Έβρεξε επί τέλους και η βροχή αυτή αν και λίγη, ξέπλυνε τις ελιές. Άργησε να βρέξει φέτος, βρισκόμαστε στα μέσα Νοεμβρίου και η γη παραμένει διψασμένη. Αυτά κουβεντιάζουν οι λεσπέρηδες, οι γεωργοί του νησιού μας, πίνοντας το απογευματινό καφεδάκι τους, στα παραδοσιακά καφενεία του χωριού, μετά τον κάματο της ημέρας, στο κοπιαστικό λιομάζωμα.
-Τα όψιμα πρωτοβρόχια, είναι ευεργετικά για όλη τη γεωργία. Προπάντων όμως για τους ελαιώνες, αφού ξέπλυναν τις ελιές και τις ενυδάτωσαν ώστε να μην είναι στεγνές και σταφιδιασμένες.
Σχεδόν όλα τα νοικοκυριά του νησιού μας, είχαν στην επίβλεψη και στη φροντίδα τους και από ένα ιδιόκτητο ελαιώνα. Είτε σαν προίκα από την σύζυγο, αφού τον ελαιώνα τον έπαιρνε η θυγατέρα, είτε σαν πατρική κληρονομία.
-Ελάτε σηκωθείτε ψήλωσε ο ήλιος στην Ανατολή, τα κοκόρια λάλησαν την Αυγή, και εμείς ακόμη να ξεκινήσουμε για τον ελαιώνα.
Κάθε μέρα ο αφέντης του σπιτιού, φώναζε όσους μπορούσαν να πάνε για το λιομάζωμα, εκτός από τα Σχολιαρόπαιδα.
Φόρτωναν τα κοφίνια, τα καλάθια και τα αδειανά τσουβάλια, στα υποζύγια και ξεκινούσαν πουρνό, πουρνό δηλαδή πρωί, πρωί με το αγιάζι, με την ψύχρα, για τον μεγάλο, φορτωμένο ελαιώνα στο ορεινό χωριό Ασφενδιού, από το Λαγούδι, μέχρι και τις μακρινές Χαιχούτες.
Έστρωναν τα δίχτυα και στρώνονταν αμέσως στη σκληρή δουλειά, πότε με τον ήλιο, πότε με το κρύο και πότε με το ψιλοβρόχι. Αν ο ελαιώνας ήταν πάνω από πεντακόσια ή χίλια δένδρα, χρειάζονταν βοήθεια. Έτσι εργάτες και ‘αργατίνες’, σκυμμένες για ώρες μάζευαν μια, μια τις μαύρες ώριμες ελιές τις χαμάδες, από το νοτισμένο χώμα. Άλλοι ανέβαιναν στα αιωνόβια καρπερά δένδρα, πάνω σε ξύλινες σκάλες, ενώ οι υπόλοιποι τίναζαν ή χτένιζαν με τα χτένια τα κλαδιά της καρποφόρας ελιάς, συλλέγοντας στα απλωμένα δίχτυα, με πολύ κόπο τον ευλογημένο καρπό.
Πολύς κόπος, ‘τους έβγαζαν το λάδι οι ελιές’ από τους ασημόχρωμους αειθαλείς ελαιώνες του νησιού μας. Φυσικά, παραμόνευαν και τα εργατικά ατυχήματα. Σήμερα έχουν τα πιο σύγχρονα εργαλεία, για το λιομάζωμα.
Μεσημέριαζε και τότε κάτω από τον αειθαλή ίσκιο της δασύφυλλης ελιάς, όσο κρατούσαν οι ωχρές, αδύναμες Φθινοπωρινές αχτίνες του ήλιου, άπλωναν την πολύχρωμη, υφαντή κουρελού και το φαντό τραπεζομάντιλο.
Το κολατσιό στην λινή πετσέτα αποτελούσαν, το σταρένιο σπιτικό, βδομαδιάτικο ψωμί, το τυρί κόκκινο της τυριάς, της πόσσας, το γνωστό μας κρασσοτύρι. Πρωταγωνίστριες πάντα οι ελιές, ιδίως οι μαύρες, οι χαμάδες και οι πράσινες, οι τσακιστές του περασμένου χρόνου. Όσοι είχαν την οικονομική άνεση, έφερναν και καμιά κονσέρβα ή κεφτέδες τηγανιτούς και μερικά, σφιχτά βρασμένα αυγά. Άλλοι έφερναν γιαπράκια, τα γνωστά νόστιμα ντολμαδάκια, μαζί με τσιγαριστές χοιρινές μπουκιές, εφόσον είχαν κάνει πια τα δικά τους παραδοσιακά, σπιτικά χοιροσφάγια.
Παράλληλα απολάμβαναν χωριάτικη σαλάτα, με φρέσκα όψιμη ντοματούλα, όψιμο αγγουράκι, κρεμμυδάκι, τυρί και μπόλικο αγνό ελαιόλαδο.
Το διπλανό πηγάδι και οι γύρω φυσικές πηγές, που ήταν σε αφθονία παντού, ξεδιψούσαν την εργατιά. Για τους μερακλήδες το ‘κανί,’ το μικρό μπουκάλι, με ντόπιο Ασφενδιανό, κόκκινο γλυκό κρασί, ήταν βάλσαμο για την κούραση τους.
Πριν να χαμηλώσει ο ήλιος και νυσταγμένος βυθισθεί στον απέναντι, Αιγαιοπελαγίτικο μπλε ορίζοντα, έπρεπε οι ελιές πριν να σουρουπώσει, να έχουν μαζευτεί, ώστε να γεμίζουν τα ψάθινα κοφίνια ή τα σακιά. Μερικές τις ξεχώριζαν για την κουμπάνια στο σπίτι, όπως τις πράσινες, που θα τις τσάκιζαν με μια καθαρή πέτρα ή θα τις χάραζαν με τον ‘αμπελομάχαιρο’.
Ύστερα θα τις γλύκαιναν για μερικές μέρες στο νερό και έπειτα θα τις βύθιζαν μέσα στο πήλινο κουζί, δηλαδή, στο μικρό πιθάρι, στην αλάρμη ή στην άρμη, στο αλατόνερο. Άλλες πάλι τις συντηρούσαν στο λάδι, όπως τις μαύρες χαρακιαστές και άλλες στο ξύδι. Τ
ις χαμάδες, τις αλάτιζαν ή τις κατανάλωναν αμέσως, γιατί ήταν ώριμες, φρέσκες και χαλούσαν εύκολα. Όλες οι υπόλοιπες ελιές, ιδίως οι ψιλές, οι καρπερές, οι αλλιώς οι ‘κορονέικες’ ή τα ‘κρητικά’ όπως τις έλεγαν, έπαιρναν το δρόμο για το λιοτρίβι. Τότε πριν να μπουν στα ελαιουργεία, τα αυτόματα σύγχρονα μηχανήματα, κυρίως τα άλογα ή τα μουλάρια, μέρα νύχτα με βάρδιες, γύριζαν τις πελώριες μυλόπετρες, για να συνθλίψουν τον ελαιόκαρπο, μέχρι να φτάσουν στο επόμενο μηχάνημα. Τα γαϊδουράκια, συνήθως τα χρησιμοποιούσαν, για την μεταφορά του καρπού και του λαδιού.
Οι παλιές πλάστιγγες, μετρούσαν στους γκαζοντενεκέδες, πόσα μόδια ελιάς έβγαζε κάθε ελαιώνας και πόσο λάδι, θα έβγαινε από το λιομάζωμα του.
Στο εύφορο νησί μας σε όλα τα χωριά, αρχοντικές οικογένειες, έχουν απέραντους ελαιώνες, που τους διατηρούν μέχρι και σήμερα.
Ωστόσο υπάρχουν πολλοί νοικοκυραίοι, που πήραν τον μακρινό δρόμο της πικρής ξενιτιάς, αφήνοντας πίσω τους εκατοντάδες ελαιόδεντρα, αλλά και ένα έθιμο που ήθελε τις κόρες της οικογένειας, να κληρονομούν για προίκα τον ελαιώνα. Την ευλογημένη ελιά και το λάδι της, αυτό το υγρό χρυσάφι, οι παλιοί την είχαν βασίλισσα, στις οικονομικές συναλλαγές τους και γερό χαρτί, για την προίκα τους.
Πρωταγωνιστής στην πλούσια ελαιοπαραγωγή, είναι το χωριό Ασφενδιού, ιδίως στις ορεινές Χαιχούτες, καθώς και στις γύρω πλαγιές και στους λόφους, στα υπόλοιπα χωριά μας. Υπάρχει πλούσια ιστορία, στην παραγωγή αγνού ελαιόλαδου στο νησί μας. Η εύφορη Κως έχει το δικό της ξεχωριστό λάδι, που είναι εμπλουτισμένο, με τα αρώματα της πλούσιας και ηλιόλουστης υπαίθρου και εμποτισμένο, από την αλμύρα της Αιγαιοπελαγίτικης θάλασσας.
Στο χωριό Ασφενδιού, το λιομάζωμα σταματούσε, την ημέρα της γιορτής των Ασωμάτων Αρχαγγέλων. Οι γεωργοί αφήναν κάτω τα χτένια και τα δίχτυα, έβαζαν τα ‘καλά,’ τους για να πάει όλη η οικογένεια στην Εκκλησία.
Την άλλη ημέρα πρωί, πρωί, επιστροφή και πάλι στην σκληρή καθημερινότητα. Το γιορτινό διάλειμμα, είχε τελειώσει και οι ελαιώνες γέμιζαν ξανά με εργάτες, που ακούραστα συνέχιζαν να μαζεύουν τον ευλογημένο καρπό. Γέλια, φωνές, πειράγματα, ακούγονταν όπως και τραγούδια από τις καλλίφωνες και καλλίφωνους, καθώς και κρυφά ερωτικά βλέμματα, από τους νέους και τις νέες του χωριού. Δεν σταματούσαν τα μαγειρέματα για προξενιά και τα κουτσομπολιά, με τα καυστικά σχόλια για τις άτακτες γυναίκες και τους μπερμπάντηδες άντρες, της μικρής και κλειστής κοινωνίας.
Στο λιοτρίβι οι ελαιοπαραγωγοί, περίμεναν με τις ώρες την σειρά τους, για να προλάβουν να βγάλουν το λάδι, για να μην σαπίσουν μέσα στα σακιά οι ελιές, έχοντας τα πήλινα πιθάρια και τα δοχεία λαδιού, έτοιμα και καλά καθαρισμένα. Οι κάτοικοι της Κω, καταναλώνουν πολύ ελαιόλαδο, βέβαιοι για την υψηλή ποιότητα του προϊόντος που παράγουν, από τον καρπό μέχρι και τα ελαιουργεία, τα λιοτρίβια του νησιού.
Σήμερα το παλιότερο λιοτρίβι της οικογένειας του κ. Κώστα Παπαδημητρίου ή ‘Γιωργαρή,’ εξακολουθεί να συνεχίζει την πλούσια κληρονομιά του και να δουλεύει με σύγχρονα μηχανήματα, στη θέση Μεσαριά. Πιο κάτω άλλο ένα ενεργό λιοτρίβι της οικογένειας του κ. Δημοσθένη Χατζηπέτρου, κοντά στον Λινοπότη.
Το παλιό λιοτρίβι, το λειτουργούσε από το 1945 ο πατέρας του ο Χαράλαμπος, στα δύσκολα μεταπολεμικά χρόνια. Υπήρχε επίσης και το λιοτρίβι του Ασωμάτου, που ανήκε στην Εκκλησία των Ασωμάτων Ασφενδιού. Παράλληλα, παλαιότερα λειτουργούσαν, το λιοτρίβι της οικογένειας του Θυμανάκη, απέναντι από την Παναγία την Ευαγγελίστρια και του Κιαπόκα, καθώς και το ελαιουργείο της οικογένειας του Χατζηνικολάου, κοντά στον Αϊ Γιώργη του Μπέη.
Επίσης υπάρχει στο Μαστιχάρι, ενεργό το ελαιοτριβείο του Κ. Κουλιά. Πολλά λιοτρίβια, που δέχονται τόνους από τον ευλογημένο καρπό, για να αποδώσουν τον υγρό χρυσό, βρίσκονται σκόρπια στα χωριά μας, όπως στο Πυλί, στην Αντιμάχεια, στην Καρδάμαινα και στην Κέφαλο.
Παλιότερα υπήρχε και το ελαιοτριβείο του Αγροτικού Συνεταιρισμού Κω, αλλά εδώ και πολλά χρόνια μένει ανενεργό. Επίσης στο Ασφενδιού, τα παλιά χρόνια, υπήρχαν το λιοτρίβι του Σοφού, δίπλα στο ελαιουργείο του Θυμανάκη, απέναντι από την Εκκλησία της Παναγίας της Ευαγγελίστριας, στην κεντρική Πλατεία του χωριού. Ακόμα βρίσκονται εκεί, τα σκουριασμένα μηχανήματα και οι τεράστιες πέτρες του ελαιουργείου.
Τα σημερινά λιοτρίβια είναι πλήρως εκσυγχρονισμένα με όλες τις προδιαγραφές που ορίζει η Ευρωπαϊκή Ένωση, παράγουν δε και συσκευάζουν αγνό ελαιόλαδο αρίστης ποιότητας, ώστε ο καταναλωτής να νοιώθει βέβαιος για την επιλογή του και απόλυτα ασφαλής, για τη χρήση του λαδιού πρώτης κατηγορίας. Ωστόσο, η ευλογημένη ελιά, έχει δυο κυριότερους εχθρούς, τον δάκο που καρφώνει τον καρπό της και που τον καταπολεμούν με ψεκασμούς, τους κατάλληλους μήνες της δακοκτονίας, (συνήθως από Ιούλιο μέχρι Οκτώβριο). Ασθένεια σοβαρή της ελιάς είναι και ο γλοιόσπορος ένας μύκητας, που σαπίζει τον ελαιόκαρπο. Υπάρχουν και άλλες ασθένειες, όπως τα καρκινώματα στα κλαδιά και η βαμβακίαση στα φύλλα, που τα σαπίζει. Επίπονο και πολύ χρονοβόρο, το μάζεμα του ελαιοκάρπου, με όλη την οικογένεια να συμμετέχει. Πολλές φορές, κανόνιζαν να μαζεύουν η μια οικογένεια της άλλης τον ελαιώνα και το αντίθετο. Το λιομάζωμα, έχει ένα ακόμη διάλειμμα στις Μεγάλες Χριστουγεννιάτικες Γιορτές και μετά συνεχίζεται μέχρι και τον Φεβρουάριο.
Ύστερα οι κατάκοποι λεσπέριδες, οι κτηματίες και ελαιοπαραγωγοί, ξεκουράζονται για λίγο στους παραδοσιακούς ανδρικούς καφενέδες.
Ανάμεσα στο αχνιστό καφεδάκι και στο σέρτικο τσιγάρο, με το κομπολογάκι στα ροζιασμένα τους χέρια, μπαίνει η συζήτηση για το μαξούλι, που μετριόταν με τα μόδια και με τους γκαζοντενεκέδες.
Αν η σοδειά, ήταν πλούσια ή φτωχή, εξαρτιόταν αν ήταν λαδοχρονιά ή όχι. Αυτό συμβαίνει, χρόνο με τον χρόνο, αφού ξεκουράζονται τα δένδρα, για να αποδώσουν και πάλι τον πλούσιο ελαιόκαρπό τους. Σε μερικά μέρη, φυτεύουν δυο διαφορετικά δένδρα ελιάς. Έτσι ώστε την μια χρονιά να φορτώνεται με καρπούς το ένα δένδρο και το άλλο να ξεκουράζεται.
Εκεί στον ασταμάτητο θόρυβο από το τάβλι και τα χαρτιά, με έπαθλο ένα υποβρύχιο βανίλιας, οι ελαιοπαραγωγοί οργανώνουν τις δουλειές τους, για το επόμενο λιομάζωμα. Συζητούν πως θα κλαδέψουν τις ελιές και πως τα ξύλα θα κοπούν και θα χρησιμοποιηθούν για το τζάκι, για την παρασκιά, για την πεζούλα, για τη θράκα και για τον παραδοσιακό σπιτικό φούρνο.
Πως θα προλάβουν τις ελιές, πριν ο δάκος τις προλάβει και πως θα τις περιποιηθούν. Πως θα σκάψουν και θα φροντίσουν τον ελαιώνα τους, έτσι για να καυχιούνται ο ένας στον άλλο, πόσα πολλά μόδια ελιάς ή γκαζοντενεκέδες, πολυτίμου λαδιού έβγαλαν.
Βέβαια κρατούσαν όσο λάδι χρειάζονταν, για την σπιτική τους κουμπάνια και το υπόλοιπο το διάθεταν στο εμπόριο.
Το πολύτιμο λάδι, το φύλαγαν μαζί με την κουμπάνια του κρασιού, στο κατώι, στην υπόγεια αποθήκη του σπιτιού, μέσα σε πήλινα πιθάρια ή σε γυάλινες νταμιτζάνες και σε γκαζοντενεκέδες.
Τα πλαστικά δοχεία ήταν όχι μόνο άγνωστα, αλλά και τα θεωρούσαν επιβλαβή με την οξύτητα του λαδιού. Για αυτό εξαιτίας της οξύτητας του ελαίου, συνήθιζαν να καταναλώνουν το περσινό λάδι.
Φέτος λόγω του παρατεταμένου καύσωνα, της ανομβρίας και των επιθετικών ασθενειών της ελιάς, η ελαιοπαραγωγή όπως μας πληροφορούν ο ιδιόκτητες των ελαιοτριβείων, έχει ανέβει σε σύγκριση από πέρσι, αλλά όχι και σε πολύ ικανοποιητικά επίπεδα.
Την αξία αυτού του υγρού χρυσού του ελαιόλαδου και της ελιάς, έχουν καταλάβει τα τελευταία χρόνια, οι άνθρωποι από όλο τον κόσμο μέχρι και την Ιαπωνία και την αναζητούν για τις ευεργετικές της ιδιότητες, στην υγεία και στην ευεξία.
Η χώρα μας η Ελλάδα, έρχεται τέταρτη στην παγκόσμια παραγωγή ελαιολάδου στις χώρες της Μεσογείου, μετά την Ισπανία, την Ιταλία και την Γαλλία. Ακολουθούν στη σειρά, η Πορτογαλία και η Τουρκία.
-Καλή σοδειά-