Νέο «γαλάζιο» αντάρτικο στην ΚΟ της Νέας Δημοκρατίας, καθώς 11 βουλευτές του κυβερνώντος κόμματος κατέθεσαν, την Τετάρτη (04/11), επίκαιρη ερώτηση προς τον Υπουργό Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Σταύρο Παπασταύρου, για το κόστος του ρεύματος.
Σε συνέχεια των ερωτήσεων για τα «κόκκινα δάνεια » και τις αγορές ακινήτων σε ακριτικές περιοχές από τουρκικά κεφάλαια, αλλά και την θυελλώδη συνεδρίαση της κοινοβουλευτικής ομάδας της ΝΔ για το κλείσιμο εκατοντάδων καταστημάτων ΕΛΤΑ, οι 11 κυβερνητικοί βουλευτές, Γιώργος Βλάχος, Δημήτρης Καλογερόπουλος, Θεόδωρος Καράογλου, Ανδρέας Κατσανιώτης, Μάνος Κόνσολας, Αναστάσιος Μπαρτζώκας, Χρήστος Μπουκώρος, Γιάννης Οικονόμου, Ευριπίδης Στυλιανίδης, Γιώργος Στύλιος και Μίλτος Χρυσομάλλης, ρωτούν τον αρμόδιο υπουργό για τα νομοθετικά μέτρα που θα λάβει ώστε οι χαμηλές τιμές των ΑΠΕ να αποτυπώνονται στις τιμές λιανικής του ηλεκτρικού ρεύματος, τι θα κάνει, ώστε το υψηλό κόστος ενέργειας να μη διαβρώνει την ανταγωνιστικότητα των βιομηχανικών επιχειρήσεων της χώρας, καθώς και τις μεταρρυθμίσεις που πρέπει να επέλθουν στο Χρηματιστήριο Ενέργειας ώστε η τιμή χονδρικής του ρεύματος να μη διαμορφώνεται με βάση την πάντοτε ακριβότερη Οριακή Τιμή.
Ειδικότερα, για το Χρηματιστήριο Ενέργειας, οι 11 κυβερνητικοί βουλευτές που υπογράφουν την ερώτηση, κάνοντας λόγο για «υπερκέρδη» σημειώνουν ότι, «από το καθεστώς ευνοείται υπέρμετρα μόνον η ΔΕΗ, η οποία πλέον από το 2020 δεν εξυγιαίνεται απλώς, αλλά συσσωρεύει ελέω Χρηματιστηρίου Ενέργειας κέρδη δις. ευρώ». «Εάν η ΔΕΗ πωλούσε σε συνθήκες παλαιού ρυθμιστικού μοντέλου -δηλαδή προ Χρηματιστηρίου Ενέργειας- στους πελάτες της το παραγόμενο από αυτήν ηλεκτρικό ρεύμα με βάση το πραγματικό κόστος και ένα λογικό κέρδος, δεν θα μπορούσε να γίνει λόγος για ενεργειακή ακρίβεια στην ελληνική αγορά», τονίζουν.
Το περιεχόμενο της ερώτησης
Η ερώτηση με τίτλο «Παρεμβάσεις στην αγορά ενέργειας για τη μείωση των τιμών ηλεκτρικού ρεύματος στις βιομηχανίες και στα νοικοκυριά» υπογράφεται από τους βουλευτές Γιώργο Βλάχο, Δημήτρη Καλογερόπουλο, Θεόδωρο Καράογλου, Ανδρέα Κατσανιώτη, Μάνο Κόνσολα, Αναστάσιο Μπαρτζώκα, Χρήστο Μπουκώρο, Γιάννη Οικονόμου, Ευριπίδη Στυλιανίδη, Γιώργο Στύλιο και Μίλτο Χρυσομάλλη. Οι έντεκα καλούν τον Υπουργό να προχωρήσει σε συγκεκριμένες νομοθετικές πρωτοβουλίες που θα αποκαταστήσουν τη λειτουργία της αγοράς, μειώνοντας το τελικό κόστος ηλεκτρικής ενέργειας.
Οι βουλευτές υποστηρίζουν ότι το Χρηματιστήριο Ενέργειας, που λειτουργεί από το 2020, δεν πέτυχε τους στόχους για διαφάνεια, ανταγωνισμό και μείωση των τιμών, όπως είχε αρχικά προβλεφθεί. Αντίθετα, όπως τονίζουν, οδήγησε σε στρεβλώσεις που επιτρέπουν τη δημιουργία υπερκερδών για ορισμένους παίκτες της αγοράς, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα τη ΔΕΗ.
Η κριτική στο Χρηματιστήριο Ενέργειας
Το Χρηματιστήριο Ενέργειας θεσπίστηκε ως μέρος της ευρωπαϊκής εναρμόνισης και της εφαρμογής του Target Model, ενός ενιαίου μοντέλου αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας που εφαρμόζεται σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με το μοντέλο αυτό, η τιμή χονδρικής του ρεύματος καθορίζεται καθημερινά βάσει της οριακής τιμής, δηλαδή της τελευταίας και ακριβότερης αποδεκτής προσφοράς παραγωγού που χρειάζεται για να καλυφθεί η ζήτηση.
Στην πράξη αυτό σημαίνει ότι όλες οι μορφές παραγωγής, ακόμη και οι ΑΠΕ που έχουν σχεδόν μηδενικό κόστος, αποζημιώνονται στην υψηλότερη τιμή της αγοράς. Έτσι, η τιμή της κιλοβατώρας καθορίζεται τελικά από τις πιο ακριβές τεχνολογίες, όπως οι μονάδες φυσικού αερίου και λιγνίτη, και όχι από τις φθηνότερες. Οι βουλευτές επισημαίνουν πως το αποτέλεσμα είναι ένας φαύλος κύκλος υψηλών τιμών που επιβαρύνει τους καταναλωτές και ταυτόχρονα διογκώνει τα περιθώρια κέρδους για τους παραγωγούς.
«Υπερκέρδη» και η θέση της ΔΕΗ στο επίκεντρο
Στην ερώτηση γίνεται ευθεία αναφορά στα υπερκέρδη της ΔΕΗ. Οι βουλευτές σημειώνουν πως από το 2020 και μετά η δημόσια επιχείρηση δεν περιορίζεται σε εξυγίανση αλλά παρουσιάζει τεράστια αύξηση κερδοφορίας «ελέω Χρηματιστηρίου Ενέργειας». Τα κέρδη EBITDA της ΔΕΗ, από 886 εκατ. ευρώ το 2020, αυξήθηκαν σε 1,7 δισ. ευρώ το 2023 και προβλέπεται να φτάσουν τα 2 δισ. το 2025.
Οι έντεκα βουλευτές υποστηρίζουν ότι τα αποτελέσματα αυτά δεν οφείλονται σε αύξηση της παραγωγής ή της αποδοτικότητας, αλλά στην τεχνητή διόγκωση της τιμής χονδρικής και στα προνόμια που προκύπτουν από τη συμμετοχή της ΔΕΗ σε όλα τα στάδια της αγοράς — παραγωγή, προμήθεια και εμπορία. «Εάν η ΔΕΗ πωλούσε σε συνθήκες παλαιού ρυθμιστικού μοντέλου, δηλαδή προ Χρηματιστηρίου Ενέργειας, το παραγόμενο ρεύμα με βάση το πραγματικό κόστος και ένα λογικό κέρδος, δεν θα μπορούσε να γίνει λόγος για ενεργειακή ακρίβεια στην ελληνική αγορά», σημειώνεται χαρακτηριστικά.
Ο αντίκτυπος στην οικονομία και τις επιχειρήσεις
Η ερώτηση επικαλείται πρόσφατες τοποθετήσεις του επιχειρηματικού κόσμου για τη διαρκή επιβάρυνση από το ενεργειακό κόστος. Ο πρόεδρος του ΣΕΒ, Σπύρος Θεοδωρόπουλος, έχει τονίσει επανειλημμένα ότι η Ελλάδα βρίσκεται ανάμεσα στις χώρες με το υψηλότερο ενεργειακό κόστος στην ΕΕ, κάτι που διαβρώνει την ανταγωνιστικότητα της βιομηχανίας και επιβαρύνει τον πληθωρισμό. Μάλιστα, σε πρόσφατη συνέλευση βιομηχανιών της Στερεάς Ελλάδας, είχε αποκαλύψει πως δύο μεγάλες μονάδες εξετάζουν τη διακοπή λειτουργίας τους αν δεν μειωθούν οι τιμές ρεύματος.
Αντίστοιχα, η ενεργειακή ακρίβεια έχει πλήξει και τον τουριστικό κλάδο. Σύμφωνα με έρευνα του Ινστιτούτου Τουριστικών Ερευνών και Προβλέψεων, η αύξηση του κόστους ενέργειας αποτελεί τη δεύτερη μεγαλύτερη πρόκληση για τα ξενοδοχεία μετά την έλλειψη προσωπικού, περιορίζοντας την ανταγωνιστικότητα του ελληνικού τουριστικού προϊόντος.
Οι δηλώσεις Μητσοτάκη και Παπασταύρου
Η ερώτηση των βουλευτών έρχεται λίγο μετά τη δημοσίευση άρθρου του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη στους Financial Times, όπου αναγνώριζε πως οι υπάρχουσες δομές της αγοράς ενέργειας «έχουν γίνει πολιτικά μη ανεκτές» και πως απαιτείται επανεξέταση της διακυβέρνησης του συστήματος ώστε να αντιμετωπιστεί η αδιαφάνεια και να αποτραπεί η χειραγώγηση των τιμών.
Την ίδια περίοδο, ο Υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Σταύρος Παπασταύρου, δήλωνε σε τηλεοπτική του συνέντευξη ότι «δεν θα βάλουμε τους αριθμούς πάνω από τους ανθρώπους», υπογραμμίζοντας την πρόθεση της κυβέρνησης να προστατεύσει τα ευάλωτα νοικοκυριά, αλλά χωρίς να δώσει σαφή χρονοδιάγραμμα για δομικές αλλαγές στο Χρηματιστήριο Ενέργειας.
Οι στρεβλώσεις του Target Model
Η έρευνα των Πανεπιστημίων Άαρχους, Αθηνών και Σόφιας, που επικαλούνται οι βουλευτές, εντοπίζει τρία κρίσιμα προβλήματα στη λειτουργία του Target Model στην Ελλάδα:
πρώτον, την υπερβολική ελευθερία κινήσεων των παραγωγών,
δεύτερον, τον ασφυκτικό ευρωπαϊκό έλεγχο που καθυστερεί διορθώσεις,
και τρίτον, την τυφλή εμπιστοσύνη στην αυτορρύθμιση της αγοράς χωρίς επαρκείς μηχανισμούς εποπτείας.
Οι αδυναμίες αυτές, σε συνδυασμό με τον περιορισμένο ανταγωνισμό και τις ελλείψεις στις διασυνδέσεις του ηλεκτρικού δικτύου, καθιστούν την ελληνική αγορά μία από τις πιο ευάλωτες στην Ευρώπη ως προς τις διακυμάνσεις τιμών.
Το ελληνικό ενεργειακό παράδοξο
Παρότι η Ελλάδα έχει καταφέρει τα τελευταία χρόνια να παράγει πάνω από το 50% της ηλεκτρικής της ενέργειας από ΑΠΕ και μεγάλα υδροηλεκτρικά έργα, η διείσδυση αυτή δεν έχει οδηγήσει σε μείωση τιμών. Το φυσικό αέριο εξακολουθεί να καθορίζει την τελική τιμή και να μετακυλίει την ακρίβεια σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Το αποτέλεσμα είναι ένα παράδοξο: ενώ η χώρα αυξάνει τη χρήση φθηνής πράσινης ενέργειας, οι πολίτες πληρώνουν από τους υψηλότερους λογαριασμούς στην Ευρώπη.
Οι προτάσεις των βουλευτών
Οι έντεκα βουλευτές ζητούν από τον Υπουργό Ενέργειας να προχωρήσει άμεσα σε τρεις κατευθύνσεις:
1. Νομοθετικά μέτρα που θα διασφαλίσουν ότι οι χαμηλές τιμές των ΑΠΕ θα αποτυπώνονται στη λιανική τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος.
2. Πολιτικές στήριξης της βιομηχανίας, ώστε το ενεργειακό κόστος να μην υπονομεύει την ανταγωνιστικότητά της.
3. Μεταρρυθμίσεις στο Χρηματιστήριο Ενέργειας, προκειμένου η τιμή χονδρικής να μην καθορίζεται αποκλειστικά από την ακριβότερη οριακή τιμή των ορυκτών καυσίμων.
Η επίκαιρη ερώτηση των έντεκα βουλευτών συνιστά το πιο ηχηρό σήμα εσωτερικής πίεσης για την κυβερνητική ενεργειακή πολιτική. Το ζήτημα του κόστους ρεύματος δεν είναι πλέον τεχνική παράμετρος αλλά κοινωνική και πολιτική πρόκληση. Η κυβέρνηση καλείται να ισορροπήσει ανάμεσα στις ευρωπαϊκές υποχρεώσεις της αγοράς και στην ανάγκη προστασίας των πολιτών από ένα σύστημα που παράγει τιμές δυσανάλογες του κόστους παραγωγής.
Πηγή:www.dimokratiki.gr