Είναι μια έναστρη καλοκαιρινή βραδιά του Αυγούστου το 2004, μετά την παραζάλη και τον θρίαμβο των Ολυμπιακών αγώνων.
Στο Ribas της Βάρκιζας, ο Τόληs Βοσκόπουλος συμπράττει με τον Βασίλη Καρρά σε ένα ντουέτο που φέρνει σωρηδόν τον κόσμο στο μαγαζί.
Μια αντροπαρέα δώδεκα ατόμων, που αποτελείται από μουσικούς, δημοσιογράφους και τραγουδιστές, κάθεται σε ένα από τα πρώτα τραπέζια του νυχτερινού κέντρου.
Ο Βασίλης Καρράς που γνωρίζει κάποιους από την παρέα, δίνει κάποια στιγμή το μικρόφωνο σε έναν θαμώνα που είχε τρέλα να τραγουδάει και κάθεται στο τραπέζι της αντροπαρέας.
Του βάζουν αμέσως ένα ουίσκι και την ώρα που πάει να πιάσει το ποτήρι, αυτό γλιστράει και το περιεχόμενο του προσγειώνεται στο παντελόνι ενός δημοσιογράφου.
Προτού προλάβει να πει κάτι, ο Καρράς του λέει: «Σε έβρεξα αγόρι μου ή κατουρήθηκες;» ενώ ταυτόχρονα τον αγκαλιάζει χωρίς να τον ξέρει.
Η παρέα ξεσπάει σε γέλια, ο Βασίλας όπως τον έλεγαν από τότε, τους χαιρετάει και σηκώνεται λέγοντας: «Κάτσε να πάρω το μικρόφωνο από αυτόν, γιατί θα φύγει ο κόσμος…».
Ο κόσμος δεν έφυγε φυσικά, έφυγε όμως χθες αυτός ο μεγάλος λαϊκός τραγουδιστής που έγραψε την δική του πολύ ξεχωριστή διαδρομή.
Μια διαδρομή γεμάτη από ιστορίες μικρές ή μεγάλες που έχτισαν το μύθο του, όλες αυτές τις δεκαετίες.
Το απόθεμα και η προσφώνηση
Ο Βασίλης Καρράς αγαπούσε τη νύχτα. Του άρεσε να βγαίνει έξω συχνά μαζί με φίλους του και να πηγαίνει να βλέπει συναδέλφους του.
Στο αυτοκίνητο του, είχε πάντα στο πορτμπαγκάζ ένα κιβώτιο με το αγαπημένο του ουίσκι.
Σε όποιο κέντρο και αν πήγαινε, ο μετρ έβγαινε έξω και έπαιρνε από το κιβώτιο μια φιάλη, η οποία πήγαινε στο τραπέζι του Καρρά και της παρέας του.
Αν τελείωνε, ο Βασίλης έλεγε στον μετρ να φέρει ένα μπουκάλι από το «απόθεμα», όπως το αποκαλούσε.
Δεν του άρεσε ποτέ να τον λένε κύριο, ειδικά τα νέα παιδιά και αυτό θυμήθηκε ένας από τους χιλιάδες θαυμαστές που τον αποχαιρέτησαν χθες.
Μόλις του έδωσε το χέρι και τον αποκάλεσε «κύριε Καρρά» ο τραγουδιστής του είπε: «Κεριά και λιβάνια, πιτσιρίκο. 'Η θα με λες Βασίλη ή σκύλο. Κατάλαβες;»
Το βουνό και ο θαμώνας
Είναι ένα χειμωνιάτικο βράδυ στο «Έναστρον», όπου ο Καρράς εμφανίζεται με τον Γιώργο Μαζωνάκη.
Σε ένα από τα πρώτα τραπέζια, κάθεται γνωστός επιχειρηματίας με την παρέα του και όταν ο Καρράς τραγουδάει το «Επιλογή μου», αρχίζει να στέλνει όλες τις λουλουδούδες του μαγαζιού στην πίστα ξανά και ξανά.
Μέσα σε τρία λεπτά τα λουλούδια έχουν φτάσει στη μέση του Καρρά, οποίος κοιτάζει τον επιχειρηματία με χαμόγελο λέγοντας του από το μικρόφωνο: «Φτάνει ρε».
Αυτός γελάει, αλλά δεν σταματάει να στέλνει τα κορίτσια στην πίστα και οι δίσκοι με τα λουλούδια φτάνουν στο στήθος του τραγουδιστή που τον κοιτάζει και λέει: «Θα σταματήσω, άμα το συνεχίσεις!».
Ευτυχώς που τελείωσε το τραγούδι έλεγαν κάποιοι μετά, γιατί αν είχε μισό λεπτό ακόμη ο Βασίλης θα είχε καλυφθεί από τους δίσκους ολόκληρος.
Στην πίστα παρατηρούσε τα πάντα και ένα βράδυ σε μια παρέα ξεχώρισε μια κοπέλα που παρακαλούσε τον φίλο της να χορέψει ένα ζεϊμπέκικο.
Αυτός δεν της έκανε το χατήρι όλο το βράδι και όταν τις μικρές πλέον ώρες ο Καρράς τραγούδαγε Στράτο και Στέλιο, ο θαμώνας αποφάσισε να ανέβει στην πίστα.
Ο Βασίλης που θυμόταν την κοπέλα να τον παρακαλάει, κάνει με το χέρι του νόημα στην ορχήστρα να σταματήσει.
«Μπα; Τώρα ρε θυμήθηκες να χορέψεις; Τόση ώρα σε παρακάλαγε το κορίτσι και το έπαιζες βαρύς κι ασήκωτος. Τώρα θα κάτσεις κάτω…».
protothema.gr