Ο Νικηφόρος Γρηγοριάδης (κατά κόσμον Νεοκλής Γρηγορίου) γεννήθηκε το 1884 στην Αντιμάχεια της Κω από φτωχούς αλλά ευσεβείς γονείς. Τα πρώτα γράμματα πήρε στο σχολείο του χωριού του καθώς και στη γειτονική Κάλυμνο. Έπειτα κατέφυγε στη Σμύρνη για ανεύρεση εργασίας και στη συνέχεια στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, την οποίαν όμως μετά παρέλευση μηνός εγκατέλειψε εξαιτίας μιας σοβαρής ασθένειας, που τον εμπόδιζε να εργαστεί, όπως σημειώνει σε αυτοβιογραφικό κείμενό του.
Ακολούθως θα βρεθεί στην Αθήνα εργαζόμενος ως υπάλληλος, ενώ παράλληλα θα ολοκληρώσει τη φοίτησή του στο Γυμνάσιο και Λύκειο της Βαρβακείου Σχολής, ενός από τα αρχαιότερα και ιστορικότερα εκπαιδευτικά ιδρύματα της Ελλάδας. Το 1902 επέστρεψε στη γενέτειρα του, για να δει τους γονείς του και διορίστηκε δάσκαλος στο Ασφενδιού. Ήταν η περίοδος ακόμη της Τουρκοκρατίας όπου τα σχολεία στα χωριά του νησιού είχαν ανάγκη από Έλληνες εκπαιδευτικούς. Το επόμενο έτος διορίζεται δάσκαλος στο Πυλί, όπου και παντρεύτηκε το έτος 1906 την Μαρία Εμμ. Χατζηβασίλη. Από το γάμο του απέκτησε διαδοχικά έξι παιδιά: την Στυλιανή, τον Μανώλη, που χειροτονήθηκε ιερέας στη δεκαετία του 1960 και θα τον δούμε Οικονόμο στον Μητροπολιτικό Ναό του Αγίου Νικολάου της πόλης Κω, τον Χαράλαμπο, τον Κίμωνα, που έγινε κι αυτός δάσκαλος, την Ευφημία και τον Γιάννη.
Το έτος 1910 χειροτονήθηκε ιερέας από τον Μητροπολίτη Κώου Αγαθάγγελο και του δόθηκε το όνομα Νικηφόρος αντί του Νεοκλή. Έκτοτε ασκούσε και τα δυο λειτουργήματα, του ιερέα και δασκάλου, στην Κοινότητα του Πυλίου. Το 1922 διορίστηκε από τον ίδιο Μητροπολίτη ως Αρχιερατικός Επίτροπος Πυλίου, ιερουργώντας στον εκεί Ναό του Αγίου Νικολάου. Φαίνεται όμως ότι ο διορισμός του πατρός Νικηφόρου Γρηγοριάδη ως Αρχιερατικού Επιτρόπου δεν άρεσε στον δήμαρχο του Πυλίου και σε άλλους παράγοντες του χωριού, που τον θεωρούσαν εμπόδιο σε μερικές «αθέμιτες πράξεις» τους καθώς ο γνήσια εκκλησιαστικός, πατριωτικός και εκπαιδευτικός χαρακτήρας του ιεροδιδασκάλου εκείνου προσέκρουε στα επικρατούντα ήθη και τις φατριακές δραστηριότητες εκείνης της ιταλοκρατούμενης εποχής. Λέγεται μάλιστα ότι στο Καθολικό της Μονής των Καστριανών ( της Υπαπαντής ή Φλεβαριώτισσας) στο Παλαιό Πυλί, κτίσματος Οσίου Χριστοδούλου, υπήρχε ένας (ξύλινος;) Τίμιος Σταυρός, τον οποίον ο Αρχιμανδρίτης Φιλήμων Φωτόπουλος (ως Γενικός Αρχιερατικός Επίτροπος του ασθενούντα Μητροπολίτη Αγαθαγγέλου) σκόπευε να παραδώσει στο Βατικανό, μετά από απαίτηση των Ιταλών. Μόλις το πληροφορήθηκε αυτό ο πατήρ Νικηφόρος Γρηγοριάδης είχε το θάρρος να θάψει κρυφά μια νύχτα κάπου στο χώμα τον Σταυρό, ο οποίος παρά τις έρευνες των Ιταλικών Αρχών δεν βρέθηκε. Την απώλειά του απέδωσε δήθεν σε λησταποδόχους «πειρατές», που μια βραδιά έτυχε να εμφανιστούν στον όρμο της Κεφάλου, όπως εξιστορεί σε βιογραφικό σημείωμα του πατέρα του ο ιερέας Εμμανουήλ Νικηφόρου Γρηγοριάδης.
Ένα άλλο γεγονός, που παρέμεινε ζωηρό στη μνήμη των κατοίκων του Πυλίου ήταν η βάφτιση ενός οθωμανού προερχόμενου από το τουρκικό χωριό Κονιαριό ή Κονιδαριό, το οποίον υπαγόταν στο Πυλί. Δυο μέρες πριν τη βάφτιση ο οθωμανός κρυβόταν στο σπίτι του ιερέα Νικηφόρου Γρηγοριάδη, γιατί τον αναζητούσαν οι γονείς και οι συγγενείς του και κάποια Κυριακή, μετά το πέρας της Θείας Λειτουργίας, έγινε η βάφτισή του στο παρεκκλήσι του Χριστού από τον Μητροπολίτη Αγαθάγγελο με συλλειτουργό τον πατέρα Νικηφόρο. Μετά τη βάφτιση και ενώ ο νεοφώτιστος βάδιζε προς το καφενείο, τον περίμενε πλήθος οθωμανών, οπλισμένων με ράβδους και μαχαίρια, που τον απήγαγαν. Μόλις το άκουσε αυτό ο πατήρ Νικηφόρος και παρά τη νουθεσία του Αρχιερέα να αποφευχθούν προκλήσεις αιματηρού επεισοδίου, εκείνος έτρεξε με θάρρος ακολουθούμενος από πλήθος κόσμου και πρόλαβε τους απαγωγείς ένα χιλιόμετρο περίπου έξω από το Πυλί και απέσπασε τον νεοφώτιστο από τα χέρια τους.
Λέγεται ακόμη ότι την 25ηΜαρτίου του 1923 κατά την Θεία Λειτουργία μνημόνευσε τους Βασιλείς της Ελλάδας και την επόμενη μέρα το έμαθαν αυτό οι Ιταλοί και διέταξαν τη σύλληψη και την προσαγωγή του συνοδεία αστυνομικών στην Ιταλική Διοίκηση της Κω και μετά από παρέμβαση παραγόντων της πόλης αφέθηκε ελεύθερος. Του συνέστησαν δε να μην επαναληφθεί αυτό το γεγονός. Προφανώς η πληροφορία αυτή δόθηκε από ντόπιους καταδότες, γιατί κανένας Ιταλός δεν βρισκόταν την ημέρα εκείνη της γιορτής του Ευαγγελισμού στο Πυλί, ούτε υπήρχε στο χωριό Σταθμός Ιταλικής Χωροφυλακής.
Στις 23 Ιανουαρίου του 1924 ο Πατριάρχης Κων/πόλεως Γρηγόριος ο Ζ΄ με το αριθ. 204 Γράμμα του προς τον ασθενούντα Μητροπολίτη Αγαθάγγελο και τα Κοινοτικά Σωματεία του νησιού, με αφορμή την εκτός Κω απουσία του Γενικού Αρχιερατικού Επιτρόπου Πρωτοσύγκελου Φιλήμονα Φωτοπούλου, όρισε Γενικό Αρχιερατικό Επίτροπο όλης της Επαρχίας Κω τον ιερέα Νικηφόρο Γρηγοριάδη τονίζοντας τα ακόλουθα:
«Μαθόντες εκ των ληφθεισών ειδήσεων τα κατά την απομάκρυνσιν του Γενικού Επιτρόπου της Μητροπόλεως Πρωτοσυγκέλλου Φιλήμονος, έγνωμεν εν τη οφειλετική μερίμνη ημών περί των αναγκών της Επαρχίας διορίσει ως βοηθόν του Ιερωτάτου Μητροπολίτου των εν τω Δήμω Πυλίων Αρχιερατικόν άχρι τούδε Επίτροπον αιδεσιμώτατον Ιερέα Νικηφόρον Γρηγοριάδην, όπως ούτοςφέρωνεπαρκώςτααπαιτούμεναπροσόνταμορφώσεώςτεκαιπείραςσυναντιλαμβάνηται και βοηθή εν τω έργω της ποιμαντορίας και της διοικήσεως της Επαρχίας» (Βλ. Εμμανουήλ Καρπαθίου, ΕκκλησίαΚω Δωδεκανήσου, τόμος πρώτος, βιβλίον πρώτον, Αθήναι 1968, σελ.403-404).
Σάλος προέκυψε τότε ανάμεσα στους ιθύνοντες της πόλης, σε πολλούς από τους οποίους δεν άρεσε ο διορισμός αυτός και αξίωσαν από το Πατριαρχείο να αντικατασταθεί ο ιερέας Νικηφόρος Γρηγοριάδης από τον ιερέα Νικόλαο Βησσαρίτη, στενό συγγενή του Αρχιμανδρίτη Φιλήμονα. Ο Πατριάρχης υπέκυψε στην αξίωση αυτή και στις 11 Μαρτίου του 1924 διόρισε τον Νικόλαο Βησσαρίτη βοηθό του Μητροπολίτη Αγαθαγγέλου. Μετά την επάνοδο του Φιλήμονα στην Κω αφαιρέθηκε και η Αρχιερατική Επιτροπεία του Πυλίου από τον Νικηφόρο Γρηγοριάδη.
Τα θλιβερά όμως αυτά γεγονότα είχαν σοβαρή επίδραση στην υγεία του παπά Νικηφόρου, ο οποίος αντιμετωπίζοντας και τις οικονομικές δυσκολίες μιας πολυμελούς οικογένειας, αρρώστησε βαριά τον Οκτώβριο του 1924. Κατά τη διάρκεια της ασθένειάς του παρέμεινε στο Πυλί επί 15νθήμερο, κατόπιν μεταφέρθηκε αρχικά σε ένα δωμάτιο που του παραχωρήθηκε στο οίκημα του Σταυρού της πόλης και στη συνέχεια σε δωμάτιο της Μητροπολιτικής κατοικίας (είχε ήδη αποβιώσει ο Αγαθάγγελος) όπου και ετύγχανε της φροντίδας πολλών γιατρών και ιδιαίτερα του γιατρού Εμμανουήλ Αλεξιάδη αφιλοκερδώς. Εκεί απεβίωσε τελικά την 1ηΔεκεμβρίου του 1924 σε ηλικία μόλις 40 ετών και κηδεύτηκε στο Πυλί με όλες τις δέουσες για το ιερατικό και εκπαιδευτικό του σχήμα τιμές.
Η Μνήμη του ας είναι Αιωνία!
ΒΑΣΙΛΗΣ Σ. ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ