Όταν έφερε στην Ελλάδα τις πατάτες ο Καποδίστριας, είπε, ‘η αυτάρκεια σε τροφή, εξασφαλίζει την ελευθερία του ανθρώπου.’
Οι παλιοί κάτοικοι της υπαίθρου και των χωριών μας, με την αυτάρκεια στα προϊόντα που παρήγαγαν, είχαν εξασφαλίσει την δική τους ανεξαρτησία. Ποτέ δεν περίμεναν από τα τυποποιημένα προϊόντα των πολυεθνικών, να τους θρέψουν. Ούτε και υπέφεραν τόσο στην μαύρη, Γερμανική κατοχική πείνα, όπως πείνασαν τα μεγάλα αστικά κέντρα.
Κάθε αγροτικό σπίτι ενός νοικοκύρη, εργάτη, γεωργού ή κτηνοτρόφου, είχε τα πάντα, γιατί φρόντιζαν με φρονιμάδα, πριν πεινάσουν να μαγειρέψουν.
Στο υπόγειο κελάρι ή στην αποθήκη, οι νοικοκυραίοι φύλαγαν την πλούσια κουμπάνια τους, κυρίως για να περάσουν τους δύσκολους και ψυχρούς χειμερινούς μήνες.
Ο κατάλογος των προϊόντων και των τροφίμων είναι ατελείωτος.
Ας ξεκινήσουμε από το σιτάρι. Μετά το άλεσμα στον αλευρόμυλο του χωριού, φύλαγαν το αλεύρι σε λευκά, λινά τσουβάλια, για το βδομαδιάτικο ψωμί, την βασική τροφή, αλλά και για άλλες εφαρμογές.
Με αυτό έφτιαχναν λουκουμάδες, κυρίως του Αγίου Ανδρέα, διάφορες πίτες, όπως χορτόπιτες, δηλ πίτες με αγριόχορτα ή μαραθόπιτες με μάραθο. Επίσης έφτιαχναν και έψηναν στο σπιτικό φούρνο, τα κουλουράκια της Λαμπρής και τις λαμπρόπιτες με τυρί. Κάθε Σάββατο, η νοικοκυρά αφού ζύμωνε και έπλαθε τα ψωμιά, τα έψηνε στον παραδοσιακό φούρνο με τα ξύλα και μοσχοβολούσε η γειτονιά. Πάντα ξεχώριζε το Πρόσφορο της Κυριακής, τυπωμένο με το ξύλινο Τυπάρι. Τα υπόλοιπα τα τοποθετούσε στον πένδηλο δηλ στο πλεκτό, ανοικτό στρογγυλό, καλάθι που ήταν κρεμασμένο στο ταβάνι του σπιτιού. Όταν περίσσευε το ψωμί, το έβαζε ξανά στο φούρνο και έφτιαχνε σπιτικά παξιμάδια.
Με το αλεύρι έφτιαχναν και τα μακαρόνια λαζάνια, της μακαρούνες, τις χυλοπίτες, τα πιτταρίδια. Αυτές ήταν πλατιές λωρίδες σπιτικής πάστας που σερβίρονταν συνήθως στους γάμους. Με τον ίδιο τρόπο, έφτιαχναν με το αλεύρι και το σπιτικό κριθαράκι, τον φιδέ.
Αλλά και ο τραχανάς, που τον αποξήραιναν ήταν προϊόν από το σιτάρι.
Τον έβραζαν με νερό ή γάλα και έφτιαχναν τη γλυκόξινη, θρεπτική σούπα. Επίσης με το σιτάρι, έκαναν το πλιγούρι, καθώς επίσης και τα βάρβαρα, της Αγίας Βαρβάρας.
Το λάδι ήταν το πιο πολύτιμο και απαραίτητο προϊόν. Όλοι σχεδόν οι κάτοικοι των χωριών, διέθεταν τον δικό τους ελαιώνα. Πουλούσαν όσο λάδι ήθελαν και το υπόλοιπο το αποθήκευαν. Την κουμπάνια του λαδιού, την φύλαγαν σε μεγάλες γυάλινες νταμιτζάνες ή σε μεγάλα πήλινα πιθάρια, δηλ τους πίθους. Έτσι κατανάλωναν αγνό λάδι, στο μαγείρεμα και στην χωριάτικη, γνήσια Μεσογειακή σαλάτα. Δεν ξεχνούσαν δε, να προσφέρουν ένα μπουκάλι ελαιόλαδο, για τα καντήλια της Εκκλησίας.
Το κρασί μετά το λάδι, ήταν και αυτό ο πρωταγωνιστής, στην σπιτική κουμπάνια. Οι αγρότες είχαν το καλύτερο κρασί, βγαλμένο από τους δικούς τους μικρούς και μεγάλους αμπελώνες. Ήταν πατημένο στα δικά τους πατητήρια με τα πόδια και φτιαγμένο, με τον δικό τους ξεχωριστό τρόπο. Έτσι γέμιζαν τα βαρέλια τους οι νοικοκυραίοι και είχαν την κουμπάνια τους σε κρασί. Απαραίτητα ένα μπουκάλι από το γλυκό κρασί, θα πήγαινε για Νάμα στην Εκκλησία.
Συνεχίζοντας τον πλούσιο κατάλογο των αγαθών που είχαν για τροφή τους οι κάτοικοι της υπαίθρου και των χωριών, θα αναφερθούμε στα ωφέλημα και πολύ θρεπτικά όσπρια.
Σε κάτασπρα, λινά τσουβάλια, φύλαγαν στο κελάρι φασόλια μαυρομάτικα ψιλά, φακές, ρεβίθια ή αβρίθια, φάβα, φασόλια γίγαντες, ξερά κουκιά, μέχρι και ξερά χαρούπια. (Στην Βόρειο Ελληνική ύπαιθρο, έχουν τα κάστανα που ευδοκιμούν ανάλογα με το κλίμα). Στο Μαστιχάρι, είχαν τα λουμπουνάρια, που τα έφερναν από την Κάλυμνο.
Αυτά συνήθως έβγαιναν βρασμένα στο υπαίθριο τραπέζι της Καθαράς Δευτέρας, για την μεγάλη Σαρακοστή, μαζί με τι πράσινες, τσακιστές ελιές και τα νηστίσιμα σπιτικά τουρσιά. Περίοπτη θέση είχε στα Σαρακοστιανά εδέσματα και η Κώτικη λευκή μαγειριά ή μαεριά, φτιαγμένη από νισεστέ ή μουσταλευριά όπως την λένε. Πολλές φορές χρησιμοποιούσαν και πετιμέζι, στα διάφορα γλυκίσματα τους, όταν δεν είχαν ζάχαρη ή μέλι.
Από την κουμπάνια, δεν έλειπαν και τα ξηροκάρπια. Δεν υπήρχε σπίτι που να μην είχε τα δικά του καρύδια, αμύγδαλα, σησάμι, ξερά σύκα και φυσικά τις νόστιμες σταφίδες. Επίσης νταρί, καλαμπόκι για τα πουλερικά.
Αφού επεξεργάζονταν τις ψιλές άκουνες ή χοντρές ρώγες των σταφυλιών με το θολόσταχτο, τις άπλωναν πάνω στην στέγη του χαμηλόκτιστου σπιτιού και όταν αποξηραίνονταν καλά, η οικογένεια απολάμβανε την ευεργετική και θρεπτική σταφίδα. Το ίδιο έκαναν και με τα αποξηραμένα σύκα, απλωμένα και αυτά πάνω στην στέγη του αγροτόσπιτου.
Ακόμη είχαν φυλάξει για τις αποσπερίδες τους, ηλιόσπορους από τα δικά τους ηλιοτρόπια, είχαν στεγνώσει στον ήλιο κολοκυθόκουνες, δηλ πασατέμπο, πεπονόκουνες, καρπουζόκουνες και διέθεταν και στραγάλια. Επίσης κατανάλωναν ξερά αβραμύθια ή κοπανισμένα, που έφτιαχναν από αυτά νόστιμη σούπα. Οι αβράμυθες, ήταν μεγάλα δένδρα σκόρπια παντού.
Όπως ξεκούνιζαν τα κρύα χειμωνιάτικα βράδια, δίπλα στο αναμμένο τζάκι στην παρασκιά, οι κουσελούδες, έπαιρναν φωτιά. Κουτσομπόλευαν τους άντρες τους μπερμπάντηδες και τις καοματούδες τις γυναίκες, δηλ τις άπιστες του χωριού.
Που να βρεθεί τότε θέατρο, τηλεόραση και σινεμά. Τα κουσέλια ή τα κουτσομπολιά, ήταν η μοναδική τους διασκέδαση! Αλίμονο σε αυτήν ή και σε αυτόν που θα παραπατούσε!
Φυσικά στην κουμπάνια, υπήρχε αποθηκευμένο και το κρέας. Ήταν κυρίως το χοιρινό κρέας, που μετά τα χοιροσφάγια, το φύλαγαν βυθισμένο στην γλίνα ή στην άρμη. Η γλίνα το ζωικό λίπος του χοίρου, γέμιζε τα μικρά κουζιά και ήταν το φυσικό μαγειρικό λίπος για κάθε κουζίνα. Έφτιαχναν μπουκιές, γριά, πασπαρά, κουσουμερί κλπ. Τον χοίρο για τα χοιροσφάγια, τον έτρεφαν με διάφορα προϊόντα, από τα οπωροκηπευτικά και με την μαχτή ένα μίγμα με νερό και πίτουρα.
Στην άρμη ή αλάρμη από χοντρό αλάτι, έβαζαν και τις τσακιστές ελιές ή συντηρούσαν και τις μαζεμένες χαμάδες. Το αλάτι, το προμηθεύονταν χύμα από την αλυκή στο Τιγκάκι.
Τα αμπελόφυλλα έμπαιναν για συντήρηση και αυτά στην άρμη, εκτός από μερικά άλλα, που τα περνούσαν στην κλωστή και τα κρεμούσαν για να ξεραθούν ψηλά στο ταβάνι, στις μεσσιές του σπιτιού. Επίσης οι νοικοκυραίοι, είχαν κρεμασμένα μερικά ρόδια και πλεξούδες με σκόρδα. Κατάφερναν να έχουν μέχρι τα Χριστούγεννα, όψιμα χειμωνικά πεπόνια και κόκκινες κολοκύθες.
Η κουμπάνια των χωρικών ήταν πλούσια επίσης, σε πατάτες και κρεμμύδια, που φρόντιζαν να τα φυλάγουν, σε τσόχινα τσουβάλια. Ακόμη από τις πολύ ώριμες τομάτες, μερικές νοικοκυρές έφτιαχναν πελτέ, δηλ σπιτική, συμπυκνωμένη σάλτσα τομάτας, που την φύλαγαν σε γυάλινα βάζα.
Το βοδινό ή άλλο κρέας, δεν έλειπε από το τραπέζι. Συνήθως έτρεφαν και έσφαζαν κατά καιρούς κουνέλια, κότες ή μικρά κατσίκια, αρνιά και γουρούνια. Τις αγελάδες τις κρατούσαν για το γάλα και έτρωγαν ή και πωλούσαν τα αρσενικά βοοειδή. Όλα τα ζώα τα έτρεφαν με τα δικά τους προϊόντα, όπως πίτουρα, καλαμπόκι, κριθάρι, βρώμη, χόρτο, τριφύλλι κλπ.
Το καλοκαίρι, η οικογένεια ήταν καλυμμένη από πλήθος κηπευτικά και άλλα οπωρολαχανικά. Είχαν το μικρό ή μεγάλο μποστάνι τους, με ντομάτες, κολοκύθια, μελιτζάνες, αγγούρια, πιπεριές, μπάμιες, καρότα, αγκινάρες λάχανα, μαρούλια και χορταρικά όπως σπανάκι, ραδίκια, παντζάρια, ραπανάκια. Επίσης φύτευαν, άνηθο, σέλινο, μαϊντανό, δυόσμο, βασιλικό, αρμπαρόριζα ή μοσκόχορτο κλπ.
Οι κάτοικοι των χωριών, το μόνο που αγόραζαν από το μπακάλικο τη γειτονιάς τους αν υπήρχε, ήταν καφές, τσάι, ζάχαρη και λίγο ρύζι.
Τη ζάχαρη συνήθως την αντικαθιστούσαν με το γνήσιο μέλι, που προμηθεύονταν από τους μελισσοκόμους του χωριού.
Τα απαραίτητα είδη ραψίματος, οι νοικοκυρές τα έπαιρναν από το γυρολόγο της γειτονιάς, ενώ από τον πλανόδιο ψαρά, εφοδιάζονταν με φρέσκα ψάρια και θαλασσινά. Πολλές φορές, τα είδη ένδυσης και υπόδησης, τα αγόραζαν από τους γυρολόγους. Πλήρωναν συνήθως σε είδος. Όπως ένα μπουκάλι λάδι ή κρασί, μερικά αυγά, κάποιο κοτόπουλο κλπ. Αυτή ήταν η πρώτη, ανταλλακτική οικονομία.
Ο κήπος, η αυλή και το χωράφι, ποτέ δεν έμεναν χέρσα ή ανεκμετάλλευτα. Γύρω από τους φορτωμένους με σταφύλια αμπελώνες και τους κήπους με τα ζαρζαβατικά, υπήρχαν πολλά καρποφόρα δένδρα.
Πάντα υπήρχαν η μουριά, η ροδιά, η κυδωνιά, η βυσσινιά, η βερικοκιά, η συκιά και τα εσπεριδοειδή όπως η λεμονιά, η πορτοκαλιά, η μανταρίνια και η νεραντζιά, για να προσφέρουν ανάλογα με την εποχή, τους φρέσκους καρπούς τους. Άλλα φρούτα, όπως οι καϊσιές, οι απιδιές ή αχλαδιές, οι ροδακινιές, οι μηλιές, οι τζιτζιφιές, οι καρυδιές, οι αμυγδαλιές, οι χαρουπιές και τόσα άλλα δένδρα οπωροφόρα και μη βρίσκονταν σε αφθονία σε όλα σχεδόν τα κτήματα. Ανάλογα με την εποχή, οι γυναίκες έφτιαχναν το γλυκό του κουταλιού, όπως σταφύλι, κυδώνι, νεραντζάκι, βύσσινο και το γνωστό Κώτικο γλυκό ντοματάκι. Είχαν γεμάτο το ντουλάπι τους με διάφορα σπιτικά γλυκά, έτοιμα για να τρατάρουν, δηλ να κεράσουν, κάθε επισκέπτη και φιλοξενούμενο τους.
Οι νοικοκυρές τις ηλιόλουστες μέρες του Χειμώνα, έβγαιναν για να μαζέψουν μάραθο για τη μαραθόπιττα και διάφορα άλλα άγρια χόρτα για να τα βράσουν. Επίσης τον Μάιο, μάζευαν και άγριες, αγκαθωτές αγκινάρες.
Τα πρωτοβρόχια, μάζευαν καραβόλους ή σαλιγκάρια, που τους έκαναν νόστιμο γιαχνί, με ντομάτες και πατάτες. (Στην Κρήτη τους χοχλιούς ή κοχλιούς τους κάνουν στην θράκα ή μπουρμπουριστούς).
Ενίοτε οι γυναίκες συνήθιζαν να μαζεύουν και μανιτάρια.
Σε αυτά έπρεπε να είναι έμπειρες, ώστε να τα γνωρίζουν καλά, ξεχωρίζοντας τα ακίνδυνα από τα δηλητηριώδη.
Πολλές φορές μάζευαν και διάφορα βότανα ή βραστικά όπως αλεσφακιά το γνωστό μας φασκόμηλο και μελισσόχορτο, καθώς επίσης ρίγανη, θυμάρι, δίκταμο και τσάι του βουνού. Μαζί με αυτά συγκέντρωναν, από τη φύση και τα πρακτικά γιατροσόφια τους. Επίσης αποξήραιναν μαζί με τα άλλα βότανα και βασιλικό, δυόσμο, μέντα, λεβάντα, μελισσόχορτο, λυγαριά, ακονιζιά, μοσκόχορτο, μυρτολούλουδο, δεντρολίβανο, μοσκολούλουδο, χαμομήλι και δάφνη.
Μέσα στην αυλή αναγκαίο ήταν και το κοτέτσι, ένα αυτοσχέδιο μεγάλο κλουβί, για να εκτρέφονται οι κότες, με τον κόκορα τον αρχηγό.
Έτσι η οικογένεια είχε εξασφαλίσει τα καθημερινά φρέσκα αυγά, αλλά και το κρέας της σε πουλερικά. Πολλές φορές έτρεφαν στο αγρόκτημα τους γαλοπούλες ή ακόμη και χήνες, πάπιες, μέχρι και διακοσμητικά παγώνια.
Ο περιστερώνας πάντα εφοδίαζε με περιστέρια, το αγροτόσπιτο.
Τα πουλερικά ανανεώνονταν με νέα κλωσόπουλα, ενώ ο κόκορας και η γαλοπούλα, συνήθως θυσιάζονταν για τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά, με τον ίδιο τρόπο που θυσιάζονταν ο χοίρος στα χοιροσφάγια, αλλά και το καλοθρεμμένο αρνί ή κατσίκι τη Λαμπρή.
Το γάλα δεν έλειπε ποτέ από το λιτό, αλλά υγιεινό τραπέζι των χωρικών. Μια πρόβατα, μια κατσίκα ή αγελάδα, πάντα ήταν έτοιμη να καλύψει το πρωινό τους με φρέσκο γάλα. Τα προϊόντα από το γάλα ήταν πολλά, όπως το άσπρο τυρί, η μυζήθρα, το κόκκινο τυρί της τυριάς ή της πόσσας, βυθισμένο στο κατακάθι του κρασιού, το γιαούρτι και το σπιτικό βούτυρο, Παρόλα αυτά, οι χωρικοί ήταν κυρίως χορτοφάγοι. Κατανάλωναν εκτός από γαλακτοκομικά, πολλά όσπρια και χορταρικά, το δε κρέας ή ψάρι, έμπαινε στο οικογενειακό τραπέζι, συνήθως την Κυριακή.
Για τις μετακινήσεις τους οι γεωργό-κτηνοτρόφοι, χρησιμοποιούσαν τα υποζύγια, δηλ τα γαϊδούρια, ενώ οι πιο εύποροι τα άλογα ή τα μουλάρια. Για την ασφάλεια τους, είχαν διάφορα σκυλιά ράτσας, όπως ποιμενικούς και φύλακες των σπιτιών. Επίσης τα κυνηγόσκυλα, για όσους αγαπούσαν το κυνήγι, έφερναν θηράματα, όπως λαγούς, αγριοκούνελα, πέρδικες, αγριοπερίστερα, αγριόπαπιες, φασιανούς, ελάφια, αγριογούρουνα κλπ.
Σημαντικό είναι, πως σε κάθε σπίτι οι πολυπληθείς γάτες, δεν άφηναν ούτε ποντικούς, ούτε και φίδια να πλησιάσουν κοντά στην αγροικία.
Την καθημερινή προμήθεια τους σε νερό για τη λάτρα του σπιτιού, για προσωπική τους χρήση και για πόσιμο νερό, την έπαιρναν από το βαθύ πηγάδι, που είχε σχεδόν κάθε αγρόκτημα.
Οι κάτοικοι του χωριού, εφοδιάζονταν πολλές φορές και από την παρακείμενη φυσική πηγή, που ανάβλυζε αδιάκοπα.
Για να μαγειρέψουν και να ζεσταθούν, στα χαμηλοτάβανα πετρόκτιστα, μονόσπιτα που κατοικούσαν, είχαν το κεντρικό τζάκι, με το κουμούλι. Έκαιγαν μερόνυχτα στα κρύα του Χειμώνα, κούτσουρα, από παλιές κλαδεμένες ελιές ή πρινάρια και ξερόκλαδα, που μάζευαν καθημερινά από την γύρω φύση. Επίσης έπλυναν τα σκεύη της κουζίνας που συνήθως ήταν πήλινα, (δεν υπήρχαν τότε τα ανθυγιεινά πλαστικά), στην παρακείμενη πηγή ή στο ποτάμι. Άλλοτε πάλι κουβάλαγαν νερό καθημερινά, με την πήλινη λαγήνα, για να το πιουν και να πλυθούν το πρωί. Το καλοκαίρι, άφηναν το λαγήνι βυθισμένο στο πηγάδι ή έξω στο παραθύρι, ώστε να κρατιέται το νερό δροσερό.
Στα χωριάτικα σπίτια, με τις ξύλινες πόρτες, βλέπουμε τα παράθυρα ότι ήταν μικρά και ασφαλή με σιδεριές. Παράλληλα κρατούσαν στο πέτρινο σπίτι, την δροσιά το καλοκαίρι και τη ζέστη το χειμώνα.
Το τζάκι έκτος από την χαρά να συγκεντρώνει γύρω του όλη την οικογένεια, για να αποσπερίζουν με συγγενείς κα γείτονες, ήταν χρήσιμο και αλλού, αφού η νοικοκυρά πάνω στην σιδερένιο τρίποδα ή την παρασκιά, μαγείρευε το φαγητό της. Στην αναμμένη φωτιά έφτιαχνε το καλλίτερο τυρί, μυζήθρα, γιαούρτι και ρυζόγαλο.
Δεν υπήρχε περίπτωση η νοικοκυρά του χωριού, να μαγειρέψει κάτι όπως για παράδειγμα καραβόλους, δηλ σαλιγκάρια γιαχνί και να μην πάει ‘λίγη μυρωδιά’ στην πεθερά και στη γειτόνισσα. Τα πιάτα πηγαινοέρχονταν ανάμεσα στα φιλόξενα σπίτια, σαν κάτι το συνηθισμένο.
Με τα ψιλά κάρβουνα κάθε γυναίκα, γέμιζε τον καρβουνιάρη, δηλ το σίδερο, για να σιδερώσει τα καλά ρούχα της οικογένειας, για να πάει την Κυριακή στην Εκκλησία.
Το πλύσιμο των ρούχων, η μπουγάδα, γίνονταν στην ξύλινη ή τσίγκινη σκάφη, με σαπούνι φτιαγμένο από ποτάσα και ελαιόλαδο. Έπλεναν στα κοντινά ποτάμια τα ρούχα με αλισίβα ή σταχτόνερο, μόνο αν ο καιρός το επέτρεπε. Τα ρούχα τους οι κάτοικοι των χωριών, τα έφτιαχναν στο ράφτη ή στην μοδίστρα, τα κλινοσκεπάσματα στην αλεφαντού, την υφάντρα με τον αργαλειό και τα παπούτσια τους, στον τσαγκάρη του χωριού τους.
Όλος αυτός ο τρόπος ζωής, δεν στερούσε τίποτα από κανέναν. Είχαν καλύψει οι κάτοικοι της υπαίθρου τις ανάγκες τους για επιβίωση και ήταν ανεξάρτητοι οικονομικά και αυτάρκεις σε όλα τα αγαθά. Κατανάλωναν αυτά που παρήγαγαν, αποθήκευαν ένα μέρος και παράλληλα πωλούσαν ό,τι τους είχε περισσέψει. Μπορεί να τους έλειπε η πολυκοσμία και ο θορυβώδης και εντυπωσιακός αστικός τρόπος ζωής, είχαν όμως τη απλοϊκή, χορταστική ευημερία, που πολύ λίγοι την αντιλαμβάνονται.
Είχε και άλλο ένα καλό η κουμπάνια, δεν γέμιζε τον πλανήτη με σκουπίδια.
Ανακυκλώνονταν τα πάντα, αφού από τα αποφάγια έτρεφαν τις κότες και από τα φλούδια, τα υπόλοιπα οικόσιτα ζώα.
Στις μέρες μας καθημερινά, η νοικοκυρά ρίχνει αμέτρητες πλαστικές συσκευασίες, από μπουκάλια νερού και αναψυκτικών, καθώς και ατέλειωτες πλαστικές τσάντες με άχρηστα τρόφιμα, μολύνοντας έτσι με τόνους σκουπίδια το περιβάλλον. Η κουμπάνια, όπως την περιγράφουμε, σταδιακά σήμερα χάνεται μέσα στον νέο τρόπο ζωής και τις σύγχρονες ανέσεις διαβίωσης, των κατοίκων της Ελληνικής υπαίθρου.
Ο Νοέμβριος είναι ο μήνας όχι μόνο της συγκομιδής του ελαιοκάρπου, των χοιροσφαγείων και της προετοιμασίας για τις μεγάλες Χριστουγεννιάτικες γιορτές. Αλλά και ο μήνας της κουμπάνιας, δηλ της αποταμίευσης των τροφίμων, για τους δύσκολους και παγερούς μήνες του αφιλόξενου Χειμώνα.
Σήμερα η οικονομική επικρατούσα αρχή, του μεγάλου Παγκόσμιου κεφαλαίου που διαφεντεύει όλες τις χώρες, θέλει να ανατρέψει αυτό τον ευλογημένο, αγνό τρόπο ζωής της υπαίθρου. Προσπαθούν οι μεγαλοτραπεζίτες, με τα τοκογλυφικά τους δάνεια, να διαλύσουν την οικογένεια, να καταστρέψουν την ιδιοκτησία, την ιδιοκατοίκηση και την περιουσία του Έλληνα νοικοκύρη, με κάθε ύπουλο τρόπο. Για να κάνουν εύκολα θύματα και οικονομικούς σκλάβους τους, τις μικρές, ηλιόλουστες ζεστές χώρες, με τους φιλόξενους λαούς, επειδή δεν ανέχονται την ευημερία τους. Θέλουν να αλλοτριώσουν, όλους του ανθρώπους της Γης και να τους βάλουν στο γνωστό μπλέντερ της Παγκοσμιοποίησης.
Περισσότερο θέλουν τον αγνό, Μεσογειακό τρόπο διατροφής, που περιέχει αγνό ελαιόλαδο και αυθεντικά χωρίς πρόσθετα και χημικά, τυποποιημένα τρόφιμα. Διότι όπως ισχυρίζονται οι τεκμηριωμένες επιστημονικές έρευνες, η νησιώτικη, Μεσογειακή διατροφή, είναι υπεύθυνη για την μακροζωία και την υγεία των κατοίκων της Ελληνικής υπαίθρου.
Όσο για τα πλεονεκτήματα της Παγκοσμιοποίησης, της ελεύθερης και ανεξέλεγκτης διακίνησης ανθρώπων και προϊόντων, τα βλέπουμε σήμερα στο θανατηφόρο ντόμινο, του πανδημικού φονικού ιού. Ευχόμαστε αυτός ο Παγκόσμιος εφιάλτης του αιώνα, γρήγορα να αποτελέσει θλιβερό παρελθόν.
Ξανθίππη Αγρέλλη