Κυρίες και κύριοι
Η πολυσέλιδη εργασία που έγραψε η ταπεινότητά μου, θα σας ταξιδέψει σε ένα ιδιαίτερο τρόπο ζωής και διατροφής των κατοίκων των χωριών, των νησιωτών και γενικά της Ελληνικής υπαίθρου. Ο Ξεχωριστός εκείνος τρόπος ζωής, διακρίνεται για την προσπάθεια επιβίωσης, σε δύσκολες συνθήκες και διατροφικές συνήθειες, με λιγοστά, αναγκαία εφόδια. Τα ήθη και τα έθιμα, που ρίζωσαν σε εκείνο τον καιρό, έγιναν φύλακες των αξιών της εποχής εκείνης μέχρι και σήμερα. Τι να πρωτοθυμηθούμε; Τι να πρώτο περιγράψουμε; Όσοι προλάβαμε και βιώσαμε αυτό τον λιτό, αλλά πολύ πλούσιο σε αισθήματα ανθρωπιάς και αλτρουισμού, απλοϊκό τρόπο ζωής, είμαστε τυχεροί και ευνοημένοι.
Την κοπιώδη παραγωγή των αγαθών, ακολουθούσε η κουμπάνια, η αποθήκευση, η παρακαταθήκη στο κελάρι ή στην υπόγεια αποθήκη του περτρόκτιστου σπιτιού. Όλα όσα παρήγαγαν οι γεωργό-κτηνοτρόφοι, ήταν αρκετά για να ζήσουν άνετα και αυτάρκεις, αυτοί και οι οικογένειες τους. Εξάλλου ήταν αφεντικά του εαυτού τους και διαχειρίζονταν ελεύθερα, τα εισοδήματα και τα προϊόντα τους, κατά το δοκούν. Έχουμε λοιπόν σημαντικό εισόδημα, από την πληθώρα ελαιώνων, για το αγνό λάδι και από τους απέραντους αμπελώνες, για το μεθυστικό κρασί.
Το καλοκαίρι τα καταπράσινα κηπευτικά στα μποστάνια, με πρωταγωνίστριες τις ντομάτες, γέμιζαν τα εργοστάσια μεταποίησης τοματοπελτέ. Έχουμε τα δροσερά καρπούζια και πεπόνια, που μοίραζαν τη δροσιά τους και χόρταιναν τους άοκνους εργάτες της γης. Αυτούς που έμεναν στα καλοκαιρινά τσαρδάκια, τις προχειροφτιαγμένες καλύβες ή αμπαράγκες, σκεπασμένες με βρύα και καλάμια και που για ασφαλή πόρτα τους, είχαν μια χοντρό-υφασμένη στον αργαλειό, πολύχρωμη κουρελού. Πολλοί ήταν οι γεωργοί, που το καλοκαίρι κοιμόντουσαν στο ύπαιθρο, κάτω από τον έναστρο ουρανό και το ολόγιομο φεγγάρι Σε δύσκολους καιρούς επισιτιστικής κρίσης ή σε σκοτεινούς καιρούς πολέμου, οι γεωργό- κτηνοτρόφοι ήταν εφοδιασμένοι με την κουμπάνια τους, που περιείχε όλα τα αγαθά. Από τα βασικά σιτηρά και δημητριακά μέχρι τα όσπρια και τα κηπευτικά.
Τα φρούτα και τα λαχανικά που παρήγαγαν, ήταν όλα αγνά και φυσικά και δεν γνώριζαν ψεκάσματα με δηλητηριώδη ζιζανιοκτόνα, ούτε ενισχυτικά με χημικά λιπάσματα. Είχαν αυτάρκεια οι κάτοικοι των χωριών και της υπαίθρου, σε όλα τα προϊόντα και τα μόνα αγαθά που αγόραζαν από το μοναδικό μπακάλικο και συνάμα καφενέ του χωριού, ήταν ζάχαρη, καφέ, ρύζι, αλάτι, μπαχαρικά και φωτιστικό πετρέλαιο. Μερικές φορές τα έπαιρναν δίνοντας ένα μπουκάλι γάλα, λάδι ή κρασί και μερικά αυγά, ενισχύοντας έτσι την ανταλλακτική οικονομία. Έπαιρναν αγαθά και έδιναν προϊόντα για πληρωμή. Όσο για την συσσώρευση σκουπιδιών, αυτή ήταν ανύπαρκτη, ανακουφίζοντας έτσι τον πλανήτη.
Όλα τα τρόφιμα καταναλώνονταν άμεσα και ό, τι απέμενε στο τραπέζι, το έριχναν στα πουλερικά, στους χοίρους και στα άλλα ζώα. Αναφορικά για την ένδυση και την υπόδηση, ήταν πρωτοπόροι στη λέξη ανακύκλωση. Στις πολυμελείς οικογένειες, τα παπούτσια και τα ρούχα, άλλαζαν χέρια. Τα μικρότερα παιδιά, φόραγαν τα παπούτσια και τα ρούχα των μεγαλυτέρων, με μια μικρή μεταποίηση. Τίποτα δεν πετιόταν, εκτός αν είχε φθαρεί και τελείως αχρηστευθεί. Το Ημερολόγιο, καθοδηγούσε τους αγρότες, τους λεσπέριδες, μαζί με τα κέφια του καιρού, στον προγραμματισμό της δουλειάς και στην διαχείριση των προϊόντων τους.
Μεγάλες γιορτές, όπως των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς του, Πάσχα και του Δεκαπενταύγουστου, ήταν πλαισιωμένες με τα δικά τους ξεχωριστά ήθη και έθιμα. Έτσι κάθε εποχή, όπως το Φθινόπωρο το λιομάζωμα και μετά τα χοιροσφάγια, συνοδεύονταν από παραδοσιακά γλέντια, με Δημοτικούς χορούς, από αυτοδίδακτους λαϊκούς μουσικούς, που έντυναν μελωδικά τη γιορτή.
Κάθε συγκομιδή του ελαιοκάρπου, κάτω από το ψιλοβρόχι ή του σίτου κάτω από τον καυτό ήλιο και του αμπελώνα στα πατητήρια, την ακολουθούσε η ανάλογη οικογενειακή γιορτή της εργατιάς. Έφθαναν τα πουζουνίκια ή τα αποκηπίσματα, δηλ το συμμάζεμα των προϊόντων των καλοκαιρινών αγρών, από τα απομεινάρια των κηπουλιών. Οι γεωργό-κτηνοτρόφοι μοχθούσαν νυχθημερόν, για να δρέψουν τους καρπούς των κόπων τους και μάζευαν τις οικονομίες τους για τον δύσκολο Χειμώνα. Τότε στον μικρό χρόνο αγρανάπαυσης οι χωρικοί γεωργό-κτηνοτρόφοι, ξόδευαν το μαξούλι της σοδιάς, δηλ τοις οικονομίες τους, για κοινωνικές εκδηλώσεις. Όπως σε λογοδοσίματα, αρραβωνιάσματα, σε Γάμους και σε Βαπτίσεις. Όσο για τις διασκεδάσεις που τις ακολουθούσαν, αυτές ήταν μοναδικές και αλησμόνητες. Οι κάτοικοι της υπαίθρου και των χωριών, για διασκέδαση τους, έπειτα από τον καθημερινό κάματο της ημέρας, πήγαιναν στο ανδροκρατούμενο καφενείο του χωριού.
Αυτό με το μοναδικό τηλέφωνο και το παλιό ξύλινο ραδιόφωνο, για τις ειδήσεις.
Έστριβαν εκεί το αυτοσχέδιο, σέρτικο τσιγάρο τους, έπαιζαν το κεχριμπαρένιο κομπολογάκι στα ροζιασμένα τους χέρια και απολάμβαναν το αχνιστό καφεδάκι, ψημένο στη στάχτη της χόβολης που συνήθως το πλήρωναν με ένα αυγό. Συχνά άνοιγαν συζήτηση με τον εκάστοτε μοναδικό Ιερέα, τον Δάσκαλο, τον Αγροφύλακα, τον Χωροφύλακα και ενίοτε με τον Αγροτικό Ιατρό, του χωριού. Όσον αφορά τις γυναίκες, αυτές περίμεναν να ξεδώσουν στα Εκκλησιαστικά και κοινωνικά πανηγύρια. Καθώς επίσης και στις Χειμωνιάτικες αποσπερίδες, δηλ στις βραδινές επισκέψεις, στις βεγγέρες.
Υπό το ωχρό φως της λάμπας πετρελαίου, καθισμένες δίπλα στο τζάκι, με το βελονί στο χέρι, έπλεκαν ωραία εργόχειρα ή με την βελόνα και την κλωστή, κεντούσαν αριστουργήματα, όσες δεν διέθεταν σπιτικό αργαλειό. Παράλληλα συζητούσαν για τα νέα της γειτονιάς, στην μικρή κοινωνία του χωριού τους. Αυτά, που δεν πρόλαβαν να πουν με την στάμνα στο χέρι, δίπλα στην πηγή ή στο πηγάδι. Ξεδιπλώνοντας λοιπόν, το κουβάρι των ατέλειωτων αναμνήσεων και ξαναζωντανεύοντας τις αμέτρητες διηγήσεις μιας αλλοτινής εποχής, στο διάβα του ανελέητου χρόνου, ανακαλύπτουμε πως εκείνη η εποχή, έχει πολλά και σημαντικά να μας διδάξει. Προπάντων δε πως τα λίγα αγαθά, γίνονται πολλά, όταν υπάρχει η ομόνοια και η αγάπη μεταξύ των ανθρώπων. ‘Διότι η αυτάρκεια σε τροφή, είναι μέρος της ελευθέριας των ανθρώπων.’ Ιωάννης Καποδίστριας
Σας ευχαριστώ θερμά, για την υπομονή σας.
Ξανθίππη Αγρέλλη