Το κρύο δυνάμωνε και ο βοριάς μαζί με το ψιλόβροχο, γίνονταν όλο και πιο τσουχτερός. Ωστόσο η κ. Καλίτσα έριξε το χοντρό, πλεκτό σάλι στους ώμους της, πήρε και την γεμάτη, πήλινη πιατέλα με τους ζεστούς, μελωμένους λουκουμάδες και χτύπησε την πόρτα της γειτόνισσας της, κ. Μαρίας. Στο χαμηλόχτιστο, νοικοκυρεμένο σπιτάκι, πρόβαλε στην πόρτα το χαμογελαστό πρόσωπο της κ. Μαρίας. -Σου έφερα λίγους λουκουμάδες, μελωμένους με κανέλλα, πριν κυρώσουν. Του Αγίου Ανδρέα και όπως ξέρεις, κρατάμε το έθιμο. -Έφτιαξα και εγώ, της απάντησε με φιλόξενη διάθεση η κ. Μαρία, να σου βάλω λίγους και από τους δικούς μου.
Μετά από λίγες μέρες, το ίδιο γιορτινό σκηνικό, με το βουνό Δίκαιος να είναι ασπρισμένο, από το ψιλό χαλάζι και το φιλόξενο ορεινό χωριό, να μοσχοβολά μέλι και κανέλα. Η κ. Καλίτσα, πήγε στην καλό ασπρισμένη αυλή, της γειτόνισσας της. -Έφτιαξα βάρβαρα, με σιτάρι, ζάχαρη, φασόλια, ρεβίθια, σταφίδες, σουσάμι, ρόδι, και κανέλλα. Σου έβαλα λίγα, για να τα δοκιμάσεις, της Αγίας Βαρβάρας σήμερα και τιμήσαμε το έθιμο και του χρόνου Μαρία. -Καλοφαγωμένα και του χρόνου Καλίτσα μου, με τις υγείες σας, της απάντησε η καλόκαρδη κ. Μαρία, η γειτόνισσα, που σύντομα θα της ανταπέδιδε την επίσκεψη.
Τις Άγιες ημέρες των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς, μέχρι τα Φώτα και του Αϊ Γιαννιού, τις ονομάζουμε το Δωδεκαήμερο των Χριστουγέννων. Τα γνήσια Ελληνικά έθιμα, που συνεχίζονται από στόμα, σε στόμα και οι παραδόσεις, που εφαρμόζονται σαν άγραφοι κανόνες, έμειναν αναλλοίωτα, και άντεξαν στην ανελέητη κλεψύδρα του χρόνου, καθώς και στις ξενόφερτες επιρροές. Κυρίως δε, τα κρατούν ζωντανά οι κάτοικοι της Ελληνικής υπαίθρου, των χωριών και των νησιών και τα αναβιώνουν, οι διάφοροι Πολιτιστικοί Σύλλογοι. Τα έθιμα αυτά, τρέφουν όλη την οικογένεια και την γειτονιά, με πολλή αγάπη
Λίγες ημέρες πριν τα Χριστούγεννα, οι νοικοκυρές αφού ετοιμάσουν, καθαρίσουν και στολίσουν το σπίτι τους, φτιάχνουν μαζί με τα παιδιά το Χριστουγεννιάτικο δένδρο, που δεσπόζει σε μια γωνιά. Παλαιοτέρα οι νησιώτες έφτιαχναν, ένα στολισμένο καραβάκι, γιατί ήταν οι περισσότεροι ναυτικοί. Κυρίως το στόλιζαν του Αγίου Νικόλαου, προστάτη των ναυτιλλομένων. Την παραμονή των μεγάλων εορτών του Δωδεκαημέρου, οι νοικοκυρές έφτιαχναν το Χριστόψωμο ή τα μικρά Χριστόψωμα. Λέγονταν και πλουμιστές, Χριστουγεννιάτικες κουλούρες. Συνήθως δε οι αρραβωνιασμένες, τις πήγαιναν πεσκέσι στην μητέρα του αρμαστού, στην πεθερά, μαζί με ένα μπουκάλι Κώτικο, μαύρο κρασί.
Επίσης οι σπιτικοί φούρνοι, δεν προλάβαιναν εκτός από το παραδοσιακό σταρένιο ψωμί, να ψήνουν τους κουραμπιέδες, που έφτιαχναν οι νοικοκυρές, σε διάφορα σχήματα και τους έλουζαν στη ζάχαρη άχνη. Έφτιαχναν μαζί και τα γλυκύτατα, μελομακάρονα ή φοινίκια. Αυτά θα τα μοίραζαν στα παιδιά, που γυρνούσαν στις γειτονιές και από σπίτι σε σπίτι, έψαλλαν τα Χριστουγεννιάτικα κάλαντα, τα Πρωτοχρονιάτικα κάλαντα και τα κάλαντα των Φώτων.
Την μεγάλη γιορτινή ημέρα των Χριστουγέννων, παλαιότερα οι πιστοί συνήθιζαν να πηγαίνουν από το χάραμα στην Εκκλησία. Φόραγαν τα φρέσκο σιδερωμένα, καλά τους ρούχα και ανηφόριζε όλη η οικογένεια, μέχρι την Εκκλησία για να προσκυνήσουν, την Θεία Γέννηση του Χριστού. Έπειτα, στρώνονταν ένα μεγάλο οικογενειακό τραπέζι, όπου έτρωγαν το ‘πασκάτο’ δηλ θα πάσκαζαν κρέας, μετά από 40 ημέρες. Στα νησιά σε μερικά σπίτια στο τραπέζι, κυριαρχούσε ο καλοθρεμμένος κόκορας ή γαλόπουλα ή κότα. σε άλλα πάλι, έβαζαν το γουρουνόπουλο, για το ‘πασκάτο.’ Πάντα το τραπέζι, το συνόδευε γλυκό, κόκκινο κρασί. Μετά το φαγητό, ακλουθούσαν τα κεράσματα, με κουραμπιέδες και φοινίκια, και φυσικά αν ο νοικοκύρης είχε κέφια και οικονομική άνεση, έφερνε και τους ‘παιχνιδάτες,’ για περισσότερο οικογενειακό, γιορτινό γλέντι, με λαούτα και βιολιά, κέφι χορό και ατέλειωτη διασκέδαση.
Σε μια εβδομάδα, επαναλάμβαναν και πάλι το ίδιο γιορτινό σκηνικό. Όλη η οικογένεια, θα φορέσει ξανά τα καλά της ρούχα, για να πάρει την πρώτη του Νέου Χρόνου στις Εκκλησιές, την ευλογία του Μεγάλου Βασιλείου, και της Πρωτοχρονιάς. Τελευταία συνηθίζουν στην Εκκλησία, να μοιράζουν τα βασιλοπιτάκια, σύμφωνα με την Εκκλησιαστική παράδοση του Μεγάλου Βασιλείου. Η επιστροφή στο σπίτι, συνοδεύεται από ιδιαίτερα έθιμα. Παλιότερα έφερναν από τα πηγάδια και τις πηγές, το αμίλητο νερό, για να κάνει ο νοικοκύρης το ποδαρικό, με το δεξί του πόδι. Έπρεπε να ραντίσει με Αγιασμό παντού, κρατώντας μια εικόνα του Χριστού και της Παναγιάς και να πατήσει ένα ρόδι, στην είσοδο για αφθονία στο σπίτι. Την Πρωτοχρονιά, οι νοικοκυρές της Κω, συνηθίζουν να φτιάχνουν τον στολισμένο με νερατζόφυλλα και γαρύφαλλα, σιροπιαστό μπακλαβά. Ψήνουν ένα ολόκληρο σινί ή ταψί, που θα το τρατάρουν στους επισκέπτες τους. Στην Κέφαλο φτιάχνουν τους σαρμουσάδες, ένα είδος γλυκά μπουρεκάκια, με γέμιση που θυμίζει μπακλαβά. Στο Πρωτοχρονιάτικο τραπέζι, βασίλισσα είναι η Βασιλόπιτα, που η νοικοκυρά φρόντισε να φτιάξει, με πολύ μεράκι και να κρύψει ένα νόμισμα χρυσό ή απλό μέσα, ώστε να το βρει ο τυχερός της χρονιάς. Για να υποδεχτεί τα παιδιά, η κυρά του σπιτιού, τους έκανε το έθιμο του ‘κλου’. Δηλ σκορπούσε καρύδια και κέρματα, για να τα μαζέψουν με χαρά τα παιδιά. Τα καρύδια, σήμαιναν, πως οι κότες έτρεπε να γεννούν πολλά, πολλά αυγά. Μαζί γίνονταν και το έθιμο της μπουλιστρίνας, καθώς και το έθιμο της ανταλλαγής δώρων, και γλυκών. Τη μπουλιστρίνα ή τον μποναμά, που έπαιρναν τα παιδιά από τους μεγάλους, τον έδινε πρώτα ο άρχοντας, ο νοικοκύρης του σπιτιού, για να του ευχηθούν, ‘χίλια χρόνια να ζήσει’. Ακολουθούσε το γιορτινό, Πρωτοχρονιάτικο πλούσιο, οικογενειακό τραπέζι, με μερικούς πιστικούς ή βοσκούς, να έχουν αρνί στο πιάτο τους και τους υπόλοιπους γαλόπουλο, κόκορα ή κότα. Η κρασοκατάνυξη, κρατούσε αρκετά με ολόγλυκο κρασί, μπρούσκο Ασφενδιανό. Όταν τελείωνε το οικογενειακό τραπέζι, οι άνδρες αποσύρονταν για λίγο χαρτάκι. έτσι για το καλό του χρόνου. Είχε ξεχωριστή θέση η οικογενειακή χαρτοπαιξία, περιττό δε να αναφέρουμε πως οι αποσπερίδες και οι βραδινές βεγγέρες, ήταν πολύ συχνές εκείνες τις γιορτινές, χειμωνιάτικες βραδιές. Οι γυναίκες παραμύθιαζαν τα παιδιά, με τα ιδιότροπα καλικατζαράκια. Αυτά περίμεναν τον Άγιο Βασίλη, να καταφέρει να μπει στο σπίτι από την καμινάδα, και να τους αφήσει τα δώρα τους. Τα παιδιά, με το χαμόγελο της αθωότητας, τον ευχαριστούσαν αφήνοντας του ένα ποτήρι γάλα και λίγα μελομακάρονα, δίπλα στο τζάκι.
Ακολουθεί η τελευταία εβδομάδα του Δωδεκαήμερου, με τον Πρώτο Αγιασμό, που φέρνουν από την Εκκλησία οι πιστοί και ραντίζουν τα χωράφια, τους κήπους, τα σπίτια, τα πηγάδια και τα ζώα τους. Την ημέρα του Μικρού Αγιασμού, οι ιερείς πηγαίνουν από σπίτι σε σπίτι, με μια φούντα από βασιλικό και αγιάζουν τους πιστούς. Παράλληλα, τα παιδιά λένε τα κάλαντα των Φώτων, από γειτονιά σε γειτονιά. ‘Ο μήνας έχει σήμερα πέντε Ιανουαρίου και όλοι μας γιορτάζουμε τα Φώτα του Κυρίου.’
Μεγάλη η ημέρα των Φώτων, όπου ήρθαν και λάμπουν τα Φώτα και ο φωτισμός. Όλοι πιστοί θα νηστέψουν, για να πάρουν στην Εκκλησία τον Μεγάλο Αγιασμό μετά την Ιερά τελετή της Βαπτίσεως του Χριστού. Θα πιουν Αγιασμό άλλα δεν επιτρέπεται να τον πάρουν στο σπίτι τους, διότι έχει την ιδία βαρύτητα και αξία, με την Θεία Κοινωνία. Οι ιερείς, θα Αγιάσουν με ειδική τελετή τα νερά, στις θάλασσες, στις λίμνες, στα ποτάμια. Ακλουθεί το μεσημεριανό, οικογενειακό τραπέζι, με το συνηθισμένο κοτόπουλο ή άλλο κρέας. Για το τρατάρισμα θα βγουν οι ολόγλυκοι μαρμαρίτες. Στην Αντιμάχεια της Κω, την παραμονή στων Φώτων το βράδυ, ετοιμάζουν ένα ειδικό χυλό με νερό και αλεύρι και τον ψήνουν στην θράκα, στο πάντα αναμμένο τζάκι, πάνω σε ένα κομμάτι μάρμαρο. Όταν γίνει αφράτος σαν σφουγγάρι, τον τηγανίζουν και τον περιλούζουν με μέλι και κανέλλα. Ξεχωριστό έθιμο, που κρατά μέχρι και σήμερα και το προσφέρουν στις βραδινές αποσπερίδες των Φώτων και στην επόμενη γιορτή του αϊ Γιαννιού, που κλείνει και το γιορτινό Δωδεκαήμερο των Χριστουγέννων. Καλές Γιορτές και Χρόνια Πολλά. Ξανθίππη Αγρέλλη (4/12/2020)