τις βροχές που πιάσανε το απόγευμα της ίδιας μέρας του σεισμού κει έβρεχε επί 40 μέρες.
Οι σεισμοπαθείς μες στα χαλάσματα, τα παιδιά κλαίγανε, τα ρούχα ήτανε βρεμένα, δεν είχαν ξερά ρούχα να κοιμηθούνε, ούτε να ντυθούνε. Έβρεχε 40 μερες ραγδαίας βροχής και ακατάπαυτες. Οι Ιταλοί τους στήσαμε παράγκες με τα παλιά ξύλα του σεισμού μες στο στάδιο και τους δώσανε κουβέρτες και σκεπαστήκανε. Οι μωρομάνες πηγαίναν στην Καζέρμα που ήταν δίπλα τους, τους βάζαν οι Ιταλοί μαγκάλια με κάρβουνα και ξερέναν τα ρούχα τους.
Θα σας πω πως ξεραίναν τα ρούχα τους στο σεισμό. Είχαν το μαγκάλι από κάτω και από πάνω ένα κοφίνι κουπασμένο και από πάνω στιβάζανε πολλά ρούχα. Τα ρούχα από το μαγκάλι ξερένονταν πολύ γρήγορά. Είχε πολλά μαγκάλια και κοφίνια και ξερένανε όλες με την φωτιά και κάπου κάπου το βρέχανε το κοφίνι από μέσα για να μην πάρει φωτιά. Αλλά το στάδιο έπιανε μέσα νερό, ένα γόνατο, και τα μπαούλα τους πλέανε μες στο νερό. Μας λέγαν οι σεισμοπαθείς τα βάσανο τους 40 μέρες μέσα στο στάδιο.
Ο Κώστας ο Τυράς, ο φίλος μου, μου έλεγε ότι είχενε σπαρμένο πρώιμο κριθάρι και το θέρισε πρώιμα και άρχισε να το αλωνίζει. Την ημέρα που το αλώνιζε την άλλη μέρα έπιασε βροχή και το κριθάρι μέσα στο αλώνι νέμισε και πρασίνισε το αλώνι. Έκανε τον σταυρό του που έβλεπε ακραία καιρικά φαινόμενα. Οι σεισμοπαθείς μέσα στο στάδιο δεν μπορούσαν να ανάψουν φωτιά να μαγειρέψουνε και οι Ιτλαοί από την Καζέρμα τους βάζαν φαί. Ο φίλος μου ο Τάσος ο Χόνδρος, μου έλεγε ότι την χρονιά του σεισμού είχανε χωράφια σπαρμένα στ Τσαϊρια. Εκεί οι γεωργοί είχανε καλαμιώνες, κατά το βοριά, να παντούν το κρύο και έριξε τότε χοντρά χιόνια και τα καλάμια τα άλεσε και τα έκανε θρύμματα με το χιόνια. Δεν άφησε καλάμι για καλάμι. Την άλλη χρονιά του σεισμού, ήτανε Χριστούγεννα. Η Βρούβενα η μάμμη της γυναίκας μου ήταν μια ανδρογυναίκα θεριό πράμα. Πήγαινε και κάνανε Λαμπρή και Χριστούγεννα με τον αδερφό της τον Αντώνη στο Παραδείσι. Αλλά ο πλατύς ποταμός ήταν κατεβασμένος και δεν περνιόντανε από το πολύ νερό. Για να περάσει άνθρωπος ήταν αδύνατο πράμα. Η Βρούβενα, έμπειρη γυναίκα, σήκωσε πάνω τα φουστάνια της και τα δέσε στην μέση της. Σήκωσε το χεϊπέ τα φαγιά στον ώμο της, σήκωσε από τη μια της μασχάλη τους δυο της γιους και από την άλλη τον άνδρα της και με το βάρος που σήκωνε, πέρασε πέρα. Ο Ανδριάς ο Σβουρένος το θεριό του Γιαπιλιού πέρασε το πρωί και ήταν κάπως πιο λίγο το νερό και πέρασε. Το απόγευμα ήταν φουσκωμένος ο ποταμός. έβγαλε το παντελόνι για να μην πιάνει πολύ νερό, σήκωσε τον γάδαρο στα νεφρά του και βάρυνε και πέρασε πέρα. Οι παλιοί άνθρωποι για να περάσουν έναν ποταμό έπρεπε να σηκώνουν μεγάλο βάρος. Γύρω από το έτος 1940 από τις πολλές βροχές ο δρόμος της Αγιάς Τριάδας, από του Ζερβάνου τον Πύργο μέχρι κάτω την χώρα, όλο το χειμώνα έτρεχε σαν ποταμός, ακόμα και τις καλοσύνες. Από τις πολλές βροχές τα πηγάδια ξεχειλίζανε και τρέχαν έξω στο δρόμο, πολλά πηγάδια και ντουλαποπήγαδα και πέφτανε μες στο δρόμο και ο δρόμος στράγγιζε μες στους υπονόμους της πόλης.
Την βραδιά της πλημμύρας 17/1/1961 ο καιρός ήτανε μπουρουνιασμένςο και είχε σκοτεινιάσει η μέρα πριν την ώρα της. Είχαμε εκείνη τη βραδιά καλό μεζέ και πήγα να πω του Αριστοτέλη να ρθει να μας παίξει τη λίρα. Όταν ερχόμαστονε, ακούμε μια αλεπού που έκλαιγε μες στην παλιοϊστέρνα. Μου λέει ο Αριστοτέλης ότι αυτή η αλεπού ή λάμνει ή κακό καιρό νιώνει. Και δεν έπεσε έξω. η αλεπού προέβλεψε την πλημμύρα που θα γινόταν εκείνη την νύχτα. Θα καταγράψω τον ποταμό της Παναγιάς Τσουκαλαριάς. Χάλασε το γεφύρι του Αη Γιάννη και δεν ήταν η πρώτο φορά που το χαλούσε. Πέρασε μέσα από τα αμπέλια και κουβάλησε χαλικούρα μες στα αμπέλια και τα χώσε. Πέρασε μέσα από τα περβόλια και έριξε κάτω τις ψηλές κουμούλες και πο κει βγήκε στην όλη και γέμισε την πόλη λάσπη. Έπνιξε την Καζέρμα, την Αγιά Μαρίνα. Το περβόλι των Αξιπάχηδων ήτανε περιφραγμένο με μπλέγματα. Εκεί πάνω ήταν μπλεγμένη και πνιγμένη μια γριά κάποια Γιαννούλενα. Εκεί που έχτισα εγώ αργότερα το εμπορικό κέντρο. Την άλλη μέρα πήγα κάτω και είδα όλη την καταστροφή. Οι δρόμοι της Αγιάς Μαρίνας και η Καζέρμα ήτανε όλο λάσπη. Είχε πνιγμένες κατσίκες μες στην πόλη και είδα τον Γιώργη τον Πασσανικολάκη τον φουρνάρη, που τις έβγαζε το γουρούνι από το λαιμό της.
Πήγα στην Καζέρμα και είδα τον Δήμαρχο τον Κουρελάκη που είχε τα συνεργεία του Δήμου και καθάριζε από τη λάσπη και ο ίδιος ο Δήμαρχος μοίραζε κουβέρτες και κοτόπουλα στους πλημμυροπαθείς. Τέτοιες πλημμύρες έκανε εκείνα τα χρόνια.
Εγώ τα έφτασα. Τα παλιά σαραντάμερα, έβρεχε σαράντα μέρες και οι Κώοι ζούσαν με τις κουμπάνιες που γεμίζαν τα αμπάρια τους από το καλοκαίρι. Τέτοιους χειμώνες ζήσαμε εμείς και τώρα ζούμε τις ξεροχρονιές και την οργή του Θεού που κατήργησε τους χειμώνες και ζούμε με συνεχόμενα πυρακτωμένα καλοκαίρια και ψηνόμαστε.