Η σιωπή στην παγωνιά του τοπίου, πλημύριζε με νοσταλγική διάθεση τον επισκέπτη.
Ο φυσικός Χειμωνιάτικος πινάκας, απλωμένος στον καμβά του χωριού, πρόδιδε την παρουσία του μεγαλόπρεπου ορεινού όγκου του Δίκαιου, που στην ποδιά του φιλοξενούσε τα χωριά του καταπράσινου νησιού. Βρέθηκα στο αγαπημένο μου Ασφενδιού και λίγο ποιο πέρα εκεί κοντά στο Λαγούδι. Σε ένα χωριό που για κορώνα του έχει την ιστορική, Βυζαντινή Εκκλησιά της Παναγιάς. Τριγύρω τα καλό-ασπρισμένα σπίτια με τις περιποιημένες αυλές, γεμάτες με γλάστρες από γεράνια, με καλωσόριζαν με φιλόξενη διάθεση.
Το λιγωτικό μεθυστικό άρωμα του γιασεμιού, ήταν διάχυτο παντού, μέχρι τα πέτρινα στενοσόκακα, όπου σε ένα από αυτό βρίσκεται ένας παλιός ανδρικός καφενές, το κλειστό πια καφενείο του μπάρμπα Γιάννη. Έσκυψα από το στενό παραθύρι, με τα θολά τα τζάμια και θέλησα να ζωντανέψω τις φιγούρες των θαμώνων κυρίως των ανδρικών, γιατί τότε η γυναικεία παρουσία στους καφενέδες, θεωρούνταν προκλητική και φυσικά αυστηρά απαγορευμένη. Το απογευματάκι, οι θαμώνες έπιναν το ζεστό καφεδάκι τους ή το σούρουπο το βραδινό κρασάκι τους. Ήταν όλοι λεσπέρηδες, γεωργοί επιστρέφοντας από τον άοκνο κάματο στα χωράφια και στους ελαιώνες του τόπου τους.
Κρατώντας στα ροζιασμένα τους χέρια το κεχριμπαρένιο κομπολόι τους ή το σέρτικο χύμα τσιγάρο, μίλαγαν για τα μαξούλια, κουβέντιαζαν για τη σοδειά και την κουμπάνια τους και για τον δύσκολο τρόπο επιβίωσης, που με το ζόρι τα έφερναν βόλτα, ιδίως κατά τον Χειμώνα. Παράλληλα ο μπάρμπα Γιάννης, έβραζε με τον παλιό παραδοσιακό τρόπο στην χόβολη, με την στάχτη τον αχνιστό Ελληνικό καφέ. Απέναντι από την συκαμινιά, που σκέπαζε στοργικά το χαμηλόκτιστο καφενεδάκι, υπήρχε ένα ερειπωμένο διώροφο αρχοντικό. Του έλειπαν τα πορτόφυλλα σαν βγαλμένα δόντια, ενώ η αδηφάγα συκιά, ξεπρόβαλλε από τους ραγισμένους τοίχους, έτοιμη να διηγηθεί παλιές ιστορίες και καμώματα των ενοίκων του πέτρινου σπιτιού. Μια μισό-γκρεμισμένη σκάλα, θύμιζε το ανεβοκατέβασμα της ζωής τους.
Προσπάθησα να πλησιάσω, για να πάρω μια εικόνα από τις παλιές δόξες εκείνου του αρχοντόσπιτου. Κάτω από τις ερειπωμένες άλλοτε εντυπωσιακές κάμαρες, ξεχώριζε στο κατώι η αποθήκη για την κουμπάνια, αυτή που δεν έλειπε από κανένα σπίτι του χωριού.
Στην ιδιαίτερη αρχιτεκτονική των σπιτιών των γεωργο-κτηνοτρόφων, εξέχουσα θέση είχε αποθηκευτικός χώρος, για την κουμπάνια, δηλ την αποταμίευση τροφίμων και αγαθών, που θα εξασφάλιζαν την επιβίωση της οικογένειας, κυρίως κατά τους νεκρούς και παγωμένους μήνες του άκαρδου Χειμώνα. Πέρα από τον χώρο όπου το τζάκι και η παρασκιά, ζέσταινε την οικογένεια και τους μουσαφίρηδες και εξασφάλιζε το καθημερινό μαγείρεμα, υπήρχε και ο ξυλόφουρνος, για τον άρτο τον επιούσιο. Δίπλα του υπήρχε η αποθήκη για τα ξύλα. Στο κατώι αποθήκευαν το μαξούλι, την παραγωγή και την κουμπάνια, δηλ την παρακαταθήκη σε τρόφιμα και λοιπά αγαθά. Για τα ζώα, υπήρχε ειδικός χώρος στα κτήματα, δίπλα στους στάβλους και τον αχυρώνα, όπου αποθήκευαν τις τροφές τους. Ξερό χόρτο, σε δεμάτια, για τα ζωντανά ή βίκος, βρώμη και νταρί, καλαμπόκι για τα κοτόπουλα.
Τι ακριβώς περιελάμβανε εκείνη η πλούσια αποθήκη κάτω από τα σπίτια, το αμπάρι ή το κατώι, όπου φύλαγαν και συντηρούσαν τα τρόφιμά τους οι κάτοικοι των χωριών και της υπαίθρου; Υπήρχαν τσουβάλια με σουσάμι, με μύγδαλα και καρύδια, που για το ξεφύλλισμα τους, μαύριζαν τα χέρια. Κάτι ανάλογο συνέβαινε και με τις ελιές, τις πράσινες για τσάκισμα ή για χαράκιασμα. Ύστερα αυτές τις συντηρούσαν σε πήλινα μικρά δοχεία στα κιούπια ή κουζιά, ανάλογα μέσα στην άρμη ή στο λάδι.
Επίσης έφτιαχναν σύκα ξερά και σταφίδες, που τις βουτούσαν στο σταχτόνερο. Έπειτα τις άπλωναν στο δώμα του σπιτιού. Τα σύκα τα έβαζαν για λίγο στον ξυλόφουρνο, μετά τα διατηρούσαν σε πήλινα κουζιά, με κλαδάκια από μυρτιές από πάνω τους. Αποθήκευαν το λάδι στους πήλινους πίθους, δηλ στα πιθάρια, στις γυάλινες νταμιτζάνες και σε γκαζοντενεκέδες. Το κρασί το έβαζαν στα ξύλινα βαρέλια. Επίσης φύλαγαν μερικά ανθεκτικά τρόφιμα, στο ερμάρι ή αρμάρι, στην τσιμιά ή στην τριχιά ή στο φανάρι. Τα χοιρινά και το ζωικό βούτυρο, τη γλίνα από τα χοιροσφάγια, τα φύλαγαν στα πήλινα κουζιά. Από τα χοιρινά έφτιαχναν και την πηχτή, που την έβαζαν στο παράθυρο για να δροσίσει με τον αέρα και να πήξει. Ακόμη έπαιρναν τη ζάχαρη με το τσουβάλι και την αποθήκευαν για τα γλυκά του κουταλιού, όπως βύσσινο, κυδώνι, νεράντζι, ντοματάκι και για τα ρετσέλια φτιαγμένα με καρπούζια. Έβγαζαν δε το γλυκό σιρόπι, το πετιμέζι, από τον μούστο στων σταφυλιών.
Επίσης φρόντιζαν να κρατάνε αρκετό από το άλεσμα του σιταριού, για πλιγούρι και τραχανά. Φυσικά είχαν πάντα αλεύρι για ψωμί, πίτες μπακλαβά κλπ, καθώς και ψιλό αλεύρι νισεστέ, για τον καταστατό, με τον οποίο έφτιαχναν την μαγεριά ή μαεριά. Σακιά από ρύζι, όσπρια με κρεμμύδια και πατάτες, ήταν μαζεμένα στην κουμπάνια του σπιτιού. Επίσης υπήρχε αρκετό αλάτι, καλά φυλαγμένο ψιλό ή χοντρό, απαραίτητο για την άρμη και την συντήρηση των παστών τροφίμων, αλλά και για τις ελιές, πράσινες τσακιστές ή μαύρες, γυαλιστερές χαμάδες.
Στην αλάρμη ή άρμη, εκτός από τις ελιές συντηρούσαν τα διάφορα τυριά. Στη πόσσα ή στην πυτιά, δηλ στο κατακάθι του κόκκινου κρασιού, συντηρούσαν το άσπρο τυρί, το γνωστό μας κρασοτύρι. (Πυτιά έλεγαν και την μαγιά του γιαουρτιού). Το εβδομαδιαίο ψωμί, το διατηρούσαν ψηλά στον κρεμαστό πέντηλο, ένα στρογγυλό πλεκτό πανέρι. Το ψωμί ήταν φυλαγμένο στις υφαντές σερβέτες ή πετσέτες. Επίσης διέθεταν αρκετό αγνό μέλι, σε γυάλινα σκεύη, όσοι είχαν κουβάνια με κυψέλες από μέλισσες. Κουμπάνια μεγάλη έκαναν και με τα αμπελόφυλλα, στην άρμη μέσα σε κουζιά ή τα ξέραιναν περασμένα στον σπάγγο και κρεμασμένα στις μεσσιές στο ταβάνι του σπιτιού. Αυτά ήταν απαραίτητα για τα γιαπράκια ή τα ντολμαδάκια για όλο το χρόνο. Δίπλα τους κρεμούσαν πλεξούδες από σκόρδα, κρεμασμένα κοντά σε ανθεκτικά ρόδια ή σε χειμωνικά πεπονάκια. Κουμπάνια πλούσια, υπήρχε σε σπιτικό ντοματόζουμο και πυκνή σπιτική σάλτσα ντομάτας. Τέλος για τα κρύα βράδια του Χειμώνα φύλαγαν κουμπάνια, με διάφορα ξερά βραστικά όπως αλισφακιά, φλισκούνι, χαμομήλι, ρίγανη, θυμάρι κλπ. Για τις ατέλειωτες αποσπερίδες τους πάντα είχαν κρυμμένες ξερές καρπουζόκουνες, πεπονόκουνες, ηλιόσπορους και σπόρους κόκκινης κολοκύθας. Οι νοικοκυραίοι, σε διπλανό εξωτερικό χώρο, στην αποθήκη ή στην αμπαράγκα, αποθήκευαν αρκετή κουμπάνια, με ξύλα και κλαδιά, για το τζάκι ή την παρασκιά, για το μαγείρεμα και για τον ξυλόφουρνο. Εξασφαλίζοντας την απαραίτητη κουμπάνια τους οι γεωργοί, μετρούσαν τις μέρες και τις νύχτες του παγερού Χειμώνα, που εναλλάσσονταν νομοτελειακά, μέχρι να τελειώσει η κενή περίοδος της αγρανάπαυσης των ακούραστων λεσπέριδων και γεωργοκτηνοτρόφων, της Ελληνικής υπαίθρου. Προχώρησα ως την ενορία των Ασωμάτων, με το πανύψηλο καμπαναριό της Εκκλησίας των Αρχαγγέλων να ξεχωρίζει. Πέρασα από ερειπωμένα αρχοντικά, που η λαίλαπα της μεταναστευτικής μανίας τα ερήμωσε. Μερικά άλλα ήταν ανακαινισμένα και φιλόξενα. Σταμάτησα στο θρυλικό καφενέ της ‘Μερόπης’ και στάθηκα κάτω από την δασύφυλλη μουριά. Πόσες αποσπερίδες σε εκείνο τον αντρικό καφενείο. Πόσες ιστορίες και πόσες κουβέντες, για ατέλειωτα μαξούλια, για μεγάλη σοδειά και για μια πλούσια κουμπάνια, φυλαγμένη καλά στο κατώι, στο αμπάρι και στις αποθήκες των χωριάτικων σπιτιών. Πολύτιμη παρακαταθήκη επιβίωσης, για τον αφιλόξενο Χειμώνα, του ορεινού χωριού Ασφενδιού και των άλλων χωριών.
Ξανθίππη Αγρέλλη