Το καλοκαιράκι μας αποχαιρέτισε τα τζιτζίκια σιώπησαν οι πεταλούδες λιγόστεψαν τα ερπετά κρυφτήκαν. Τα πρώτα σύννεφα χρωματίζονται στον ουρανό και όλο το ζωικό βασίλειο, ετοιμάζει την δική του ασφαλή και ζεστή προστασία για τον Χειμώνα.
Η σοφή λαϊκή παροιμία επαναλαμβάνεται κάθε χρόνο ‘Τ’ Αη Νικήτα κείτα και τ’ Αη Γιωργιού ξεκείτα’. (Από το κείτομαι ή κειτώ, όπως έλεγαν οι παλιοί γεωργοί στα κοτόπουλα, για να πάνε για ύπνο, δηλ να κειτάσουν.)
Έτσι όριζαν οι παλιοί λεσπέριδες, οι γεωργοί το τέλος της ζεστής και όμορφης καλοκαιρινής εποχής. Ο Σεπτέμβριος ο νοικοκύρης και ο Οκτώβρης ο ‘μαευτής’, όπως τον έλεγαν οι παλιοί, προμάζευαν όλους τους γεωργούς πίσω στις εστίες τους.
Κατέβαιναν οι γεωργοί την Άνοιξη, από τα ορεινά χωριά στους κάμπους, για να καλλιεργήσουν τα κηπευτικά τους και να φροντίσουν τα αμπέλια τους. Έφτιαχναν τις γνωστές ψάθινες και καλαμένιες καλύβες, τις αμπαράγκες ή παράγκες, τα τσαρδάκια και εκεί ‘στοιβάζονταν’ όλη η οικογένεια για λίγους μήνες. Σ’ ένα ιδιωτικό χώρο, που το φύλαγε για πόρτα μια χόντρη υφασμάτινη, υφαντή κουρελού.
Ολημερίς κάτω από τον καυτό ήλιο, καλλιεργούσαν κηπευτικά ή μάζευαν ντομάτες, καρπούζια και πεπόνια.
Τον Ιούλιο τον Αλωνάρη, θέριζαν και αλώνιζαν το σιτάρι, για το ευλογημένο αλεύρι, το κριθάρι και το νταρί δηλ το καλαμπόκι, κυρίως για την τροφή των ζώων.
Τον Αύγουστο τον τρυγητή, μετά της Παναγιάς, μάζευαν τα σταφύλια για το μεθυστικό κρασί, όπου ακολουθούσε το πατητήρι, με ξεχωριστό γλέντι.
Ο Σεπτέμβρης περιελάμβανε και τα πουζουνίκα. Προς το τέλος του, οι γεωργοί μάζευαν ό, τι απέμεινε στα χωράφια και στους κήπους και με αυτά τάιζαν τα ζώα ή τα καλά απομεινάρια, τα φύλαγαν για δική τους χρήση. Το άνοιγμα των Σχολείων, επέβαλε στα Σχολιαρόπαιδα να επιστρέψουν στην τάξη και φυσικά στον χειμερινό τρόπο ζωής, στα χωριά τους.
Οι μεγάλες γιορτές της Ινδίκτου δηλ της Εκκλησιαστικής Αρχιχρονιάς (1/9), των Γενεθλίων της Παναγίας (8/9), της Ύψωσης του Τιμίου Σταυρού (14/9) και του Αη Νικήτα (15/9), ήταν αυτές που σήμαιναν το τέλος των μεγαλυτέρων θερινών μεγάλων Θρησκευτικών Γιορτών. Αυτές τις γιορτές, τις ακολουθούσαν τότε τα παραδοσιακά πανηγύρια, έξω από τις μεγάλες Εκκλησίες και τα Εξωκλήσια.
Οι ομογενείς, που δεν ξέχασαν ποτέ την ιδιαίτερη πατρίδα τους και έρχονταν γεμάτοι νοσταλγία, για να δουν μετά από πολλά χρόνια φίλους και συγγενείς, όσους τους απέμειναν, τον Σεπτέμβριο έφευγαν, για τη ξενιτιά.
‘Μισεύω και τα μάτια μου δακρύζουνε για σένα’,
‘Αχ! πατρίδα μου γλυκιά πόσο σ’ αγαπώ πιστά’.
Ψιθύριζαν το τραγούδι του μισεμού, της ξενιτιάς, επιστρέφοντας σαν τα αποδημητικά πουλιά, με τα αεροπλάνα κυρίως, για την αχανή Αμερική ή για την μακρινή Αυστραλία.
Κατά το τέλος του Σεπτέμβρη, οι κάμποι είχαν πια ερημώσει. Οι ψάθινες καλύβες, γίνονταν έρμαιο των ανέμων ή τις χαλούσαν οι ίδιοι οι γεωργοί. Μερικά σκιάχτρα, για να φοβερίζουν τα πουλιά που κατέστρεφαν την συγκομιδή, απέμεναν στους κάμπους, θυμίζοντας τις όμορφες, ηλιόλουστες μέρες του καλοκαιριού. Και τι δεν άκουγαν αυτά τα ανθρώπινα ομοιώματα! Όλες τις ιστορίες και τις κουβέντες στις υπαίθριες, βράδυνες αποσπερίδες, με δροσερό καρπούζι και κρασσοτύρι ή με χωριάτικη ντοματοσάλατα, κάτω από τον έναστρο ουρανό, με την λαμπερή πανσέληνο, να φωτίζει τα ψάθινα τσαρδάκια.
Τα πουζουνίκια, οι γεωργοί είχαν λίγα περισσεύματα στο κομπόδεμα τους από την σοδειά. Είχαν πουλήσει πια το μαξούλι, δηλ τη σοδειά του καλοκαιριού και ακολουθούσε ολίγη αγρανάπαυση μέχρι τον Νοέμβρη, που θα ξεκινούσε το κοπιαστικό μάζεμα του ελαιοκάρπου και γίνονταν και τα παραδοσιακά χοιροσφάγια τον Οκτώβριο.
Έτσι οι αγρότες, προγραμμάτιζαν αρραβώνες, γάμους και βαφτίσια, που τα ‘στόλιζαν’ με Δημοτική μουσική, χορούς και τραγούδια.
Έρχονταν η γιορτή του Αη Νικήτα στις 15, μέσα του Σεπτέμβρη και οι νοικοκυρές είχαν πια καθαρίσει τα νοικοκυρεμένα, χαμηλόχτιστα σπίτια του χωριού. Τα είχαν ασπρίσει με ασβέστη και είχαν ετοιμάσει την θράκα στην παρασκιά και στο τζάκι, για να περάσουν οι δύσκολοι μήνες του παγερού Χειμώνα. Έπρεπε να προλάβουν τα πρωτοβρόχια του Φθινοπώρου. Φόρτωναν στα γεμάτα κοφίνια, τα λιγοστά υπάρχοντά τους, στα υποζύγια και επέστρεφαν στην χειμερινή ζεστή κατοικία τους.
Οι νοικοκυραίοι οι λεσπέρηδες, αγρότες είχαν φροντίσει ώστε το κατώι, δηλ ο υπόγειος αποθηκευτικός χώρος του σπιτιού, είτε η μικρή διπλανή αποθήκη, να είναι γεμάτη με την κουμπάνια του σπιτιού. Συνήθως η κουμπάνια δηλ τα κυριότερα εφόδια σε τρόφιμα, περιελάμβανε ξηρούς καρπούς, όπως καρύδια, αμύγδαλα, σταφίδες, ξερά σύκα και σουσάμι. Βέβαια τα βασικά ήταν το αλεύρι, το κριθάρι, το λάδι, το κρασί, τα όσπρια. Το πήλινο κουζί ή κιούπι, με τις πράσινες τσακιστές ελιές στην αλάρμη ή άρμη, ήταν γεμάτο και άλλο ένα πήλινο κιούπι, ήταν γεμάτο με χοιρινές μπουκιές και γλίνα, το ζωικό λίπος του χοίρου, από τα παραδοσιακά χοιροσφάγια. Φυσικά είχαν φροντίσει, για νταρί, δηλ καλαμπόκι, για τα κοτόπουλα και σανό, ξερό χόρτο, για τα υποζύγια.
Έτσι εξασφαλισμένοι από αποθέματα τροφής και αποθηκευμένα ξύλα για το τζάκι, ‘κειτούσαν, δηλ κούρνιαζαν, του Αη Νικήτα στις 15 του Σεπτέμβρη. Στις 23 του Απρίλη του Αη Γιώργη, εκεί γύρω κατά την περίοδο του Πάσχα, ξέλαμπρα, θα ξεκειτούσαν, δηλ θα ξεσηκώνονταν για να κατηφορίζουν σιγά, σιγά στους κάμπους, στα χωράφια, στους κήπους, στους αμπελώνες και στα περβόλια τους.
Πολύτιμοι σύμμαχοι τα υποζύγια, όπου τότε οι έχοντες οικονομική άνεση, διέθεταν άλογα και μουλάρια και για τους λιγότερο εύπορους αρκούσε ένα ταπεινό γαιδουράκι. Πολλές φορές οι αγρότες της υπαίθρου, ήταν τόσο συντρεχτικοί, που ο ένας βοηθούσε στην μετακόμιση του άλλου, όπως συνήθως έκαναν και στην συγκομιδή. Με αλληλοβοήθεια και αλτρουιστική διάθεση, συμβίωναν και δούλευαν όλοι σκληρά για τον άρτο τον επιούσιο, δηλ για το καθημερινό ψωμί της οικογένειας.
Αξέχαστες εικόνες, ανεξίτηλα ζωγραφισμένες στην μνήμη μας, όταν από το ορεινό Ασφενδιού, μέχρι το Πυλί, την Αντιμάχεια, το Μαστιχάρι, την Καρδάμαινα και την Κέφαλο, ζωντανεύουν την μεταφορά και την μετακόμιση των γεωργών, που ήταν και ο βασικός κορμός της οικονομίας του νησιού μας. Για τους κτηνοτρόφους υπήρχε διαφορετικός τρόπος ζωής και σκληρής δουλειάς. Αντίθετα με τους γεωργούς, οι κτηνοτρόφοι αναγκάζονταν να κατέβουν στα ‘χειμαδιά,’ δηλ στους κάμπους για να ξεχειμωνιάσουν. Επειδή τον Χειμώνα, τα βουνά ήταν συνήθως χιονισμένα και παγωμένα και η τροφή ήταν λιγοστή για τα αιγοπρόβατα. Έτσι στους πεδινούς κάμπους, τα ζώα μπορούσαν να βρουν τροφή πιο εύκολα
Ύστερα, ήρθε το άκαρδο χέρι της μετανάστευσης και πήρε μακριά τα πιο εργατικά, νεανικά χέρια. Άδειασαν τα χωριά μας, άδειασαν και οι καρδιές των κατοίκων τους. Ακολούθησε το τουριστικό ρεύμα, όπου οι νέοι προτίμησαν αντί την επίπονη δουλειά στους αγρούς που κληρονόμησαν, να γίνουν σερβιτόροι, κηπουροί, εργάτες, στα πολυπληθή Ξενοδοχειακά συγκροτήματα και τουριστικά καταλύματα.
Ο κάμποι στέγνωσαν, τα χωράφια χέρσωσαν, οι κήποι ξεράθηκαν και οι καλύβες, δηλ τα θερινά τσαρδάκια, εξαφανίστηκαν από την απέραντη εύφορη πεδιάδα της Κω που ‘όσους έθρεψε, δεν έθρεψε ούτε η Αίγυπτος’.
Όμως είναι παρήγορο το γεγονός, πως τελευταία πολλοί ασχολούνται ξανά, με την καλλιέργεια της Γης. Η οικονομική κρίση του 2009, η φονική πανδημία του2020 και οι τραγικές συνέπιες της, οδήγησαν πολλούς να εκμεταλλευτούν τα χωραφάκια και τα πολύτιμα κομμάτια γης, που κληρονομήσαν. Ας ευχηθούμε, οι πολλοί να γίνουν περισσότεροι και η μάνα Γη, να γίνει η τροφός για όλους.
Ξανθίππη Αγρέλλη