Μια ευχάριστη ορειβατική περιπέτεια περάσαμε, ώσπου να βρούμε την κρυφή αετοφωλιά του χωριού Χαιχούτες, που βρίσκεται σκαρφαλωμένο στην δασύφυλλη πλαγιά του βουνού Δίκαιος. Με την ευκαιρία της ετήσιας Θείας Αρχιερατικής Λειτουργίας στον Άγιο Δημήτριο, από τον Μητροπολίτη κ. κ. Ναθαναήλ, θα περιπλανηθούμε στους ελικοειδείς, χορταριασμένους χωματόδρομους του σιωπηλού χωριού.
Είναι κάποια μέρη που μένουν ανεξίτηλα στη μνήμη μας, ιδίως όταν χαράχτηκαν βαθιά στις παιδικές μας αναμνήσεις. Οι Σχολικές εκδρομές, οι τακτικοί Εκκλησιασμοί και η βόλτα για να βρούμε μαύρες ελιές χαμάδες, από τους αμέτρητους αιωνόβιους ελαιώνες ή για να μαζέψουμε αγριόχορτα, σαλιγκάρια και άγριες, αγκαθωτές αγκινάρες, από τα γύρω κτήματα.
Το ορεινό ερειπωμένο χωριό Χαιχούτες, κρυμμένο μέσα σε μια μικρή κοιλάδα, σκεπασμένο από δεκάδες, αειθαλή ελαιόδενδρα, μουριές, συκιές, πεύκα και κυπαρίσσια, αναπαύεται νωχελικά, στην ποδιά του βουνού.
Το λαμπερό πρωινό ξεχωρίζει, με μια θεσπέσια ηλιόλουστη μέρα και η μελωδική καμπάνα από το ψηλό καμπαναριό του Αη Δημήτρη, καλεί τους πιστούς, για την Θεία Λειτουργία στη Θεία χάρη του.
Ανηφορίζουμε συντροφιά με τα αμέτρητα φλύαρα τζιτζίκια, κρυμμένα στα γύρω δένδρα, μέχρι το σιωπηλό χωριό. Φθάνοντας περνάμε μέσα από τα μισογκρεμισμένα σπίτια, ακολουθώντας το στενό, χωμάτινο δρομάκι, για να φθάσουμε ως την Εκκλησία του ιστορικού χωριού, τον Άγιο Δημήτριο.
Οι Βυζαντινές ψαλμωδίες των ιεροψαλτών, αντηχούν στους γύρω λόφους, χρωματίζοντας μελωδικά την καλοκαιρινή, ήσυχη γιορτινή φύση.
Όπως όλοι γνωρίζουμε, το χωριό Χαϊχούτες, το ερήμωσε η μεταπολεμική λαίλαπα της μετανάστευσης, τις δεκαετίες του 1960 -70 και 80.
Πριν το κατοικούσαν δεκάδες οικογένειες, κυρίως αγροτών και κτηνοτρόφων, με πολλές νοικοκυρεμένες μάντρες, ενώ λειτουργούσε δίπλα στην Εκκλησία και το Δημοτικό Σχολείο, ευγενική δωρεά της οικογένειας Αντωνίου Κιοσόγλου. Φιλόξενο το χωριό και πολύ ασφαλές, όπως το θυμούνται οι παλαιοί, ιδίως κατά τα δύσκολα χρόνια της ανελέητης Γερμανικής κατοχής και του τελευταίου πολέμου, αφού εκεί κατέφευγαν, όσοι ήθελαν να σωθούν, από το άγριο κυνήγι των Γερμανικών βομβαρδισμών και να επιζήσουν από την κατοχική πείνα, που επέβαλε η σκληρή Ναζιστική Γερμανική κυριαρχία.
Εκεί κρύβονταν όσοι έτρεχαν πανικόβλητοι και εξαθλιωμένοι, για να σωθούν στις βαθιές λόχμες και στα απόκρημνα βράχια, από τους θηριώδεις, Γερμανικούς, εχθρικούς βομβαρδισμούς. Στην Εκκλησία του Αη Δημήτρη, βρέθηκε υπερήφανα ανυψωμένη και η πρώτη Ελληνική Σημαία της απελευθέρωσης, μετά από την νίκη ενάντια στον σκληρό, φασιστικό Ιταλό-Γερμανικό άξονα. Η Εκκλησία αυτή, αν και πέρασε μεγάλους σεισμούς άντεξε και είναι κτισμένη από το 1840, πάνω στα ερείπια Παλαιοχριστιανικής Βασιλικής. Αργότερα έγινε το καμπαναριό, που αγναντεύει όλη την μπλε ομορφιά του Αιγαίου. Αν και η Εκκλησία είναι παλαιό κτίσμα, διατηρείται καλά, με τις Αγιογραφίες να σου προκαλούν δέος, καθώς τις ευωδιάζει το θυμίαμα του ιερέα και τις φωτίζει το ταπεινό φως των καντηλιών και των κεριών. Πάντα με περισσή ευλάβεια τα ανάβουν οι πιστοί, προσφέροντας την πίστη και την αφοσίωσή τους, στον Μεγαλομάρτυρα και Μυροβλύτη, Άγιο Δημήτριο.
Πολλοί ιερείς διακόνησαν στο παρελθόν, λειτούργησαν και προσευχήθηκαν με τους πιστούς, εμπρός στο μοναδικής τέχνης παμπάλαιο ξυλόγλυπτο Ιερό Τέμπλο, ως εφημέριοι στον Άγιο Δημήτριο.
Τακτικός επισκέπτης ήταν και ο μακαριστός Μητροπολίτης Ναθαναήλ Α’ ο Δίκαιος . Όλοι θυμούνται τον παπά Μιχάλη, τον παπά Γιάννη, τον παπά Σταμάτη, τον παπά Γιώργη, τον παπά Νικόλα, τον παπά Κώστα και τον παπά Δημήτρη, που λειτουργούσε περιστασιακά, αν και ήταν εφημέριος στον Ιερό Ναό των Ασωμάτων Ασφενδιού. Ούσα μαθήτρια, αξέχαστος μου έμεινε ο κατανυκτικός Εσπερινός στη χάρη του Αη Δημήτρη, με τον μακαριστό αείμνηστο Μητροπολίτη Ναθαναήλ Α’ Δίκαιο και τον τότε Αρχιμανδρίτη Αμβρόσιο. Ένα ολόκληρο ποτάμι από πιστούς είχαν κατακλύσει τα πέτρινα δρομάκια, για να φτάσουν στην ιστορική Εκκλησία. Οι περισσότεροι έμειναν και για την βραδινή ολονύκτια Αγρυπνία, ακλουθώντας μια ιερή συνήθεια, μέχρι την επομένη την κυριώνυμον ημέρα, όπου ακλούθησε η πανηγυρική Αρχιερατική Θεία Λειτουργία.
Όλοι θυμόμαστε ότι στο αξέχαστο πανηγύρι, που γίνονταν κάθε χρόνο στη γιορτή του Αϊ Δημήτρη, οι λεσπέρηδες του Ασφενδιού, γεωργοί και κτηνοτρόφοι, δώριζαν πολλά αμνοερίφια, και κηπευτικά για την τράπεζα. Παράλληλα οι ενορίτισσες γυναίκες, βοηθούσαν στην προετοιμασία της μεγάλης γιορτινής ημέρας. Ντόπιοι παραδοσιακοί μουσικοί και οργανοπαίκτες, έντυναν μουσικά τη γιορτή και ανέβαζαν το κέφι στα ύψη. Αξέχαστος ο ήχος, από το λαούτο του Παντελή Σαλαχώρη, τα μελωδικά βιολιά των αδελφών Γυαλίζη, (τα Γαβριλάκια) και τα μαγευτικά ακορντεόν του Γιώργη και του Μανώλη Πόγια. Μαζεύονταν κόσμος από όλα τα γύρω χωριά, φορώντας τα καλά τους ρούχα. Οι γυναίκες με τις κλαδωτές φούστες, το χρυσό γιορντάνι και τα χρωματιστά χειρέλια -μαντήλες, έβρισκαν την ευκαιρία μαζί με τους συζύγους και τα παιδιά, να γευτούν λίγη διασκέδαση, εκτός από τα πλούσια εδέσματα της υπαίθριας τράπεζας.
Οι άντρες αφήναν για λίγο τον κάματο του χωραφιού και ξεκουράζονταν, απολαμβάνοντας το αχνιστό καφεδάκι τους, ψημένο στη χόβολη ή το κρασάκι τους, στο ντόπιο καφενείο, μαζί με την υπόλοιπη αντροπαρέα.
Οι ιερείς, με τους ακούραστους δασκάλους, του παλιού Σχολείου, όπως τους αείμνηστους, Μικέ Μουζουράκη και Μιχάλη Ζαίρη, κατάφεραν να κρατήσουν ζωντανό ένα χωριό, έστω απομονωμένο και χωμένο μέσα στο πυκνόφυλλο δάσος. Είναι σημαντικό ότι υπήρχε και νυχτερινό Σχολείο, για τους αναλφάβητους ενήλικες. Όσο για την αμοιβή των ιερέων και των δασκάλων, αυτή την εξασφάλιζαν τότε, οι κάτοικοι του χωριού, με δική τους συνεισφορά, από το υστέρημά ή από τα αγροτικά προϊόντα τους.
Στον πρόναο, υπάρχουν οι σχετικές ξεθωριασμένες ασπρόμαυρες φωτογραφίες, που μας αφηγούνται, πως ήταν τότε το Σχολείο και η Εκκλησία του Αϊ Δημήτρη.
Κατηφορίζοντας, βλέπω με βαριά καρδιά τα ερειπωμένα σπίτια, στο σιωπηλό χωριό. Έφυγαν όλοι, μετανάστευσαν ως την άλλη άκρη του κόσμου, για καλλίτερο και πιο άνετο τρόπο ζωής.
Ξεχωρίζω τον παλιό καφενέ, έναν από τα τέσσερα ανδρικά καφενεία, κτισμένο από το 1920, να στέκεται εκεί και να αγναντεύει σιωπηλά, τον απέναντι Αιγαιοπελαγίτικο ορίζοντα.
Πόσες ποικίλες ιστορίες να κρύβονται εκεί, πόσες λύπες και χαρές, να κλείνουν εκείνοι οι μισογκρεμισμένοι τοίχοι; Σήμερα τα κλωνάρια από την κάπαρη και την λυγαριά, ξεπροβάλουν μέσα από τα ερείπια.
Έτοιμα να διηγηθούν, χίλιες δυο παράξενες οικογενειακές ιστορίες. Ξεχωριστές ιστορίες ανθρώπων, που δεν υπάρχουν πια, είτε γιατί ξενιτεύτηκαν και έφυγαν από το χωριό τους, κυνηγημένοι από την ανέχεια, είτε γιατί έφυγαν για πάντα από τη ζωή. Πολλοί από τους ξενιτεμένους μας δεν επέστρεψαν ποτέ, ενώ άλλοι επέστρεψαν για να Εκκλησιαστούν, στην ιστορική Εκκλησία του Αγίου Δημητρίου, όπως στην καθιερωμένη Θεία Λειτουργία, που γίνεται για τους ξενιτεμένους μας.
Λες και ένα άκαρδο χέρι, αυτό της σκληρής ξενιτιάς, μεταπολεμικά άρπαξε όλους τους περίπου οκτακόσιους και πλέον, μόνιμους κατοίκους του χωριού και τους έστειλε πολύ μακριά από τον τόπο τους, για να ζουν με τον καημό και την νοσταλγία του. Υπάρχει μια δοξασία, ότι άγνωστη, μολυσματική και μεταδοτική ασθένεια στον πόλεμο, έκανε όλους τους κατοίκους να αδειάσουν το χωριό. Που κρύβεται η αλήθεια, κανείς δεν ξέρει.
Το δροσερό νεράκι από την παρακείμενη φυσική πηγή, σταμάτησε να τρέχει περίσσιο, τη στιγμή του τελευταίου μεγάλου και φοβερού σεισμού, του Ιουλίου 2017. Ωστόσο με αποζημίωσε η ατέλειωτη συναρπαστική θέα του νησιού μας, που απλώνονταν προκλητικά απέναντι μου.
Όσοι προλάβανε να ζήσουν έστω και για λίγο, στο υπέροχο ορεινό χωριό Ασφενδιού, θα θυμούνται και την ενορία στις Χαϊχούτες. Ήταν όλη ζωντάνια, με τα φιλόξενα σπίτια πάντα ανοιχτά και τις ανθισμένες μικρές αυλές, γεμάτες από βασιλικό και δυόσμο, πλημυρισμένες από τις χαρούμενες παιδικές φωνές. Δυστυχώς εδώ και πολλά χρόνια επειδή το χωριό ερήμωσε, όλα σχεδόν τα σπίτια από την έλλειψη συντήρησης και την μακρόχρονη κλεισούρα κατέρρευσαν.
Μερικές αγριοτριανταφυλλιές, σκόρπιες στις ερημωμένες αυλές, πεισματικά επιβιώνουν και χαρίζουν το άρωμα τους.
Παρόλα αυτά η πρωτοβουλία της Ιεράς Μητροπόλεως, να ανακαινίσει πλήρως το παλιό Πρεσβυτέριο, που είναι δίπλα στις αίθουσες του παλιού Σχολείου, αναζωπυρώνει τις ελπίδες για το ξαναζωντάνεμα του έρημου χωριού. Επίσης το παραδοσιακό καφενεδάκι, μαζί με τον Μουσειακό χώρο, της οικογένειας Ηλία Καματερού, δίνουν ξεχωριστή πινελιά ζωντάνιας, στο ρημαγμένο χωριό. Για αυτό σε πείσμα όλων, οι ατέλειωτες συκιές, θα προσφέρουν ολόγλυκα σύκα στους επισκέπτες και οι ασημόχρωμες ελιές, θα είναι πάντα φορτωμένες με πλούσιο ελαιόκαρπο. Ίσως κάποια μέρα οι ξενιτεμένοι και τα παιδιά τους να ξαναγυρίσουν, φορτωμένοι νοσταλγία, για το ορεινό χωριό τους. Κάποτε ίσως οι μισογκρεμισμένοι φούρνοι να ανάψουν ξανά, για να ψήσουν ζεστό σπιτικό ψωμί, για να μαγειρέψουν νόστιμα, γεμιστά ντολμαδάκια από τα αμπελόφυλλα της κληματαριάς ή ψητό κατσικάκι, στην πήλινη γάστρα και να χορτάσουν όσους νοσταλγούν την ανέμελη και αθώα ζωή, του εγκαταλειμμένου τους τόπου, τις Χαιχούτες, στο ορεινό χωριό του Ασφενδιού. Ίσως και πάλι οι νοικοκυρές να τρατάρουν τον επισκέπτη, με φιλόξενη διάθεση και να τον κεράσουν γλυκιά μαγειριά, ή παραδοσιακό Κώτικο, γλυκό κουταλιού ντοματάκι, με το ρουμπινί σιρόπι του, εγκλωβισμένο στο γυάλινο βάζο.
Μπορεί και πάλι οι παρατημένοι ελαιώνες να πλημμυρίσουν με εργάτες και εργατίνες, για να μαζέψουν τις ελιές, για το λιοτρίβι ή τις ελιές χαμάδες και τις πράσινες τσακιστές, για τη σαλάτα.
Όλα αυτά θα μας θυμίζουν τον παλιό καλό καιρό, τότε που οι Χαϊχούτες, αποτελούσαν την πέμπτη και πιο πυκνοκατοικημένη ενορία του ορεινού, ιστορικού χωριού Ασφενδιού, πριν ερημώσει. Ενός χωριού που πριν την μεταπολεμική μετανάστευση, κατέγραφε αρκετές εκατοντάδες μόνιμους κατοίκους και είχε πέντε ενοριακές Εκκλησίες. Ωστόσο η ετήσια Αρχιερατική Θεία Λειτουργία και η γιορτή του Αγίου Δημητρίου, στο εγκαταλειμμένο χωριό Χαιχούτες, δεν θα σταματήσει να συγκεντρώνει τους ευλαβείς προσκυνητές, από όλα τα σημεία του νησιού μας και από όλα τα μέρη της γης.
Ξανθίππη Αγρέλλη