Αποκομμένες από τα χρηματοδοτικά εργαλεία και τα προγράμματα επιχορήγησης του ΕΣΠΑ και του Ταμείου Ανάκαμψης φαίνεται να είναι στη συντριπτική τους πλειονότητα οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις και ιδιαίτερα οι μικρές, σύμφωνα με ανάλυση του ΙΜΕ-ΓΣΕΒΕΕ.
Όπως επισημαίνεται στην ανάλυση-ερευνητικό κείμενο του Ινστιτούτου Μικρών Επιχειρήσεων της ΓΣΕΒΕΕ με τίτλο «Εμπόδια στην πρόσβαση των μικρών επιχειρήσεων σε συγχρηματοδοτούμενα προγράμματα», οι συγχρηματοδοτούμενες δράσεις που προκηρύσσονται στο πλαίσιο των οριζόντιων και περιφερειακών επιχειρησιακών προγραμμάτων του ΕΣΠΑ αποτελούν εδώ και πολλά χρόνια το σημαντικότερο εργαλείο ενίσχυσης της επιχειρηματικότητας μικρής κλίμακας.
Σημειώνεται ότι ποσοστό 92,7% των ελληνικών επιχειρήσεων (644.264) είναι πολύ μικρές, ενώ 6,5% (45.401) είναι μικρές, το 0,7% (4.681) είναι μεσαίες και μόλις 0,1% (600) είναι μεγάλες επιχειρήσεις (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, 2022).
Η συμμετοχή, όμως, των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων σε συγχρηματοδοτούμενες δράσεις συναντά πληθώρα προβλημάτων και αδυναμιών, ζητήματα τα οποία πραγματεύεται η παρούσα εργασία, αναδεικνύοντας παράγοντες που επιδρούν σχετικά, όπως το θεσμικό περιβάλλον μέσα στο οποίο σχεδιάζονται οι δράσεις, η αποτελεσματική ή μη υλοποίησή τους προς όφελος των επιχειρήσεων, καθώς και τυχόν εγγενείς αδυναμίες που σχετίζονται άμεσα ή έμμεσα με την επιχειρηματικότητα μικρής κλίμακας.
Είναι γνωστό ότι η πρόσβαση σε χρηματοδότηση αποτελεί το σημαντικότερο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι ελληνικές ΜμΕ, σύμφωνα με την έρευνα SAFE της Ε.Ε. (Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, 2022). Το πρόβλημα είναι ιδιαίτερα έντονο στις κατηγορίες των πολύ μικρών και μικρών επιχειρήσεων, στις οποίες ποσοστό 84% δεν έχει καθόλου πρόσβαση σε χρηματοδότηση και παρουσιάζουν υψηλό φόβο απόρριψης της αίτησής τους για χορήγηση τραπεζικού δανείου.
Η αδυναμία πρόσβασης σε χρηματοδότηση επιτείνει το πρόβλημα της ρευστότητας των εν λόγω επιχειρήσεων με αρνητικές συνέπειες στο ευρύτερο οικονομικό κύκλωμα (αύξηση υποχρεώσεων προς τρίτους, καθυστερήσεις πληρωμών προμηθευτών, φορολογικών υποχρεώσεων, προηγούμενων τραπεζικών οφειλών κ.λπ.).
Νέο μοντέλο σχεδιασμού
Η περιορισμένη συμμετοχή των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων και τα χαμηλά ποσοστά απορρόφησης σε όρους εκταμιεύσεων των συγχρηματοδοτούμενων δράσεων, είτε πρόκειται για το εργαλείο της μη επιστρεπτέας μορφής ενίσχυσης (επιχορήγηση) είτε επιστρεπτέες μορφές ενίσχυσης, όπως τα χρηματοδοτικά εργαλεία δανειακού ή κεφαλαιακού τύπου, αναδεικνύουν την ανάγκη αλλαγής του μοντέλου σχεδιασμού των δράσεων, λαμβάνοντας υπόψη την ετερογένεια των ΜμΕ, καθώς και την ανάγκη προσαρμογής τους στις απαιτήσεις της σύγχρονης εποχής.
Στην προσπάθεια αυτή, σύμφωνα με το ΙΜΕ-ΓΣΕΒΕΕ, κρίσιμη σημασία αποκτά ο αποτελεσματικός συντονισμός από πλευράς δημόσιας διοίκησης κατά τον σχεδιασμό και την παρακολούθηση των δράσεων, η θεσμοθέτηση ενός μόνιμου μηχανισμού διαβούλευσης με τους ενδιαφερόμενους φορείς, η αποτελεσματική χρήση των εργαλείων που προσφέρονται στο πλαίσιο του κανονιστικού πλαισίου κρατικών ενισχύσεων, ο σχεδιασμός της απαιτούμενης στρατηγικής έξυπνης εξειδίκευσης, με επικέντρωση στην ιδέα της επιχειρηματικής ανακάλυψης στο πλαίσιο της βιομηχανικής καινοτομίας και η δημιουργία μίας δημόσιας ψηφιακής πλατφόρμας για την αντιμετώπιση της ασύμμετρης πληροφόρησης μέσω της έγκαιρης και αξιόπιστης ενημέρωσης των δυνητικών δικαιούχων σε θέματα συγχρηματοδοτούμενων δράσεων.
Σημαντικό ρόλο προς την κατεύθυνση αυτή εκτιμάται ότι μπορεί να διαδραματίσει η θεσμοθέτηση μίας Εθνικής Στρατηγικής για τις Μικρομεσαίες Επιχειρήσεις και την Επιχειρηματικότητα, λαμβάνοντας υπόψη το παράδειγμα της αντίστοιχης στρατηγικής σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Στην ανάλυση γίνεται ιδιαίτερη αναφορά στα πενιχρά αποτελέσματα των χρηματοδοτικών εργαλείων.
Ενδεικτικά επισημαίνεται πως σε ό,τι αφορά τα χρηματοδοτικά εργαλεία που σχεδιάσθηκαν με πόρους του ΕΠΑνΕΚ, μόλις το 2,8% των ελληνικών ΜμΕ κατόρθωσε να έχει πρόσβαση στις δράσεις διευκόλυνσης της χρηματοδότησης του ΤΕΠΙΧ ΙΙ. Επισημαίνεται ότι το ποσοστό αυτό διαμορφώθηκε λαμβάνοντας υπόψη πως η συντριπτική πλειονότητα των δανείων του ΤΕΠΙΧ ΙΙ και συγκεκριμένα το 91% χορηγήθηκαν στο πλαίσιο των ειδικών δράσεων για την αντιμετώπιση των αρνητικών συνεπειών της πανδημίας του ιού Covid-19.
Για λόγους σύγκρισης, αναφέρεται ότι το ποσοστό συμμετοχής των ΜμΕ στις δράσεις/επιμέρους ταμεία του ΤΕΠΙΧ Ι κατά την προγραμματική περίοδο 2007-2013 ανήλθε μόλις στο 0,95%. Επίσης, αξίζει να σημειωθεί ότι ο δείκτης «Νέα δάνεια προς ΜμΕ» κινείται σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα σε σχέση με την προμνημονιακή περίοδο, καθώς μειώθηκε κατά 1,2 φορά σε σχέση με το 2009.
Παράλληλα, το μέσο επιτόκιο δανεισμού προς ΜμΕ διαμορφώθηκε σε 3,9% και εξακολουθεί να είναι από τα μεγαλύτερα στην Ε.Ε.-27 και τη Ζώνη του Ευρώ, ενώ το spread μεταξύ του μέσου επιτοκίου δανεισμού προς ΜμΕ και των μεγάλων επιχειρήσεων αυξήθηκε σε 1,1% το 2021 (OECD, 2022). Οι παραπάνω δείκτες υποδηλώνουν την αδυναμία των μέχρι σήμερα δημόσιων πολιτικών για τη βελτίωση της πρόσβασης των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων σε χρηματοδότηση.
Όπως αποτυπώνεται στο ερευνητικό κείμενο, η ενίσχυση της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας δεν φαίνεται να αποτελεί σημαντική προτεραιότητα του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, καθώς οι εγκεκριμένες δράσεις που στοχεύουν στις μικρές επιχειρήσεις έχουν κυρίως συμπληρωματικό χαρακτήρα προκειμένου να καλυφθούν οι σχετικές δεσμεύσεις της χώρας στο πλαίσιο της Νέας Βιομηχανικής Στρατηγικής και της Στρατηγικής για τις ΜμΕ που έχουν συμφωνηθεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Στο πλαίσιο του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και η μικρής κλίμακας επιχειρηματικότητα αντιμετωπίζεται μονομερώς ως παθογένεια και τροχοπέδη για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη αφενός ιστορικοί και κοινωνικοί παράγοντες και αφετέρου ορισμένα βασικά διαρθρωτικά χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας τα οποία αναδεικνύουν τον μείζονα ρόλο των μικρομεσαίων επιχειρήσεων.
naftemporiki.gr