Δούλευαν στα χωράφια ή σε κάποια Ιδιωτική ή Δημόσια εργασία. Μάζευαν λίγο, λίγο, τις οικονομίες τους, για να ραφτούν γυναίκες και άνδρες, για τις Γιορτές. Έπρεπε να πάρουν σειρά και κρατώντας λίγα μέτρα ύφασμα, που αγόρασαν από τη Χώρα, πήγαιναν στις ταλαντούχες/χους, δημιουργούς ενδυμάτων.
Πλησίαζαν οι μεγάλες Γιορτές και ο ρυθμικός θόρυβος της ραπτομηχανής Singer, ήταν πια συνηθισμένος στο σπίτι της μοδίστρας του χωριού και της πόλης. Ασταμάτητα τα χέρια και τα πόδια της ράφτρας, κινούσαν το πετάλι και αμέτρητα χιλιόμετρα κλώστης, ράβονταν πάνω σε ξεχωριστά διαλεγμένα, φίνα υφάσματα. Η μηχανή Singer αποτελούσε γερό χαρτί προίκας στην κάθε κοπέλα, που ήθελε να γίνει ράφτρα ή να φτιάχνει το νοικοκυριό της. Η ραπτομηχανή ήταν χειροκίνητη στην αρχή, ποδοκίνητη και τελικά ηλεκτρική. Βρισκόταν σε ένα ξεχωριστό δωμάτιο, όπου κυριαρχούσε ο ξύλινος πάγκος ή ένα μεγάλο τραπέζι.
Δίπλα στο συρταρένιο κομοδίνο, ήταν τα σύνεργα της ραπτικής. Πολύχρωμα μασούρια, μακαράδες, κώνοι, κουβαρίστρες από κλωστές, πατρόν, κουμπιά, κόπιτσες, φερμουάρ, βελόνες, καρφίτσες, παραμάνες, δακτυλήθρες, σούστες, κοψεδες, μαγνήτες, σαπουνάκια για το σημάδι, μεζούρα, ξύλινο τρίγωνο και χάρακας, τρέσες, κορδέλες, δαντέλες, λάστιχο, ψαλίδια μικρό για το ξήλωμα και μεγάλο για το κόψιμο, καθώς και ξυραφάκια, για τα ψιλά ξηλώματα.
Το αχνιστό καφεδάκι και το γλυκό κουταλιού, συνήθως Κώτικο τοματάκι, περίμενε πάντα με φιλόξενη διάθεση, στο τραπεζάκι του μικρού σαλονιού αναμονής, για να τρατάρει τις πελάτισσες. Για αυτό είχε φροντίσει η παρακόρη της ράφτρας, δηλαδή η μαθητευόμενη, η μελλοντική μοδίστρα. Γυναίκες κάθε ηλικίας, περίμεναν υπομονετικά τη σειρά τους, για να κάνουν την καθορισμένη πρόβα ή να επιλέξουν το ανάλογο σχέδιο από το φιγουρίνι.
Αφού πρώτα κατέβαιναν στην Χώρα, για να διαλέξουν από τα καταστήματα υφασμάτων της πόλης, το καλύτερο κομμάτι σε ποιότητα χρώμα και ύφανση, το πήγαιναν στην μοδίστρα τους. Ο Καραντώνης ο Νικηφόρος, ο Κουνούπης Άριστος, ο Κυριάκος Μπακάλογλου, ο Νίκος Σπύρου, ο Κυριάκος Κιοσόγλου, ο Τσιρπανλής, ο Χατζηωάννου Βασίλης, ο Χατζηαγγελής, ο Κουτούζης, ο Μουζουράκης, οι αδελφοί Αρχοντάκη, καθώς και τελευταία ο Ασπράκης, προμηθεύονταν ‘τόπια’ ολόκληρα, με τα καλλίτερα υφάσματα, που τα πωλούσαν μετρώντας τα με ένα ξύλινο πήχη.
Οι ίδιοι έμποροι υφασμάτων και κουρτίνας, έφερναν και για τους άνδρες κατάλληλα κομμάτια για κουστούμια και κασμήρια για τα παλτά.
Τις ραπτομηχανές Singer, με χειρισμό των ποδιών ή του χεριού, πριν γίνουν ηλεκτρικές, τις έφερνε ο μεγαλέμπορος ο Σταματιάδης. Ο οποίος είχε οργανώσει και μια μικρή Σχολή ραπτικής, για να μάθουν τον χειρισμό της ραπτομηχανής όλες οι μοδίστρες. Αυτός αναλάμβανε τις επισκευές των ραπτομηχανών και διέθετε, όλα τα απαραίτητα ανταλλακτικά τους.
Το κατάστημα του, ήταν διπλά στο ζαχαροπλαστείο του αξέχαστου Μιχάλη Τσιβρινή, με τις φημισμένες μπουγάτσες και τα στρογγυλά Κώτικα, σιροπιαστά μπακλαβαδάκια, εκεί στην Πλατεία Καζούλη.
Οι υφασματέμποροι έφερναν κυρίως, μεγάλη ποικιλία γυναικείων υφασμάτων, σε πολλά χρώματα και ποιότητες. Όπως μεταξωτά, βελούδινα, αραχνοΰφαντα δαντελένια, ταφτάδες και πικεδένια, για τα καλά φορέματα, μαζί με πιο φτηνά υφάσματα, για καθημερινά, όπως λουλουδάτα τσιτάκια, αλλά και λευκούς χασέδες. Τα συνόδευαν μαζί με το ειδικό ύφασμα για τις φόδρες, ώστε να μην φεγγίζει το ένδυμα. Επίσης έφερναν υφάσματα, για κουρτίνες και καλύμματα επίπλων, τα οποία τα έραβαν πάλι οι μοδίστρες.
Ανάλογα την εποχή, Καλοκαίρι ή Χειμώνα κατά τις λαμπερές γιορτές των Χριστουγέννων και του Πάσχα, τα καταστήματα κανόνιζαν τις προμήθειές τους σύμφωνα με τις επιταγές και τις τελευταίες τάσεις, κυρίως της Γαλλικής υψηλής ραπτικής.
Όλα τα υλικά για το ράψιμο που αναφέρουμε παραπάνω, καθώς και τόσα αλλά απαραίτητα είδη, οι μοδίστρες τα προμηθεύονταν και προμηθεύονται ακόμη από τα ειδικά καταστήματα ειδών ραπτικής και εργόχειρου.
Αρχικά από τον αξέχαστο Σταμάτη Ρείση, με την γυναίκα του την Σταματία, που έφτιαχνε τα κουμπιά, στην οδό Ιπποκράτους και αργότερα από την Κρυστάλλω την Διψελά, που συνέχισε εκείνο το κατάστημα ψιλικών. Επίσης αγόραζαν και από τον Χατζηβελούδο, την μοδίστρα Μελαχάτ Ομεράκη -Κουνελάκη, την Καλλιόπη Μπαλάσσα, καθώς και από την αξέχαστη Φωτεινή Σαρούκου και την κόρη της κ. Άννα Σαρηγιάννη.
Για τους άνδρες, υπήρχαν οι ράφτες ή αλλιώς οι φραγκοράφτες, (φράκο- ράφτες), από το φράκο που θα πει κοστούμι, όπως ο Γιώργος ο Πατούρης, στην οδό Μακρυγιάννη, ο Ηλίας ο Μάμμης κοντά στο Νοσοκομείο, ο Μιχάλης ο Σκουμπουρδής στην Χαντάκα, δηλαδή στην οδό Ιπποκράτους, ο Βασίλης Βογιατζής στην οδό Ηφαίστου, ο Τριαντάφυλλος, ο Μητηλινιός, οι αδελφοί Φωλιά, ο Σταμάτης ο Θεοφίλης και ο Βραχνάς. Επίσης ο Αντώνης ο Πηλιούρας, ο Γιάννης Κωνταντώνης, ο Σταμάτης ο Τσεσμεζής. Ακόμη στην οδό Ιπποκράτους ήσαν, ο Αντώνης ο Παπαθωμάς, καθώς και ο Ηλίας ο Τουλαντάς και ο Θεοδόσης ο Διακογιάννης. Στο Ασφενδιού ήταν ο Βασίλης ο Πολίτης, ο Γιώργος ο Σταματιάδης, ο Αποστόλης ο Ξενικός και ο Γιάννης ο Γυαλίζης. Ακόμη ήσαν ο Κουτρούλης από την Αντιμάχεια και ο Κοντίτσης.
Για τις γυναίκες υπήρχαν οι ξακουστές μοδίστρες, όπως πρώτη και καλλίτερη ήταν η αλησμόνητη Κοκόνα του Πάχου -Κεφαλιανού, στην οδό Θεμιστοκλέους, που έραψε χιλιάδες μέτρα υφασμάτων και τα μετέτρεπε με την μαγική βελόνα της σε κολακευτικά και κομψά, ζεστά γυναικεία ενδύματα καθώς και νυφικά.
Για βοηθό της είχε την μελλοντική μοδίστρα, την Καπλανίδου Ευαγγελία. Γνωστές επίσης και με μεγάλο ταλέντο ήταν η Μαρία Ιωαννίδου- Ορφανουδάκη, επί της οδού Ελευθερίου Βενιζέλου, η Πολυξένη στην οδό Κολοκοτρώνη, η Πωλίνα στην οδό Αβέρωφ, η Μαρία Δρόσου στην οδό Κανάρη, η Ευαγγελία Μαλαματένη στην Πιάτσα Ροτόντα, επί της οδού Αργυροκάστρου, η Θεοχαρίστη Μαστοράκη -Κιοσόγλου, επί της οδού Τσαλδάρη, η Αθηνά Φουντωτού του Σκεύου, στην οδό Θεμιστοκλέους, η Παντελίτσα και η Ανδριάνα του Μονάχα στο χωριό Ασφενδιού. Επίσης η Μαρία Πίττα- Βιδιρίκη επί της Θεμιστοκλέους.
Ακόμη η Ειρήνη Καζαμία, με ειδίκευση στα καπέλα, ενώ στην Καζάρμα ήταν η Ειρήνη Γιακαλή, που έραβε και υπέροχα νυφικά φορέματα.
Επίσης ξακουστές για την βελόνα τους ήταν, η Ιφιγένεια Ζήκα στην οδό Ναθαναήλ, η Όλγα Καρανικόλα, η Ειρήνη Πασπαρά επί της Αλικαρνασσού, η Φιλιά η Μαρκόγλου, η Φλάγγου και η Καλλιόπη Κωτάκη. Ακόμη αξέχαστες ήταν η Ανεζουλα, η Κλειώ, η Ελένη Σβύνου- Γαμβρέλλη, η Παρίτσα, η Φωτεινή, η Σταματία Χατζηζαχαρία, η κυρά Μαρία, η κυρά Καλομοίρα, η Ευαγγελία του Συμεών, (πολύ γνωστές με τα μικρά τους ονόματα). Έραβαν επίσης, η Κατίνα η Κουλιανού και η Κατερίνα Σημαντίρη -Τσακνόγλου, στην οδό Αντιμάχου, στα Κρητικά δηλαδή στα παλιά Κούμπουρνα, που συνεχίζει την παράδοση μέχρι και σήμερα.
Επίσης γνωστή ήταν και η Ζαχαρούλα η Ρείση, στην οδό Αβέρωφ. Αλλά μέχρι και σήμερα έραβαν η Ισμήνη Τσιρπανλή στην οδό Μεγάλου Αλέξανδρου, η Σούλα η Μουζάκη στην Πλατεία Κονίτσης, η Σταματία Μαστοράκη, η Κατίνα Αυγουλά, στην Πιάτσα Ροτόντα. η Μαρία η Λυπάπη από την Καζάρμα, που έραβε έκτος από ενδύματα κουρτίνες και καλύμματα επίπλων και η Σταυρούλα Ζαράφτη, το γένος Καραγκιόζη.
Αξέχαστη είναι η Φωτεινή Βασιλειάδη, η πουκαμισού. Έραβαν ακόμη η Κατερίνα Πασσά και η Αθηνά Φουντωτού, επί της οδού Θεμιστοκλέους. Η Κατίνα του Αναστασίου Κιαπόκα, με μαθήτρια την Μαρία Χατζηγιακουμή. Αλλά και η Γρηγορίου στην Αντιμάχεια, η Κατερίνα Συνεσίου του Ζαχαρία Αγρέλλη, επίσης από την Αντιμάχεια ειδική για κουρτίνες και καλύμματα επίπλων.
Υπήρξαν και πολλές χαρισματικές μοδίστρες ντόπιες Οθωμανές, όπως η Αλιέ Κουνελάκη του Μπεσίμη, καθώς και η ξακουστή Ντου -Ντού, που έραβε τα βελούδινα, τα δαντελένια και τα κηπούρ υφάσματα. Επίσης οι αδελφές Μισερέφ και Μπελμά Κουνελάκη και η Νατζιέ Κουνελάκη, η Μελαχάτ Κουνελάκη, από την ίδια αρχοντική οικογένεια. Επίσης η Φιλίς η Κουντούραλη, από τη Σμύρνη και η αξέχαστη η γνωστή, Μπετιέ.
Πολλές κυρίες όπως η Μαρία Μηχαηλίδου Μαρατσίνα, έραβαν οι ίδιες τα ρούχα τους, αλλά μόνο για προσωπική τους χρήση, γιατί απλά γνώριζαν πολύ καλά την τέχνη του ραψίματος. Στηρίζοντας έτσι την παροιμία.
‘Μάθε τέχνη και άστηνε και όταν την χρειαστείς πιάστηνε.’
Στο χωριό Ασφενδιού, είχαμε την φημισμένη την Ντομνίτσα, την κ. Μαρία Μαστρογιώργη, την Τούλα Χατζηδημήτρη, την Δέσποινα Πίτση, την κ. Τουλή Πασχάλη Χατζηνικολάου και πολλές άλλες, που ήταν οι καλλίτερες μοδίστρες. Στα υπόλοιπα χωριά, όπως και στην Αντιμάχεια έραβαν η Ελένη Γρηγορίου, η Ευτυχία Χατζηπέτρου, η Καλλιόπη Χατζηγιαννίκα, η Κοντή Θεοφιλίδηκαι άλλες.
Ακόμη και μέχρι σήμερα ράβουν οι κυρίες Κιλιμάτου Αργυρώ, η Κοντή Πιπέρη -Κατσέλη, καθώς επίσης και η Μαρία Παπαγγελή- Πόγια.
Στο χωριό Πυλί μια από τις ξακουστές μοδίστρες, ήταν και η Σταυρούλα του Γιάννη του Μαύρου.
Έπαιρναν λοιπόν οι κυρίες το ύφασμα και μετά μανίας ξεφύλλιζαν τα περιοδικά μόδας, τα τελευταία ‘φιγουρίνια,’ που πάντα είχε η μοδίστρα, ώστε να τους αντιγράψει πιστά ό,τι έδειχνε το καλλίγραμμο και καλοντυμένο Παριζιάνικο μοντέλο. Φυσικά το ίδιο μοντέλο η μοδίστρα δεν το ξανά έραβε ποτέ, για να είναι μοναδικό το ένδυμα στην πελάτισσά της.
Όσες γυναίκες ήταν στην αίθουσα αναμονής, διάβαζαν το Ρομάντζο, την Βεντέτα, τον Θησαυρό, το Ντόμινο και το Φαντάζιο. Παλιά περιοδικά ποικίλης ύλης, που απασχολούσαν την κενή ώρα αναμονής των γυναικών, για την πρόβα μαζί με ατέλειωτη κουβεντούλα, κουτσομπολιό και προξενιά.
Όταν άλλαζε η εποχή έπεφτε πολλή δουλειά, ιδίως στις μεγάλες Γιορτές και περιόδους των Χριστουγέννων και της Λαμπρής. Για αυτό και έκαναν τα γνωστά νυχτέρια, δηλαδή ξενυχτούσαν μέχρι να τελειώσουν και να παραδώσουν τις παραγγελίες και τα φορέματα. Σημαντικό ήταν ότι οι ίδιες μοδίστρες, γνώριζαν τόσο καλά την τέχνη τους, ώστε έραβαν ακόμη και τα παιδικά τα ρουχαλάκια. Έτσι συνέβαλλαν οικονομικά και στα έξοδα του σπιτιού, της οικογένειας και των παιδιών τους.
Η παρακόρη, δηλαδή η δόκιμη μαθητευόμενη, φρόντιζε να κρατάει καθαρό τον χώρο εργασίας, αναμονής και πρόβας, σκουπίζοντας συχνά τα κουρελάκια, τα ρετάλια και τις κλωστές. Τις καρφίτσες τις μάζευε, με τον ειδικό μαγνήτη, που ήταν συνήθως σε σχήμα πετάλου.
Τα κουρέλια πολλές φορές, τα ανακύκλωναν κόβοντάς τα και φτιάχνοντας κουρελούδες, ή πλεκτά χαλάκια. Επίσης όταν τελείωνε το ένδυμα, η μαθήτρια που για δυο τρία χρόνια πήγαινε στη μοδίστρα, για να μάθει την τέχνη, αναλάμβανε να το παραδώσει ιδιοχείρως, στην πελάτισσα στο σπίτι της, προσδοκώντας και ένα γερό φιλοδώρημα. Όταν η μεγάλη μοδίστρα θεωρούσε ότι η μαθητευόμενη ήταν πια έτοιμη, της παρέδιδε ‘το ψαλίδι’, δηλαδή τα μυστικά πώς να κόψει σωστά το ύφασμα, για να το ράψει και να το προσαρμόσει τέλεια στα μέτρα της κάθε πελάτισσας.
Με την έκρηξη της βιομηχανοποίησης σε όλα τα προϊόντα, για γρήγορη παραγωγή και ευκολότερο κέρδος, η τέχνη της μοδίστρας ατόνησε, μέχρι που σχεδόν εξαφανίσθηκε.
Οι έμποροι ετοίμων ενδυμάτων όπως ο Στάθης ο Παπαμανώλης, οι αδελφοί Σούλη, ο Ζωγραφάκης, ο Μπακίρης, ο Παναγιώτης ο Συρεγγέλας, η Αλεξάνδρα η Διακαναστάση, η Αντιγόνη η Γερογιάννη, επί της οδού Ιπποκράτους και τόσοι άλλοι, έφερναν τα έτοιμα ενδύματα. Όπως φορέματα, παλτά, ταγιέρ και φούστες, καθώς επίσης μπλουζάκια, ζακέτες και γυναικεία παντελόνια. Στις κάλτσες και στα εσώρουχα ειδικοί ήταν ο Κωνσταντίνος καματερός και η Αικατερίνη Τσολάκη ή το ‘Κατέ,’ στην οδό Ρήγα Φεραίου.
Σήμερα οι μοδίστρες όσες απέμειναν, απλά κάνουν επιδιορθώσεις ή μεταποιήσεις και σπάνια ράβουν, όπως τον παλιό καλό καιρό. Μαζί τους εξαφανίστηκαν και οι μανταρίστες των νάιλον καλσόν, που ήταν οι αδελφές Κρασσά ή Τριανταφύλλου, επί της οδού Αλεξάνδρου Υψηλάντη.
Όσο για την ενασχόληση με το πλέξιμο, το κέντημα ή την ύφανση σε αργαλειό, πολύ λίγες γυναίκες έχουν σήμερα το μεράκι, για να ασχολούνται, αφού της μηχανής τα εργόχειρα εκτόπισαν τα χειροποίητα αριστουργήματα.
Οι σημερινές γυναίκες αγοράζουν έτοιμα, σπάνια πλέκουν, ράβουν ή κεντάνε και ακόμα πιο σπάνια υφαίνουν. Όλες αυτές οι ενασχολήσεις και τα γυναικεία επαγγέλματα αντικαταστάθηκαν από την σύγχρονη παραγωγή σαν αυτή όπου ξεκίνησε στην Κω, στο εργοστάσιο ετοίμων ενδυμάτων Αλεξάντερ Φάσιον, των αδελφών Σίφη.
(Έχουμε γράψει ειδικό αφιέρωμα για αυτό το εργοστάσιο.)
Πολλές παραδοσιακές μοδίστρες, εργάσθηκαν την δεκαετία του 70 -80 για αρκετό καιρό, σε εκείνη την μεγάλη βιοτεχνική, μεταποιητική μονάδα.
Ωστόσο μέχρι σήμερα το συμπέρασμα είναι ένα, πως κανένα ένδυμα δεν θα μπορέσει να αντικαταστήσει σε τελειότητα, κομψότητα, ομορφιά και μοναδικότητα, αυτό που με πολύ μεράκι και θαυμαστή χειροποίητη τέχνη, έραβαν οι παλιές μοδίστρες και οι ράφτες της Κω.
Υπήρχε και ένα δίστιχο λαϊκό άσμα, για τις χρυσοχέρες σε όλη τη χώρα μας.
‘Την ευχή μου καλή μου να’ χεις, βελόνα και αργαλειό και εσύ να μάθεις.’ ‘Αργαλειό και μηχανή, για να υφαίνουμε και να γαζώνουμε μαζί.’
Υ.Γ. Το παρόν κείμενο το επαναλαμβάνουμε κατόπιν παρακλήσεως, αγαπητών αναγνωστών μας και αποτελεί σπονδή για την κοπιώδη προσφορά τους. Αφού ευχαριστήσουμε τις πήγες που μας έδωσαν πληροφορίες, ζητάμε συγγνώμη, για όσες και όσους, ακούσια δεν αναφέρουμε.
Καλές Γιορτές
Ξανθίππη Αγρέλλη (Κως- 24/11/2024)