Το χαμηλόκτιστο σπίτι ξεχώριζε από την πέτρινη καπνοδόχο του, που έστελλε λευκές κορδέλες καπνού, στον μαυρισμένο Χειμωνιάτικο, μουντό ουρανό. Έξω λυσσομανούσε ο βοριάς, με το ψιλοβρόχι να παγώνει τον τρομαγμένο κοκκινολαίμη, που κούρνιαζε στις φυλλωσιές των θάμνων.
Έκαιγε η παρασκιά και στο κουμούλι γύρω- γύρω, καθόταν τα παιδιά. Με το φως της λάμπας πετρελαίου, το μεγαλύτερο παιδί διάβαζε για τα αδέρφια του, τα Χριστουγεννιάτικα διηγήματα του Παπαδιαμάντη. Δεν τους περίσσευαν λεφτά, για να τ’ αγοράσουν και δανείστηκαν το βιβλίο από το μονοθέσιο Σχολειό τους. Έπρεπε να περπατούν από το ξημέρωμα αρκετές ώρες δρόμο, με φθαρμένα παπούτσια και ρούχα, για να φτάσουν στο Σχολειό του χωριού. Η μάντρα με τα προβατάκια της, και το φτωχικό τους σπίτι, ήταν πολύ μακριά.
Ο μοναδικός δάσκαλος, δίδασκε τα παιδιά έξι ώρες την ημέρα. Κάθε ώρα, αντιστοιχούσε και σε μια τάξη. Έτσι τα παιδιά μάθαιναν την ύλη όλων των τάξεων. Ήταν μικρό εκείνο το Σχολείο, στο χωριό και τα στενά χωμάτινα δρομάκια του, τα περνούσαν καθημερινά τα λιγοστά παιδιά που διψούσαν για μάθηση.
Ο μικρός Κωστής, η Ελενίτσα, ο Δημήτρης, η Μαρία, ο Γιωργάκης, η Κατερίνα, δεν έχαναν ούτε μια μέρα από τα αγαπημένα τους μαθήματα.
Εκεί στο Σχολειό διάβαζαν και έπαιζαν στην μικρή αυλή, που ήταν παράλληλα και η αυλή της Εκκλησίας της Παναγιάς.
Ώσπου ήρθαν οι Χριστουγεννιάτικες διακοπές και τα παιδιά χαρούμενα απάγγειλαν τα γιορτινά ποιήματα τους. Για δυο βδομάδες θα αποχωρίζονταν τα φιλαράκια τους, το τσίγκινο κουβαδάκι, την καστανιά και το εμαγιέ κατσαρολάκι, που τους έβαζε ο Σχολικός επιστάτης ο Πέτρος, το ζεστό γάλα, από το συσσίτιο, ακολουθούμενο με ένα κομμάτι κίτρινο τυρί του γκαζοντενεκέ.
Χαρούμενα πέταξαν τα βιβλία, στην άκρη του ξύλινου τραπεζιού και μόλις το ημερολόγιο έδειξε παραμονές των μεγάλων Γιορτών, ξεχύθηκαν στις γειτονιές με ένα αυτοσχέδιο σιδερένιο τριγωνάκι. Φόρεσαν και τα χοντρά παλτά τους, τους πλεκτούς σκούφους και τα γάντια, που τους έπλεξε η γιαγιά. Έψαλλαν τα Κάλαντα, παρέες- παρέες και από πόρτα σε πόρτα, ενώ οι μελωδικές παιδικές φωνές τους ζωντάνευαν το σιωπηλό ορεινό χωριό.
Θα μοιράζονταν στο τέλος κατά το σούρουπο, μερικές τρύπιες δεκάρες, λίγα αυγά και πολλά σπιτικά γλυκίσματα.
Στο ζεστό, πέτρινο σπιτάκι, σε μια γωνιά για γιορτινό Χριστουγεννιάτικο δεντράκι, έστεκε ένα κλαδάκι από κυπαρίσσι. Ήταν φορτωμένο με μύγδαλα και καρύδια, τυλιγμένα στο ασημόχαρτο της καραμέλας και της σοκολάτας. Κάτω στη ρίζα του η κάρτα των ξενιτεμένων με την Θεία Γέννηση του Χριστού. Πουθενά δεν υπήρχαν τα συνηθισμένα δώρα.
Δεν περίσσευαν λεφτά ούτε για παιχνίδια. Λίγες πάνινες κούκλες και μπάλες, λίγα θρύψαλα από σπασμένα πιατικά, γίνονταν πολύτιμο σερβίτσιο φαγητού, στο φανταστικό παιχνίδι.
Το τσέρκι αρκούσε, ώστε ένα στεφάνι από παλιό βαρέλι και ένα κομμάτι σίδερο, να τρέχει και να διασκεδάζει τους μικρούς παίχτες, ως τα πέρατα της γης. Άλλοτε πάλι ένα χαρτονένιο καραβάκι, τους ταξίδευε σε φουρτουνιασμένες θάλασσες, σε απέραντους ωκεανούς και σε χώρες μακρινές. Έτσι όπως τις μάθαιναν στο μάθημα τις Γεωγραφίας και με διάπλατα μάτια, τις εντόπιζαν στον Παγκόσμιο χάρτη, του Άτλαντα.
Έπεφτε νωρίς το σκοτάδι και η μάνα έπρεπε να έχει έτοιμο, εκτός από το γάλα και βραστικό από αλεσφακιά ή από σάψυχο, για να ζεσταθούν όλοι. Λίγο σπιτικό ψωμί, βγαλμένο από το φούρνο του Σαββάτου και αλειμμένο με τη γλίνα από τα τελευταία χοιροσφάγια, μερικές ελιές και έτοιμο το δείπνο.
Ο πατέρας, μόλις είχε γυρίσει από το καφενεδάκι του μπάρμπα Γιάννη. Κρατούσε γλυκές καραμέλες ή λουκούμια, που ήταν τα κέρδη του από το βραδινό τάβλι με τους λεσπέρηδες, δηλ τους (γεωργό -κτηνοτρόφους) φίλους του. Τα κρύα βράδια του Χειμώνα, στις αποσπερίδες, εκτός από το τζάκι που έκαιγε ξερόκλαδα, η πραγματική ζεστασιά βρισκόταν στην καρδιά της οικογένειας. Οι γιορτές θα περνούσαν όχι στερημένα, αλλά με τα απαραίτητα. Ο πάππους έλεγε με σοφία πως ‘με την αγάπη και την ομόνοια της οικογένειας, τα λίγα γίνονταν πολλά.’
Ο καλοθρεμμένος κόκορας στην αυλή, θα πρωταγωνιστούσε στο οικογενειακό και συγγενικό τραπέζι. Ξεροψημένος, γεμιστός, νόστιμος, βγαλμένος από τον σπιτικό ξυλόφουρνο.
Το σπιτικό, Χριστόψωμο και η Βασιλόπιτα της μαμάς, μαζί με τους παραδοσιακούς κουραμπιέδες, τα φοινίκια ή μελομακάρονα και τις μελωμένες δίπλες, θα επιβράβευαν την νοικοκυροσύνη και την μαγειρική της τέχνη.
Ξημέρωσε η 25 η του Δεκέμβρη. Χριστούγεννα αχάραγα, και οι γλυκόλαλες καμπάνες των Εκκλησιών, καλούσαν τους πιστούς να ευλογηθούν με τη Θεία Γέννηση του Χριστού.
‘Ξυπνήστε Χριστιανοί, η Εκκλησία αρχίνισε και ο παπάς δεν θα μας περιμένει.’ Έλεγαν οι γειτόνοι και χτυπούσαν τις πόρτες των συγχωριανών τους, για να είναι έτοιμοι όλοι και να προλάβουν τα χαράματα την Εκκλησία.
Ήρθαν τα ευλογημένα Χριστούγεννα και η κάθε οικογένεια θα βάλει τα καλά της ρούχα, φρεσκοπλυμένα και καλό σιδερωμένα με το σίδερο τον καρβουνιάρη και θα πάει με το ξημέρωμα ως την Εκκλησιά.
Ένα ανθρώπινο ποτάμι, κρατώντας κεριά αναμμένα θα ανηφορίσει το πέτρινο μονοπάτι, για να φτάσει ως την πετρόχτιστη αιωνόβια Εκκλησία. Εκεί μπροστά στην εικόνα της Παναγιάς, θα ακουστούν οι ικεσίες, οι προσευχές και οι δεήσεις, μαζί με τους πιο μελωδικούς ύμνους, στο αναλόγιο των ψαλμωδών. ‘Χριστός γεννάτε δοξάσατε’. Θα μοσχοβολά το ευωδιαστό θυμίαμα και θα λαμποκοπούν τα μανουάλια, από τα αναμμένα κεριά, μπροστά στο εικονοστάσι.
Όλο το χωριό μια οικογένεια, μια αγκαλιά αγάπης, πλημμυρισμένη με ευχές.
Την Πρωτοχρονιά, η γλυκόλαλη καμπάνα από το χιονισμένο πανύψηλο καμπαναριό, θα καλέσει ξανά τους πιστούς του χωριού, να βάλουν τα καλά τους ρούχα και να πάνε στην Εκκλησία. Ύμνοι και Ευχές θα ακουστούν και πάλι στην Βυζαντινή εκείνη ιστορική Εκκλησιά.
Ύστερα ο αφέντης θα κάνει το ‘ποδαρικό’, κρατώντας μια Εικονίτσα του Χριστού και της Παναγιάς και σπάζοντας ένα ρόδι, στην καλό ασπρισμένη είσοδο του χαμηλόκτιστου, φτωχικού σπιτιού.
Η νοικοκυρά, σύμφωνα με το έθιμο, θα τον υποδεχτεί μαζί με τα παιδιά.
Θα κάνει το ‘κλου’, σκορπώντας στο πάτωμα εκτός από λίγα κέρματα, μερικά καρύδια και αμύγδαλα, για την άφθονη καρποφορία του χρόνου.
Και όταν θα κόψουν τη Βασιλόπιτα, μετά το γιορτινό, πρωτοχρονιάτικο τραπέζι, όποιος θα ήταν ο τυχερός που θα εύρισκε το κρυμμένο μισό-φράγκο, για επιβράβευση, θα είχε ένα γλύκισμα παραπάνω, από μελομακάρονα ή κουραμπιέδες.
Μετά από λίγες μέρες όταν ο παπάς θα κάνει τον Μικρό Αγιασμό, θα Αγιάσει τις αυλές και τα χωράφια, θα μπει μέσα στα σπίτια και φεύγοντας θα ραντίσει τα ζωντανά και το πηγάδι του σπιτιού. Τα Φώτα όλοι θα νηστέψουν, για να πιουν στην Εκκλησιά το Μεγάλο Αγιασμό.
Το βράδυ θα γευτούν τους ολόγλυφους μαρμαρίτες, ψημένους στο καυτό μάρμαρο. Μέχρι την άλλη μέρα που ο Αι Γιάννης, θα τραβήξει την αυλαία και θα κλείσει το λαμπερό, γιορταστικό Δωδεκαήμερο των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς.
Όμορφα χρόνια, νοσταλγικά, χωρίς τηλεόραση, με ένα παλιό ραδιόφωνο με λυχνίες, χωρίς ενοχλητικά τηλέφωνα, εκτός από το μοναδικό στον καφενέ του χωριού. Χωρίς ηλεκτρονικούς υπολογιστές και διαδίχτυα, να μπερδεύουν στα ‘δίχτυα’ τους, ανθρώπους και καταστάσεις και να δημιουργούν χιλιάδες προβλήματα. Όμορφα χρόνια, που πέρασαν μέσα στο ανελέητο ρυάκι του χρόνου και άφησαν ανεξίτηλα τα σημάδια τους, στους τυχερούς. Σε όσους πρόλαβαν και τα έζησαν στα χωριά, αλλά και στις πόλεις, πριν η πικρή μεταπολεμική, οικονομική μετανάστευση, αδειάσει την γεμάτη ζωντάνια Ελληνική ύπαιθρο χώρα.
Χρόνια Πολλά - Καλές Γιορτές με Υγεία
Ξανθίππη Αγρέλλη - (22/12/ 2020)