Ραδιόφωνο Live Επικοινωνία Χρήσιμα τηλέφωνα Φαρμακεία
Follow us
Σχολίασε την φωτογραφία 0 σχόλια
×

Κ. Σκανδαλίδης: Η πλατεία μου...

19/05/2023
205 Εμφανίσεις
0 Σχόλια

Πάνε πενήντα χρόνια από τότε που η Πλατεία του χωριού μου, μ’ έκανε πάντα  περήφανο και κόρδωνα το κορμί σαν του κόκορα, γιατί ήταν η μεγαλύτερη Πλατεία στον κόσμο! Χωρούσαν μέσα της, ένα μουράγιο ολόκληρο με την ιχθυόσκαλα και τα καΐκια κι εφτά δρόμοι του χωριού, από τους οποίους ο ένας έφερνε το λεωφορείο από την πρωτεύουσα του νησιού. Κι ακόμα, ένα ολόκληρο ηρώο, αφιερωμένο στον άγνωστο στρατιώτη. Και πάνω απ’ όλα χωρούσαμε όλοι εμείς η πιτσιρικαρία η μεταπολεμική με τις παρελάσεις μας στις εθνικές επετείους και οι δάσκαλοι  όλοι και οι επίσημοι και το χωριό ολόκληρο…
…Άλλωστε, η Πλατεία του χωριού μου  ήταν όντως η μεγαλύτερη και κατόπιν τούτου, ο ομφάλιος λώρος της γης! Έτσι ήτανε. Όλη η ζωή μας περνούσε υποχρεωτικά από την Πλατεία κάθε μέρα.  Άσε που αργότερα, όταν ήρθαν και τα τουριστικά χρόνια και οι…κλίνες του χωριού έγιναν είκοσι χιλιάδες από χίλιες εκατό, έμαθα ότι η ζωή όλη περνούσε και τις…νύχτες από την Πλατεία. Επομένως, είχαμε και Πλατεία, πλέον, ζώσα επί  εικοσιτετραώρου βάσεως. Άστε που όλα τα δρώμενα του χωριού - όταν ήμασταν χωριό βέβαια (εννοώ επί της εποχής των χιλίων εκατό κατοίκων) - συνέβαιναν επί της Πλατείας. 
Φανταστείτε, ότι όλα τα απογευματινά χαστούκια (ξύλο να δουν τα μάτια σας!) από τους δασκάλους μας, έπεφταν επί της κεφαλής μας εντός της Πλατείας,  αφού εκεί συνήθως μας τσάκωναν πάνω στο παιγνίδι. Περιττό να τονισθεί, πως τα πρωϊνά χαστούκια έπεφταν εντός των  σχολικών αιθουσών. Χαρακτηριστικά  απομεινάρια των πρωϊνών και απογευματινών χαστουκιών ήταν το αποτύπωμα της διδασκαλικής παλάμης στα παιδικά μαγουλάκια μας και ο γεωγραφικός υγρός χάρτης στο κοντό παντελόνι ή στη φούστα ή στα λιγνά μεταπολεμικά ποδαράκια μας. Η συχνουρία ήταν σύνηθες…ιατρικό σύμπτωμα του φόβου και του τρόμου της χερούκλας  ή της  βίτσας από αγρελιά. Και να ’θελες ν’ αντισταθείς, μπορούσες;
Ας είναι όμως. Το θέμα είναι η Πλατεία. Αυτή η Πλατεία που μου σημάδεψε τη ζωή, ως τα σήμερα.
Η πρώτη τραυματική εμπειρία της ζωής μου, πέρασε από την Πλατεία. Από αυτή τη θεατρική σκηνή. Τη μεγαλύτερη Πλατεία όλου του κόσμου. Αρχές δεκαετίας του ΄50. 
Τότε που τα καραβάνια της μετανάστευσης, ήταν ο μόνος δρόμος της επιβίωσης. Όχι βέβαια και της αξιοπρέπειας… 
…Τότε που η κατάρα της φυλής -ή καλύτερα μια από τις κατάρες της φυλής-  το μικρόβιο του διχασμού μετέτρεψε ό,τι ομορφότερο  στο νησιωτικό μικρόκοσμο του Αιγαίου σε τόπους εξορίας και φυλακών και βασανιστηρίων και καταρράκωσης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. 
Τότε που η μεταπολεμική ένδεια ήταν κοινωνικός κανόνας  που τους «αγκάλιαζε» σχεδόν όλους. Όλους τους ανθρώπους του μεροκάματου και του μόχθου. 
Τότε που υπήρχαν τα υποχρεωτικά μεροκάματα υπέρ του  «ανασυγκροτούμενου» ελληνικού κράτους…
…Τότε λοιπόν που συνέβαιναν όλ’ αυτά, η πατρίς λιμοκτονούσε, προσπαθώντας να κλείσει όπως-όπως τις πληγές του πολέμου, τις πρώτες πληγές αυτού του μεταναστευτικού ρεύματος, αυτού του ανθρώπινου φευγιού, του όπου  φύγει-φύγει! 
Και ήταν σκηνές πράγματι αρχαίας ελληνικής τραγωδίας, τέτοιες, που μόνον ο μεγάλος Κάρολος Κουν μπορούσε να σκηνοθετήσει.  Οι ολοφυρμοί και τα ξεμαλλιάσματα των μανάδων στη μεγάλη Πλατεία με τα λυπητερά τραγούδια  του ξενιτεμού, θα μείνουν  ανεξίτηλα στη μνήμη.
Αν φεύγεις, άμε στο καλό
και στην  καλή την ώρα
κι εκεί που’ ναι(ν) οι στράτες σου,
τριαντάφυλλα και ρόδα.
Αγόρια και κορίτσια, ακόμη και στην ηλικία της εφηβείας, πήραν τότε το δρόμο της ξενιτιάς  και του εκπατρισμού. Αλλά  και πατεράδες, θυμάμαι, πνιγμένους στο κλάμα, ν’ ανεβαίνουν στο λεωφορείο της γραμμής για την πρωτεύουσα του νησιού κι από εκεί με το σαπιοκάραβο για τον Πειραιά και στη συνέχεια με το «Πατρίς», για να  μεταφερθούν στη μακρινή Αυστραλία, ως δουλοπάροικοι, ως εργάτες στην καλύτερη των περιπτώσεων, ξένοι στα ξένα, χωρίς καμιά γλώσσα για συνεννόηση…
…Πώς να ξεχάσεις, Θεέ μου, τέτοιες πληγές.  Και πώς μπορείς  να μη θυμάσαι την Πλατεία,  ακόμη και σήμερα  που την πλακόστρωσαν και την έκαμαν, λέει, πεζόδρομο!
Θυμάμαι σαν έφυγα στα δεκατέσσερα και ξαναγύρισα ύστερα από έξι-επτά  χρόνια, όταν αντίκρισα τη μεγαλύτερη Πλατεία του κόσμου,  στένεψε ο δικός μου κόσμος. Σκοτείνιασε η γη. Κατέρρευσα ο ίδιος. Ο μύθος μου δεν υπήρχε πια στις διαστάσεις που τον ήθελα. Η Πλατεία ήταν μια  χούφτα,  άντε μια δρασκελιά. Κι όμως εγώ τη γνώρισα τεράστια και ατέλειωτη, τόση που μας χωρούσε όλους όσοι μέναμε στο χωριό. Τώρα γιατί;
Τι να συνέβηκε άραγε; Κι όταν με πήραν τα δάκρυα, με συνέφερε ο φίλος, σαν του είπα  τι μου συνέβαινε. Απλώς είχα μεγαλώσει εγώ! Η Πλατεία, φαίνεται, είχε αρχίσει  να παίρνει τις κανονικές της   διαστάσεις! Βέβαια, αν μ’ έβαζαν οποιαδήποτε στιγμή της  ζωής  μου  να  διαλέξω, με σιγουριά θα διάλεγα τον κόσμο των μικρών παιδιών, που όλα τα βλέπουν μεγάλα, όλα τα μεγιστοποιούν, όλα τα μυθοποιούν κι είναι όλα τόσο όμορφα Θεέ μου, μα τόσο όμορφα…
["Η Πλατεία μου", εκδ. οίκος  Α.Α.ΛΙΒΑΝΗ, Αθήνα, 2003, συγγραφέας Κ. Σκανδαλίδης]




Η ανωνυμία είναι το καλύτερο κρησφύγετο δειλίας και χυδαιότητας!
Σχόλια 0

Πρόσθεσε ένα σχόλιο

× ExpImage

ΕΞΟΔΟΣ