Κατηγορήθηκε ότι ήταν μέλος του κυκλώματος διακίνησης ναρκωτικών και παράτυπων μεταναστών που εξαρθρώθηκε το καλοκαίρι του 2017 από την Ασφάλεια Αττικής με συντονισμένες επιχειρήσεις στην Κω, στην Αττική και στην Κορινθία, έμεινε στη φυλακή 17 μήνες και αφού αθωώθηκε προσέφυγε στη δικαιοσύνη ζητώντας να αποζημιωθεί για τον χρόνο της προσωρινής του κράτησης.
Πρόκειται για έναν 31χρονο αλλοδαπό Αλβανικής καταγωγής ο οποίος κατέθεσε τη σχετική αίτηση αποζημίωσής του στο Τριμελές Εφετείο επί Κακουργημάτων Δωδεκανήσου, έγινε δεκτή χθες και του αποδίδεται το ποσό των 29,34 ευρώ για κάθε ημέρα κράτησής του στη φυλακή.
Η προσωρινή κράτηση του αλλοδαπού ξεκίνησε στις 5 Ιουνίου του 2017 και έληξε στις 19 Νοεμβρίου 2018, μόλις πέντε ημέρες μετά την αθωωτική για αυτόν απόφαση του δικαστηρίου. Μάλιστα σε εκείνη τη συνεδρίαση το Τριμελές Εφετείο επί Κακουργημάτων Δωδεκανήσου που εκδίκαζε την υπόθεση για περίπου ένα μήνα, επέβαλε πολυετείς ποινές κάθειρξης που ξεπέρασαν τα 200 χρόνια αλλά και χρηματικά πρόστιμα συνολικού ύψους 972.000 ευρώ και στους πέντε εκ των κατηγορουμένων (συνολικά ήταν επτά άτομα) και μόνο σε έναν εξ αυτών αποφάσισε η έφεση είχε αναστέλλουσα δύναμη υπό όρους.
Σε ό,τι αφορά τους λοιπούς δύο κατηγορούμενους, ο 31χρονος αλλοδαπός Αλβανικής καταγωγής αθωώθηκε και η 32χρονη αλλοδαπή Βουλγαρικής καταγωγής κρίθηκε ένοχη με ελαφρυντικό μόνο για μία κατηγορία «πέφτοντας» έτσι στα μαλακά αφού της επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 3 ετών με τριετή αναστολή.
Κατά των αποφάσεων αυτών οι έξι εμπλεκόμενοι άσκησαν εφέσεις οι οποίες θα εξεταστούν τον Μάιο του 2021 από το Πενταμελές Εφετείο Δωδεκανήσου.
Η ανακοίνωση της αστυνομίας
Υπενθυμίζεται πως σύμφωνα με όσα είχαν ανακοινωθεί από την αστυνομία, στο εγκληματικό δίκτυο διακίνησης ναρκωτικών, αρχηγός ήταν συλληφθείς υπήκοος Αλβανίας, ο οποίος διαχειριζόταν το σύνολο των υπό διακίνηση ναρκωτικών, και για το λόγο αυτό τα υπόλοιπα μέλη τον προσφωνούσαν «αφεντικό» ή «εργοστάσιο».
Το εγκληματικό δίκτυο, υπό τον συντονισμό του αρχηγού, προμηθευόταν, ανά τακτά χρονικά διαστήματα, μεγάλες ποσότητες κοκαΐνης και κάνναβης από την Αλβανία, οι οποίες εισάγονταν στην Ελλάδα και τοποθετούνταν σε ειδικούς χώρους αποθήκευσης «καβάτζες» σε περιοχή της Αττικής. Στη συνέχεια, τα ηγετικά μέλη που διέμεναν στην Αττική, προέβαιναν στη διακίνηση των ναρκωτικών εντός Αττικής και στην Κω.
Στην Κω, τα ναρκωτικά μεταφέρονταν σταδιακά (100 γραμμάρια κοκαΐνη και 10 κιλά κάνναβη τη φορά) από στρατολογημένα μέλη, συνήθως γυναίκες που συνοδεύονταν από ανήλικα παιδιά, τα οποία χρησιμοποιούσαν για τη μετακίνησή τους το πλοίο της γραμμής Πειραιάς – Κω.
Με την άφιξη των ναρκωτικών στην Κω, τα εκεί διαμένοντα μέλη, ενεργώντας πάντοτε υπό τον συντονισμό και τις εντολές του σκληρού πυρήνα της Αθήνας, προέβαιναν στην παραλαβή και αποθήκευση των ποσοτήτων, συνήθως σε ξενοδοχεία ή ενοικιαζόμενα δωμάτια, τα οποία μίσθωνε το εγκληματικό δίκτυο, για να χρησιμοποιηθούν αποκλειστικά ως «καβάτζες».
Η περαιτέρω διακίνηση των ναρκωτικών, λάμβανε χώρα μέσα από ένα δαιδαλώδες δίκτυο προμηθευτών και διακινητών μικρής εμβέλειας, «βαποράκια», ενώ σε ό,τι αφορά τις τιμές πώλησης των ναρκωτικών, ήταν πολύ υψηλότερες σε σχέση με την Αττική, καθώς το ένα κιλό κάνναβη κόστιζε 1.500 ευρώ και το ένα γραμμάριο κοκαΐνη από 80 έως 100 ευρώ.
Η διακίνηση παράνομων προσφύγων και μεταναστών
Όσον αφορά τη διεθνική εγκληματική οργάνωση διακίνησης μεταναστών, τα διαμένοντα στην Τουρκία μέλη, εντόπιζαν αλλοδαπούς που επιθυμούσαν να προωθηθούν παράνομα από τους οποίους λάμβαναν, προκαταβολικά και εξ ολοκλήρου τοις μετρητοίς, το αντίτιμο διακίνησης, το οποίο κυμαινόταν από 3.000 ευρώ έως 12.000 ευρώ, ανάλογα με τον επιθυμητό τελικό προορισμό.
Κατά την ημέρα της διακίνησης, επιβίβαζαν τους διακινούμενους στο σκάφος, το οποίο άμεσα κατέπλεε με προορισμό την Κω. Το σκάφος της οργάνωσης ήταν χωρητικότητας δέκα (10) περίπου ατόμων και στις περιπτώσεις που οι διακινούμενοι ήταν υπεράριθμοι, το ίδιο σκάφος πραγματοποιούσε διαδοχικά δρομολόγια από τα Τουρκικά παράλια στην Κω και αντιστρόφως.
Στην Κω αποβιβάζονταν σε περιοχή κοντά σε ξενοδοχειακά συγκροτήματα και μετά από σχετική συνεννόηση παραλαμβάνονταν από τα μέλη της οργάνωσης στην Κω. Η μεταφορά πραγματοποιούνταν από «οδηγούς» της εγκληματικής οργάνωσης, εκ των οποίων ο ένας επαγγελματίας οδηγός ΤΑΧΙ, σε «συνεργαζόμενα» ξενοδοχεία.
Καθ’ όλη τη διάρκεια της παραμονής των διακινουμένων στην Κω και μέχρι την έναρξη της περαιτέρω προώθησης τους στην Ηπειρωτική Ελλάδα, τα μέλη της εγκληματικής οργάνωσης μεριμνούσαν, μεταξύ άλλων, για τη σίτισή τους και την πληρωμή των ξενοδοχείων, όπου κατέλυαν προσωρινά. Η κάλυψη αυτών των εξόδων γινόταν με χρήματα τα οποία έστελναν τα μέλη της οργάνωσης στην Τουρκία, μέσω εταιρείας χρηματικών συναλλαγών.
Παράλληλα, τα μέλη της εγκληματικής οργάνωσης στην Κω προετοίμαζαν την περαιτέρω προώθηση των διακινούμενων στην Ηπειρωτική Ελλάδα και συγκεκριμένα στην Αττική, με τα πλοία της γραμμής. Ειδικότερα, επέλεγαν το καταλληλότερο δρομολόγιο, ώστε να μην γίνουν αντιληπτοί οι διακινούμενοι από τους λιμενικούς ή τους αστυνομικούς.
Μετά την επιλογή του καταλληλότερου δρομολογίου ένα από τα μέλη της οργάνωσης παραλάμβανε τα ακτοπλοϊκά εισιτήρια, χωρίς να παρίστανται οι διακινούμενοι. Δεδομένου ότι οι αλλοδαποί δεν κατείχαν τα απαραίτητα ταξιδιωτικά έγγραφα για την έκδοση των εισιτηρίων, η εγκληματική οργάνωση τους εφοδίαζε με βουλγαρικά δελτία ταυτότητας (προφανώς πλαστά), ενώ η επιλογή του καταλληλότερου δελτίου γινόταν με κριτήριο το βαθμό ομοιότητας μεταξύ του εικονιζόμενου (πραγματικού κατόχου) και του διακινούμενου.
Για το λόγο αυτό και φρόντιζαν για την εξωτερική εμφάνιση των διακινούμενων, έτσι ώστε αφενός να μοιάζουν με Ευρωπαίο πολίτη (ευπρεπής ενδυμασία, γυαλιά κ.λπ.) και αφετέρου να προσομοιάζουν στον πραγματικό κάτοχο του δελτίου ταυτότητας που θα χρησιμοποιούσαν (βάψιμο μαλλιών, κούρεμα κ.λπ.).
Στη συνέχεια τους έδιναν τις κατάλληλες πληροφορίες και οδηγίες ώστε να καταφέρουν να ολοκληρωθεί με επιτυχία το σχέδιο, δηλαδή η επιτυχής επιβίβαση των διακινουμένων στο πλοίο και η άφιξή τους στην Αττική.
Rodiaki.gr