Το παλιό κόκκινο λεωφορείο, αγκομαχούσε πάνω στον κακοτράχαλο, ελικοειδή δρόμο του Ασφενδιού. Αυτές οι ‘κούρβες’ δηλ οι στροφές, το ταρακουνούσαν ενώ εκείνο ήταν γεμάτο με επιβάτες, που κατέβαιναν στη χώρα της Κω. Οι περισσότεροι από αυτούς που κατέβαιναν από το χωριό, γιατί ήθελαν να κάνουν τα αναγκαία ψώνια τους, όσα δεν τα έφερνε ο μπακάλης του χωριού τους, ήταν γεωργοί. Αυτοί οι άοκνοι λεσπέρηδες, φρόντιζαν να διορθώσουν μέσα στα Χαλουβαζιά, στην παλιά πόλη, εκεί στον σημερινό τουριστικό δρόμο της Απελλού, τα παλιά τους μηχανήματα ή τις γκαζιέρες μαγειρέματος. Άλλοι πάλι αγόραζαν καινούργια γκαζιέρα ή διάφορα ανταλλακτικά, γεωργικών μηχανημάτων.
Έτσι επέστρεφε το λεωφορείο γεμάτο με ψώνια και γεωργικά εργαλεία, λιπάσματα, μέχρι και σαμάρια για τα υποζύγια.
Υπήρχαν και πολλοί που ερχόταν για να δουν τα παιδιά τους, που πήγαιναν στο Γενικό Ιπποκράτειο Γυμνάσιο -Λύκειο, το μοναδικό που βρισκόταν σε όλο το νησί ή επισκέπτονταν τους συγγενείς τους, που είχαν παντρευτεί και είχαν μείνει στην όμορφη πόλη, τη χώρα του νησιού μας.
Το γεμάτο λεωφορείο με οδηγό τον αξέχαστο Δημήτρη Χαματζόγλου, κουβαλούσε επιβάτες αλλά και πολλά πεσκέσια. Ο αείμνηστος εισπράκτορας ο Σταμάτης Διακαναστάσης ή Χατζηκατές, άνοιγε τον αποθηκευτικό χώρο του παλιού λεωφορείου και έβγαζε δεκάδες δέματα.
Άλλα πάλι που ήταν τοποθετημένα στην οροφή του οχήματος, πάνω σε ειδική σχάρα, ανέβαινε με τη σκάλα, για να τα κατεβάσει και να τα παραδώσει σε όσους τα ανέμεναν με ανυπομονησία.
Τα πλεκτά καλάθια, ήταν σκεπασμένα με ένα λευκό τσουβάλι της ζάχαρης, ραμμένα γύρω, γύρω με το μίτο, τη χόντρη σχοινένια κλωστή, περασμένη στη σακοράφα. Και τι δεν περιείχαν αυτά τα καλάθια με τα πεσκέσια.
Από ελιές χαμάδες ή τσακιστές, κεφάλια με τυρί ή φρέσκες μακρόστενες μυζήθρες, μέσα από το τυροβόλι, μαγειρευτούς καραβόλους δηλ σαλιγκάρια γιαχνί. Είχαν και από μια μπουκάλα γάλα φρέσκο και μια μεγάλη ή μικρή νταμιτζάνα, με Ασφενδιανό γλυκό κρασί και μια με αγνό λάδι, από τους ελαιώνες του χωριού τους. Φυσικά περιείχαν πολλές πίττες λογιών, λογιών, χορτόπιτες, τυρόπιτες μαραθόπιτες και ζυμωτό, νόστιμο σταρένιο ψωμί. Σε χαρτονένια κιβώτια που ήταν δεμένα, υπήρχε πλούσιο περιεχόμενο, όπως σταφίδες, αμύγδαλα, καρύδια, ξερά σύκα, μέχρι φρεσκοκομμένα αγριόχορτα.
Τα διάφορα βάζα με μέλι βρίσκονταν ξεχωριστά, όπως και τα βάζα με το Κώτικο παραδοσιακό, γλυκό κουταλιού ντοματάκι.
Βέβαια τα Χριστούγεννα μέσα στα χαρτοκιβώτια, κρύβονταν ζωντανά η σφαγμένα κοκόρια, κοτόπουλα και γαλοπούλες, ενώ το Πάσχα σειρά είχαν τα σφαγμένα και τεμαχισμένα αρνιά ή κατσίκια. Όταν γίνονταν τα χοίρο-σφάγια στα μέσα του Φθινοπώρου, πάντα έστελλαν οι χωρικοί στους δικούς τους λίγο χοιρινό κρέας, λίγες μπουκιές, λίγη πηχτή, που την συνόδευαν με το ζωικό λίπος, τη φημισμένη χοιρινή γλίνα.
Όλα αυτά, έπρεπε να τα πάρουν αμέσως οι παραλήπτες, για να μην χαλάσουν. Ακόμη είναι ζωντανές οι εικόνες τους στη μνήμη μας, όταν τους βλέπαμε να περιμένουν πότε να ανοίξει το μεγάλο ποτρτ -μπαγκάζ του λεωφορείου. Μας έμεινε αξέχαστη επίσης και η παλιά Πλατεία, απέναντι στο ξενοδοχείο ‘Αλεξάνδρα’ όπου στάθμευαν τα λιγοστά λεωφορεία. Αλλά και ο σταθμός των λεωφορείων της Αντιμάχειας, με τους αξέχαστους οδηγούς τον Παπούλη και τον Νίκο Ανδρογιώργη, καθώς και τον Δαυίδ Παπαθωμά, ως εισπράκτορα του λεωφορείου.
Εκεί στην Πλατεία της μικρής νησιώτικης πόλης, απέναντι από του Κουνούπη τα υφάσματα, κοντά στο κομμωτήριο των αδερφών ‘Καριτά’ όπου έγινε το σημερινό ξενοδοχείο ‘Αλεξάνδρα’, σταματούσαν τα λεωφορεία όλων των χωριών. Εκεί υπήρχε αντίκρυ και ο φούρνος του Αντώνη του Δρόσου και πιο δίπλα ήταν το γενικό χονδρεμπόριο, του Χριστόδουλου του Σταματάκη, καθώς και το μπακάλικο του Ευθύμιου του Μαχαίρα. Ξεχύνονταν όλοι οι επιβάτες στην πόλη από το πρωί, για να τελειώσουν τις δουλειές τους και το μεσημέρι μαζεύονταν πάλι για την επιστροφή στο χωριό τους. Κάπου εκεί τριγυρνούσαν και οι πλανόδιοι με τον ταβά ή τα καροτσάκια τους, γεμάτα ζαχαρωτά και ξυροκάρπια, όπως ο γραφικός Τσικόνιας και ο χαρακτηριστικός ο Αντωνάκης ο Σαλαχώρης, το (τσουνί), όπως τον έλεγαν, που ήταν πάντα εκεί στην ώρα τους.
Συνήθως το καλοκαιράκι ο ένας πουλούσε σε μια γωνιά, γλυκά μήλα, βουτηγμένα στο σιρόπι και ο Αντωνάκης τα φημισμένα παγωτά του αξέχαστου, μοναδικού ζαχαροπλάστη Ιμπραήμ Φαναρτζή.
Τα παιδιά που πήγαιναν κάτω στο ενιαίο Γυμνάσιο – Λύκειο της Κω, ερχόταν φορώντας τα θρυλικά πηλίκια τα αγόρια και τις ομοιόμορφες μπλε ποδιές τα κορίτσια, για να πάρουν ό,τι περίσσευμα τους έστελλαν οι γονείς τους, από το φτωχικού υστέρημα τους. Ας μην ξεχνάμε ότι μερικοί μαθητές και μαθήτριες, νοίκιαζαν δωμάτια στην πόλη της Κω, μέχρι να τελειώσουν το τότε Γυμνάσιο-Λύκειο. Μαζεύονταν δυο- τρεις σπουδαστές και έβαζαν ρεφενέ πληρώνοντας το ενοίκιο του σπιτιού ως συγκάτοικοι. Αυτό συνέβαινε πριν το ΚΤΕΛ βάλει καθημερινή, τακτική γραμμή για τα χωριά, όπου πηγαινοέρχονταν τα παιδιά και φυσικά πριν χτιστούν τα νέα εκπαιδευτικά κτήρια της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης σε μερικά χωριά.
Αυτοί οι μαθητές, που με τόση ταλαιπωρία πηγαινοέρχονταν, από το Ιπποκράτειο Γυμνάσιο και Λύκειο σήμερα είναι επιφανείς γιατροί, δικηγόροι, πρυτάνεις Πανεπιστημίων, καθηγητές, δάσκαλοι και άλλοι επιτυχημένοι έμποροι και επιχειρηματίες, που λαμπρύνουν το άλμπουμ των ξεχωριστών αναμνήσεων μας, με την παρουσία και την πρόσφορα τους στην πατρίδα τους, την Κω.
Η συνήθεια να στέλλουν πεσκέσια οι χωρικοί στους δικούς τους, δεν υπήρχε μόνο στα φιλόξενα νησιά μας. Απλά τη συναντάμε σε όλη την Ελλάδα, μέχρι και σήμερα. Μια φωτογραφία από το σταθμό Λαρίσης, απηχεί την σημερινή κοινωνική κατάσταση, όπου τα χωριά στηρίζουν ακόμα τους συγγενείς και φίλους, τους κατοίκους της πυκνοκατοικημένης πρωτεύουσας.
Επίσης η ανταλλακτική οικονομία, που σύντομα αντικαταστάθηκε με τα κέρματα τα χαρτονόμισμα, τις Τραπεζικές επιταγές και τις πλαστικές κάρτες συναλλαγής, ήταν ζωντανή πραγματικότητα, ιδίως κατά την μεταπολεμική περίοδο. Τότε όταν οι γυρολόγοι περνούσαν από τις γειτονιές στα χωριά, δεν πληρώνονταν με χρήμα, αλλά με δυο τρία αυγά, με κοτόπουλα, με ένα μπουκάλι λάδι ή κρασί, με λίγα καρύδια, αμύγδαλα, σταφίδες και ξερά σύκα.
Ωστόσο, αυτή η οικονομία στήριξε την Ελλάδα, σε δύσκολους και εύκολους καιρούς. Τα πεσκέσια με τα λεωφορεία από τα διάφορα χωριά της Ελλάδος για τους συγγενείς και φίλους, που εγκαταστάθηκαν στις πόλεις προκαλώντας ασφυξία με την αστυφιλία τους, δεν σταμάτησαν να έρχονται. Αυτή είναι η σωτήρια τονωτική ένεση, σε κάθε καιρό οικονομικής κρίσης όπου ο αγώνας επιβίωσης είναι σκληρός. Ωστόσο με σύμμαχο την αλληλεγγύη και την συντρεκτικότητα των κατοίκων, συγγενών και φίλων, των χωριών προς τις πόλεις ο αγώνας αυτός γίνεται πιο υποφερτός.
Για αυτό μπορούν όλοι να βασίζονται και να ελπίζουν στην ανθρωπιά, των χωρικών, των απλοϊκών και αγνών κατοίκων, της Ελληνικής υπαίθρου.
Ξανθίππη Αγρελλη 17/10/2020