Μια που άνοιξαν στην κανονική λειτουργία τους τα Σχολεία και προς το τέλος του μήνα Ιουνίου θα ξανακλείσουν, ας θυμηθούμε ένα παλιό, ιστορικό Δημοτικό Σχολείο, που από τα θρανία του πέρασαν γενιές και γενιές μαθητών.
Όποτε περνάω από το υπέροχο κτήριο του Γ’ Δημοτικού Σχολείου, το σεντούκι της μνήμης μου ανοίγει και μου φανερώνει τις καλύτερες αναμνήσεις.
Για αυτό το λόγο, θα αφιερώσω λίγα νοσταλγικά λόγια σε αυτό το γεμάτο ιστορία, Δημοτικό Σχολείο. Από αυτό το Δημόσιο Εκπαιδευτήριο, πέρασαν τα καλύτερα παιδιά και διδάξαν οι πιο ικανοί και δραστήριοι διδάσκαλοι.
Από το 2007, το Γ’ Δημοτικό Σχολείο έχει την τύχη να έχει για Διευθυντή του, τον κ. Αλκιβιάδη Χατζηνικολάου του Μιχαήλ. Γιος παλαιού πολιτικού και εγγονός του αείμνηστου Αλκηβιαδάκη, του κοινοτάρχη Ασφενδιού, ασχολήθηκε όχι μόνο με τα πολιτικά δρώμενα αλλά και με ό, τι αφορά την εκπαίδευση. Είναι ένας άνθρωπος χαμηλών τόνων, καλόκαρδος και ευπροσήγορος, που κρύβει ιδιαίτερη ευφυΐα και δίψα για μάθηση. Αυτά τον οδήγησαν ώστε να μην αρκεστεί μόνο στις σπουδές του, στην Παιδαγωγική Ακαδημία Ρόδου. Ένα πνευματικό Ίδρυμα, που προσέφερε άριστους εκπαιδευτικούς στα Δωδεκάνησα και όχι μόνο. Έτσι ο κ. Αλκιβιάδης Χατζηνικολάου, ανέβηκε στα ψηλότερα σκαλοπάτια της εκπαίδευσης και κατάφερε μετά από επιμονή και ιδιαίτερη έφεση, στην διεύρυνση των μαθησιακών του οριζόντων, να αποκτήσει ένα ανώτερο εκπαιδευτικό τίτλο. Εφέτος αναγορεύτηκε ομόφωνα και με άριστα, Διδάκτωρ στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου, στο τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης. Στο παράρτημα του Πανεπιστημίου Αιγαίου, που εδρεύει μεν στην Μυτιλήνη, αλλά έχει το τμήμα Ανθρωπιστικών Σπουδών στη Ρόδο. Το Γ’ Δημοτικό Σχολείο, πρέπει να υπερηφανεύεται για τον ικανότατο Διευθυντή του, τα αχνάρια του οποίου, πιστά ακλούθησαν με επιτυχία και τα τρία παιδιά του στην τριτοβάθμια Πανεπιστημιακή εκπαίδευση. Φυσικά στο ιστορικό αυτό κτήριο διδάξαν και διδάσκουν, μέχρι σήμερα και πολλοί άλλοι άξιοι εκπαιδευτικοί.
Πέρα από το ότι λειτούργησε σαν Σχολείο επί Ιταλοκρατίας, και το ονόμαζαν Αζίλο, συνεχίζει μέχρι και σήμερα να διδάσκει τα παιδιά, με τους πιο ικανούς Έλληνες εκπαιδευτικούς. Με σεβασμό και κατανόηση στα παιδιά, μεταλαμπαδεύουν τις γνώσεις τους, εμπλουτίζοντας το πνευματικό και μαθησιακό τους πεδίο.
Ο καιρός που βίαιοι εκπαιδευτικοί, όπως ο Γκίκας Καλμούκης και η Μαρία Φορόζη, εφήρμοζαν πιστά ‘Το ξύλο βγήκε από τον παράδεισο’, πέρασε. Μαζί τους πέρασαν και τα αρνητικά παραδείγματα εκπαιδευτικών, καθώς και τα χαστούκια, ο χάρακας, η λεκτική και σωματική βία στα παιδιά.
(Έτσι να λέμε και αλήθειες που τις ζήσαμε, έστω και πικρές).
Σήμερα οι διδάσκαλοι αντικατέστησαν τη βία, με την υπομονή και την επιμονή, με κατανόηση δε, βοηθούν τους αδύναμους και τους άτακτους μαθητές.
Η λειτουργική αρχιτεκτονική δομή του Γ’ Δημοτικού Σχολείου με την κλειστή αυλή, την αμφιθεατρική διάταξη των αιθουσών και την προσεγμένη είσοδο, το κάνουν ξεχωριστό κτίσμα. Σε αυτό το καλοδιατηρημένο, αρχιτεκτονικό κόσμημα, στο πέταλο του φυσικού λιμανιού του νησιού μας, ελάμβαναν μέρος πολλά πολιτιστικά δρώμενα, όπως εκθέσεις ζωγραφικής, ομιλίες κλπ. Όλα αυτά γίνονταν κατά την διάρκεια του καλοκαιριού, πριν χρησιμοποιηθεί το παλιό ‘Χάνι’ πλήρως ανακαινισμένο, ως χώρος ποικίλων πνευματικών και πολιτιστικών εκδηλώσεων.
Σε μια από τις αίθουσες στο Ασύλο ή Λαζίνο, πέρασα τις καλλίτερες μαθητικές ώρες, καθώς αργότερα αυτό το ίδιο Σχολείο, φιλοξένησε και τα παιδιά μου.
Με τον αειθαλή δάσκαλο κ. Τάκη Χατζηάμαλλο, μάθαμε πολλά και ενδιαφέροντα όχι μόνο από την διδακτική ύλη, αλλά και έξω από τα στερεότυπα Σχολικά βιβλία.
Η δασκάλα, η κ. Μένη Κριτσωτάκη χρυσοχέρα και καλλίφωνη , μας δίδασκε εργόχειρο και μουσική. Παράλληλα μεταξύ πολλών άλλων, διδάξαν ο αείμνηστος Ματσάγκος και το διδασκαλικό ζεύγος Διπλού.
Το ιστορικό Σχολείο, το Ασίλο ή Λασίνο, όπως το έλεγαν οι παλιοί, στέγαζε και τις τάξεις με τα παιδιά των Οθωμανών, με δυο τρεις δασκάλους τον Μουσταφά Τζιν και δασκάλες, όπως την αξέχαστη δασκάλα την Ρεμτζιέ Κουνελάκη, που δίδασκαν τα Ελληνικά και εκτός από την Τουρκική γλώσσα και την ανάλογη ιστορία.
Έτσι μάθαμε να συνυπάρχουμε αρμονικά, τα Χριστιανάκια με τα Μωαμεθανάκια, να παίζουμε σε ένα Σχολικό προαύλιο, να φλυαρούμε, να γελάμε, να αγαπάμε, αλλά και να διαφωνούμε και να τσακωνόμαστε, για ασήμαντες, παιδιάστικες λεπτομέρειες.
Με παρέα την Κοκόνα την Τουλαντά στο ίδιο θρανίο, που νωρίς την έχασα γιατί έφυγε για να παντρευτεί στην μακρινή Αυστραλία, με την Μαλαματένια Κανταρζή του φούρναρη, την Ρινούλα Σαλαχώρη του παγωτατζή, την Κοκώ Καλούδη, καθώς και την Εμινέ την Οθωμανή, περνούσαμε ατέλειωτες ώρες μαθημάτων και ατέρμονου, ξένοιαστου παιχνιδιού. Οι τάξεις με τα τεράστια ξύλινα θρανία, τον μαυροπίνακα με τις κιμωλίες και τα παιδιά στοιβαγμένα ανά τριάδες, άδειαζαν στα διαλλείματα και οι μαθητικές φωνές, πλημμύριζαν την ευρύχωρη αυλή του.
Το κυνηγητό, η μπάλα, το κουτσό, τα μήλα, το πετράτο, τα πεντόβολα, διασκέδαζαν έστω και για λίγα λεπτά τα παιδιά. Φυσικά δεν έλειπε το δεκατιανό συσσίτιο, όταν όλα τα παιδιά, φορώντας τις μπλε Σχολικές ποδιές, έμπαιναν στη σειρά με ένα εμαγιέ κατσαρολάκι στο χέρι και περίμεναν τον επιστάτη, για να τους μοιράσει, ζεστό γάλα και κίτρινο τυρί.
Κατά το μεσημεράκι όταν έπιαναν οι ζέστες περνούσε και ο παγωτατζής ο Αντωνάκης ο Σαλαχώρης, ντυμένος στα λευκά, πάνω σ’ ένα πάλλευκο τρίκυκλο ποδήλατο ψυγείο.
Παγωτάααα!... Ιμπραήηηημ!…. φώναζε και μαζεύονταν σαν τις μέλισσες όλα τα μαθητούδια γύρω του, για μια δροσερή μπαλίτσα, καϊμάκι παγωτό, με μια δραχμή, φτιαγμένο από τον μαέστρο της ζαχαροπλαστικής τον Ιμπραήμ Φαναρτζή.
Όταν σχολνάγαμε βγαίνοντας, σταματούσαμε στο καροτσάκι του αξέχαστου Στέργου του Καλούδη. Όλος ο μαγικός κόσμος της ζάχαρης, της σοκολάτας και των ξηρών καρπών, ήταν συγκεντρωμένος μέσα στο ξύλινο καροτσάκι και με τη μισή αξέχαστη δραχμή, γίνονταν δικός μας, σε ένα χωνάκι από εφημερίδα. Εκείνη η ευρύχωρη Πλατεία, με τα χαρακτηριστικά μεταλλικά ‘Δελφίνια,’ όπου τώρα έγινε σταθμός των συμπαθέστατων ταξιτζήδων, γέμιζε με τα χαρούμενα γέλια και τα ξεφωνητά των παιδιών του Γ’ Δημοτικού Σχολείου.
Στο δρόμο μας για το σπίτι, ακούγαμε λαϊκές πενιές, που έβγαιναν από το καροτσάκι του Μπάμπη του Καραμπεσίνη. Αυτός πριν ανοίξουν με την αγαπημένη του παραδοσιακή αοιδό, Άννα Σαρρή Καραμπεσίνη, την Αντιμαχίτισσα, την πρώτη δισκοθήκη τους επί της οδού Ιπποκράτους, γυρνούσε στις γειτονιές και πουλούσε τους δίσκους της Λύρας και της Κολούμπια. Σε ένα αυτοσχέδιο καρότσι- ποδήλατο, ήταν ενσωματωμένο ένα τεράστιο πικάπ -γραμμόφωνο με μπαταρία. Πάνω του έβαζε τα μαύρα 45ρια βινυλίου ή τα μικρά μονά δισκάκια, για να αντηχούν στην γειτονιά οι τελευταίες λαϊκές επιτυχίες, με τις γεμάτες λυρισμό νότες του μπουζουκιού. Πρωταγωνιστές, ο Στέλιος Καζαντζίδης με την στεντόρεια φωνή του, η Πόλυ Πάνου, η Κέτη Γκρέη, η Δούκισα, η Ρίτα Σακελαρίου, ο Στράτος Διονυσίου, ο Μιχάλης Μενιδιάτης, ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης και άλλοι.
Έβγαιναν από τις κρυψώνες τους, λεύτερες και παντρεμένες και όσες διέθεταν πικάπ, έκαναν δικά τους τα τελευταία ‘νταλκαδιάρικα σουξέ! τα καψουροτράγουδα’!
Αξέχαστα χρόνια με τα απογεύματα να πηγαίνουμε σε ένα παιδικό Καρουζέλ, που ήταν σταματημένο στον κενό χώρο, ανάμεσα στην γνωστή Κλινική του αξέχαστου φημισμένου ιατρού Θεόφιλου Πέρου και στο ξακουστό ζαχαροπλαστείο του Ιμπραήμ Φαναρτζή. Αυτή η Ιδιωτική Κλινική, έσωσε κόσμο και κοσμάκη, αφού στα μαγικά χέρια του αείμνηστου και πολύ-ιατρού Θεόφιλου Πέρου, μοναδικού χειρουργού, αφέθηκαν με εμπιστοσύνη ασθενείς και έγκυες, από όλα τα Δωδεκάνησα.
Όλα αυτά τα ζούσαμε καθημερινά, όταν βγαίναμε από την αυλή του πιο αγαπημένου μας Σχολείου, για να τρέξουμε το απόγευμα να φάμε νόστιμο σουβλάκι στα κοντινά σουβλατζίδικα, του Μωρέ και του Μαχαιρά.
Δίπλα στο ιστορικό Σχολείο μας, βρίσκονταν τα θερινά σινεμά, το RΕΧ, που έγινε η ντίσκο ‘Φάσιον’ και το σινεμά Άστρο, της οικογένειας Αδαμαντιδη, που αργότερα έγινε Ξενοδοχείο. Τότε που ούτε τηλεόραση υπήρχε, ούτε διαδίχτυο, ούτε και ηλεκτρονικά παιχνίδια, για να κολλάνε με τις ώρες τα παιδιά, περιμέναμε πως και πως, να φέρει το Σινεμά την Αλίκη Βουγιουκλάκη και τον Δημήτρη Παπαμηχαήλ, να απολαύσουμε τα ‘Χτυποκάρδια στο θρανίο’, ξεκουνίζοντας ατέλειωτο πασατέμπο.
Άλλοτε πάλι ακούγαμε τις τελευταίες ροκ μουσικές επιτυχίες, μέσα από τις Αμερικάνικες ταινίες, με πρωταγωνιστή τον Έλβις Πρίσλει. Αν τύχαινε και ερχόταν περιοδεύον θεατρικός θίασος, αναλάμβανε η ντουντούκα του αξέχαστου Μπουρνή, να ενημερώσει όλες της ήσυχες γειτονιές της όμορφης Κω.
Για να μην μου παραπονεθούν οι αγαπητοί αναγνώστες , θα αναφέρω και τα άλλα δυο θερινά σινεμά, που ήταν το Σπλέντιτ και το Κεντρικό, μαζί με τον Δημοτικό κινηματογράφο Ορφέα, χειμερινό και θερινό.
Εκείνα τα αξέχαστα χρόνια όταν έκλεινε το Σχολείο, διασκεδάζαμε με ατέλειωτες ώρες ποδηλασίας ή θαλασσινού μπάνιου, στην κοντινή παραλία, δίπλα στο εργοστάσιο τοματοπελτέ της οικογένειας Νομικού και παίζαμε ξένοιαστα στην αυλή του Αγίου Παύλου ή του Σχολείου μας. Τότε οι γείτονες δεν φοβόταν να αφήσουν το καλοκαίρι τα παράθυρα τους ανοιχτά ή να κοιμηθούν στα μπαλκόνια τους, χωρίς να έχουν ανάγκη από ανεμιστήρες και αιρκοντίσιον και αισθάνονταν απόλυτα ασφαλείς.
Αποσπερίζαμε στις φιλήσυχες γειτονιές, με δροσερό καρπούζι και μελωμένο πεπόνι, κάτω από την κληματαριά και το αγιόκλημα της δικής μας ανθισμένης αυλής.
Περιμέναμε το πρωί τον γυρολόγο, για να πάρουμε φρούτα ή ψάρια, που τα διαλαλούσε στους γύρω δρόμους. Λέγαμε ‘καλημέρα’ όλοι μεταξύ μας, χωρίς να ξεχωρίζουμε δικούς μας και ξένους. Κυκλοφορούσαμε, χωρίς να φοβόμαστε τίποτα και κανέναν. Στο υποβαθμισμένο όπως το ήθελαν πολλοί Κούμπουρνο και στο ιστορικό Σχολείο το Ασίλο ή Λασίνο, μάθαμε σωστά τα πρώτα μας γράμματα, αλλά προπάντων μάθαμε την φιλοξενία και την ανθρωπιά, που μας μετέδωσαν οι γονείς, καθώς και οι αξέχαστοι διδάσκαλοι μας.
Ξανθίππη Αγρέλλη (1/6/2021)