Ο Νοτιάς αγριεμένος όσο ποτέ, παρέα με το ψιλοβρόχι λυσσομανούσε εκείνο το μεσημέρι. Βάλθηκε με τη μανία του να με πετάξει από το ποδήλατο, όσο εγώ επέστρεφα από το Ιπποκράτειο Γυμνάσιο στο σπίτι μου.
Η ομπρέλα μου, αφού έδωσε έναν άνισο αγώνα με τον δυνατό αέρα, εκείνος την πήρε και την σήκωσε ψηλά, για να την προσγειώσει μπροστά στην πλατιά είσοδο της Δημοτικής Αγοράς. Είχα σκοπό να σταματήσω εκεί, αλλά με πρόλαβε ο παλιόκαιρος. Καθημερινά αγόραζα του κόσμου τα καλά, από εκείνη την παλιά και μεγάλη Δημοτική Αγορά.
Πραγματικό στολίδι το υπέροχο Ιταλικό κτίσμα, βρίσκεται για πολλά χρόνια, στη μέση της κεντρικής Πλατείας του νησιού, σκεπασμένο με διάφανο υλικό, για να προστατεύει εμπόρους και καταναλωτές από τα τερτίπια του καιρού.
Στην πίσω πλευρά είχε άλλη μια ευρύχωρη θύρα εξόδου, για επισκέπτες και παραγωγούς.
Ταξιδεύω πίσω στο χρόνο και ξαναζώ την παλιά Δημοτική Αγορά.
Γύρω - γύρω, ήταν παρατεταγμένοι οι ξύλινοι πάγκοι και στη μέση μια μαντεμένια βρύση, που ξεδιψούσε πελάτες και μανάβηδες.
Γιατί η Αγορά εκείνη, ήταν κυρίως για μαναβική, με κάθε λογής φρούτα και λαχανικά.
Στους φορτωμένους πάγκους και με όλα τα αγαθά βγαλμένα από τα σπλάχνα της εύφορης Κω, ήταν απλωμένοι όλοι οι θησαυροί της γης. Αυτούς που καθημερινά κουβαλούσαν οι φορτοεκφορτωτές με τα υποζύγια ή αργότερα με τα φορτηγά αυτοκίνητα.
Στις καμάρες και τους εξωτερικούς αψιδωτούς χώρους, υπήρχαν δυο-τρία κρεοπωλεία όπως του Πουλιού και του Χατζηαντωνίου και ψαροπολεία, όπως των αδελφών Λέγγου.
Αυτούς που πρόλαβα τους αναφέρω. Ψάρια πωλούσαν και οι ψαράδες στην προκυμαία του λιμανιού, όπως οι αδελφοί Κοντοβερού, ο Βασίλης ο Κοντός, ο Καίσαρλης, ο Χόνδρος, ο Πίττας, ο Καλαητζής και αργότερα οι αδελφοί Μητσάτσου.
Στην είσοδο της Αγοράς, ήταν μαζεμένοι όλη μέρα οι ακούραστοι βιοπαλαιστές, με τα ξύλινα καροτσάκια τους. Θυμάμαι την πάντα χαμογελαστή Φωτεινή Θαλασσινού, να φτιάχνει χωνάκια από εφημερίδα γεμάτα ηλιόσπορο, με μισή δραχμή. Την κυρά του Ξυπολιτά, την επονομαζόμενη ‘Μαευτήτε’ να πουλάει καραμελωμένα μήλα και μιαν άλλη Οθωμανή, που αμυδρά την θυμάμαι.
Ήταν και ο Στέργος ο Καλούδης, που αργότερα πήγε στην Πλατεία των Δελφινιών μπροστά στο Γ’ Δημοτικό Σχολείο, το Αζίλο. Σε άλλη θέση βρισκόταν και ο Ανάστασης ο Χόνδρος, εκεί στην Καζέρμα.
Χαρακτηριστικές φιγούρες απέναντι από την Αγορά και γύρω από τους αψιδωτούς χώρους στο Τζαμί, ήταν και οι λούστροι, με τα ξεχωριστά μπρούτζινα ή ξύλινα κασελάκια τους.
Πρόλαβα τον Κώστα, ‘το καμπουράκι’ όπως τον έλεγαν. Αυτοί ολημερίς με ένα φράγκο, μια δραχμή, έβαφαν ή γυάλιζαν κυρίως τα ανδρικά παπούτσια.
Η Δημοτική Αγορά, συγκέντρωνε όλη την μεταπολεμική ζωή της Κω. Ακόμη και από τα χωριά κατέβαιναν οι πελάτες για να εξυπηρετηθούν. Έδεναν τα υποζύγια τους στο γνωστό Χάνι, το σημερινό Λαογραφικό Μουσείο και ξεχύνονταν για τα απαραίτητα ψώνια τους. Περνούσαν πρώτα από τα φαναρτζίδικα, τα σιδεράδικα, τα σαμαρτζίδικα και τα φανοποιεία, στα παλιά Χαλουβαζιά, την σημερινή τουριστική οδό Απελλού. Ύστερα κατέληγαν, στην πλούσια Δημοτική Αγορά της Κω.
Απέναντι από την Δημοτική Αγορά, υπήρχε μπροστά στο πλούσιο σε αρχαία εκθέματα Μουσείο της Κω, το περίπτερο της Λούπενας.
Στην πίσω πλευρά κοντά στην Εκκλησία της Αγίας Παρασκευής, βρισκόταν άλλο ένα περίπτερο. Λίγα μέτρα πιο πέρα επί της 25ης Μαρτίου, ήταν το περίπτερο του αξέχαστου γείτονα μου του Θοδωρή Σταματάκη. Υπήρχαν επίσης δυο άλλα περίπτερα, αυτό του ανάπηρου πόλεμου του αείμνηστου Ηλία Ζαχαρίου και των Ξυπολιτά - Μαρκόγλου.
Αυτά βρισκόταν στην παραλιακή οδό Ακτή Κουντουριώτη, μπροστά στο λιμάνι και δίπλα στην ξακουστή Κλινική του φημισμένου μοναδικού, γενικού γιατρού και χειρουργού, του αείμνηστου Θεόφιλου Πέρου.
Καθημερινά κατέβαινα με το ποδήλατο μου, για να αγοράσω πότε πορτοκάλια και μανταρίνια από τα περβόλια του γιατρού του Κώστα Χατζηθεμηστοκλή, που τα είχε στον πάγκο του ο Γιώργος ο Χατζημιχάλης, πότε λάχανα για νόστιμους λαχανοντολμάδες, από τον πάγκο του Τρουμούχη, πότε πατάτες από τον πάγκο του Τρούμπα, πότε κρεμμύδια από τον Λάμπρο τον Παμπρή και σκόρδα από τον τελευταίο πάγκο του Μαραβέλια.
Γύρω υπήρχαν και άλλοι πάγκοι με φρούτα και λαχανικά ανάλογα την εποχή, όπως του Σταματιάδη, του Καλυμιαναρή, του Καίσερλη, του Μάρκου και αργότερα του Νέγρου.
Όταν ήταν μικρά τα παιδιά μου, πρόλαβα και τους γνώρισα την παλιά Δημοτική Αγορά.
Τα έπαιρνα συχνά μαζί μου να για να προλάβουν να γνωρίσουν αυτό το θαύμα της μοναδικής ζωντανής Αγοράς, του νησιού μας. Μοσχοβολούσαν τα ντόπια απίδια μέσα στο κατακαλόκαιρο και τα μελωμένα πεπόνια, παρέα με τα ολόφρεσκα πρώιμα σύκα, τις λεγόμενες μπρονοφίδες.
Δροσιά ατελείωτη τα καρπούζια, οι πληζίνες, γέμιζαν τους πάγκους, μαζί με τα σταφύλια από τους αμπελώνες του Χατζημανώλη. Φυσικά δεν έλλειπαν και οι κατακόκκινες ντομάτες, μέσα στα γεμάτα καφάσια, όσες δεν πήγαιναν στα εφτά, ενεργά εργοστάσια Τοματοπελτέ της Κω.
Η Δημοτική Αγορά έθρεψε κόσμο και κοσμάκη, τα πρώτα χρόνια της δύσκολης και στερημένης μεταπολεμικής εποχής του 50 και του 60, πριν ξεκινήσει η μετανάστευση. Το άκαρδο χέρι της οικονομικής μετανάστευσης, άδειασε πόλεις και χωριά και μαζί τις καρδίες των νησιωτών μας.
Αξέχαστοι θα μείνουν και οι εποχιακοί μικροπωλητές και παραγωγοί γεωργό- κτηνοτρόφοι, που συνωστίζονταν γύρω από την μεγάλη Δημοτική Αγορά.
Υπήρχαν μικροί πλανόδιοι πωλητές, παραγωγής μελιού και άλλοι που ανάλογα την εποχή άλλαζαν. Τα Χριστούγεννα κουβαλούσαν από τα χωριά φρέσκα αυγά, ζωντανές κότες, κοκόρια και γαλοπούλες και τα πωλούσαν κάτω από τις καμάρες.
Το Πάσχα έφερναν κυρίως από την μακρινή Κέφαλο, τυριά, φρέσκιες μυζήθρες, κρασσοτύρι της πόσσας, φρέσκα αυγά, μαζί με ζωντανά κατσίκια και αρνιά.
Το Φθινόπωρο οι παραγωγοί, έφερναν και πωλούσαν, κρασί ή ελαιόλαδο λάδι, ελιές πράσινες για τσακιστές και μαυρομάτικες χαμάδες, από τους απέραντους ελαιώνες του Ασφενδιού, καθώς και των άλλων χωριών.
Επίσης γύρω από το κτήριο της παλιάς Δημοτικής Αγοράς, υπήρχαν ο Λεωνίδας ο Καβουρμάς, ο μπαρμπέρης και ένας Οθωμανός τσαγκάρης ή παπουτσής, που έπαιρνε παραγγελίες για χειροποίητα υποδήματα και σανδάλια ή για επιδιορθώσεις παπουτσιών.
Ο ίδιος έφτιαχνε και τις δερμάτινες μπότες, τα περίφημα στιβάλια των κτηνοτρόφων.
Φυσικά εκεί γύρω υπήρχαν πολλά παραδοσιακά εστιατόρια, η ψαροταβέρνα του Τουρκομανώλη, του Κεφάλα και το πατσατζίδικο του Γρηγοριάδη, όπως και το μπακάλικο του Παρβέρη. Υπήρχε επίσης το γαλακτοπωλείο του Οθωμανού του Βολακά, με το γευστικότατο ντόπιο γιαούρτι. Λίγο πιο κάτω στην πίσω μεριά του Μουσείου, στην Πλατεία Καζούλη, ήταν το θρυλικό ζαχαροπλαστείο του Τσιβρινή, με τα αξέχαστα στρογγυλά μπακλαβαδάκια του.
Επίσης απέναντι από την Αγορά, υπήρχε ο φούρνος του Χατζηπέτρου και ένα ποδηλατάδικο των αδελφών Χατζηπαναγιώτη. Αυτό στην αρχή πωλούσε και επισκεύαζε ποδήλατα, αργότερα δε τα ενοικίαζε.
Στους παράπλευρους δρόμους επί της Ιπποκράτους και Βασιλέως Παύλου, υπήρχαν τα πρώτα ραφτάδικα και παπουτσίδικα. Τα ραφτάδικα, δηλ μοδίστρες για τις γυναίκες, και φραγκοράφτες για τους άνδρες, έδωσαν την αφορμή στον αξέχαστο Ρεήση, να ανοίξει το ψιλικατζίδικο του.
Η χαρά της νοικοκυράς, ήταν για πολλά χρόνια επί της Ιπποκράτους, (στη Χαντάκα), εκείνο το μαγαζάκι που προμήθευε τις γυναίκες του νησιού μας από όλα τα υλικά ραπτικής και εργόχειρου, όπως κουμπιά, κλωστές κλπ.
Με τον καιρό όπως όλα αλλάζουν, άλλαξε και η χρήση της Δημοτικής Αγοράς. Οι παλιοί ένοικοι που δούλευαν ολημερίς χωρίς ωράρια Κυριακές και Σχόλες, έφυγαν από τη ζωή. Σταδιακά τα συνήθη εμπορεύματα με φρούτα και λαχανικά, αντικαταστάθηκαν από τα τυποποιημένα ή ντόπια παραδοσιακά προϊόντα, αποξηραμένα ή φρέσκα φρούτα, τα μπαχαρικά, τους ξηρούς καρπούς, τα γλυκά κουταλιού, όπως το ντοματάκι, τουριστικά είδη και άλλα.
Το καλαίσθητο και λειτουργικό Ιταλικό κτίσμα, με τις καμάρες και τα σκαλιστά τσαμπιά από σταφύλια στην αψιδωτή πρόσοψη του, παρήκμασε.
Μαζί του παρήκμασε και χάθηκε, μια άλλη ξεχωριστή εποχή της Κω. Τώρα φιλοξενεί εδώ και πάνω από μια δεκαετία, επαγγελματίες που έχουν ιδρύσει Συνεταιρισμό ή πωλούν προϊόντα για περιηγητές, δηλ είδη τουριστικού ενδιαφέροντος.
Σήμερα οι έμποροι προτιμούν να εκθέτουν τα γεωργικά και άλλα προϊόντα τους, σε υπαίθριους χώρους. Οι περισσότεροι συγκεντρώθηκαν στην γνωστή θέση, δίπλα στον μεγάλο περιφερειακό δρόμο των Παλαιών Πολεμιστών.
Προσπαθώ να ξαναθυμηθώ εκείνη την ασταμάτητη κίνηση της Αγοράς, να ξαναζήσω την ζωντάνια της Πλατείας Ελευθερίας και των καφενέδων, που διατηρούνται μέχρι και σήμερα.
Σαν ζωγραφιά ανεξίτηλα χαραγμένη, έμεινε στο μυαλό μου η παλιά Δημοτική Αγορά. Σαν ένας πολύχρωμος πίνακας που αρνείται να ξεθωριάσει στο πέρασμα του χρόνου.
Γιατί όσο και αν ταξίδεψα σε άλλα νησιά, σε άλλα μέρη μακρινά, τη Δημοτική Αγορά της Κω πουθενά δεν την συνάντησα.
Υ.Γ. Ζητώ συγνώμη από όσους ξέχασα να αναφέρω. Παρακαλώ όσοι θέλουν επώνυμα στα σχόλια να προσθέσουν κάποιον ή να διορθώσουν κάτι, είναι ευπρόσδεκτοι.
Ξανθίππη Αγρέλλη