Ραδιόφωνο Live Επικοινωνία Χρήσιμα τηλέφωνα Φαρμακεία
Follow us
Σχολίασε την φωτογραφία 0 σχόλια
×

ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΗ ΣΤΟΥΣ ΑΓΩΝΕΣ ΤΩΝ ΑΠΟΔΗΜΩΝ ΚΩΩΝ - ΤΙΜΗΘΗΚΕ Ο Ν. ΙΤΣΙΝΕΣ

12/08/2024
343 Εμφανίσεις
1 Σχόλια

Ο Πνευματικός Όμιλος Κώων ‘ο Φιλητάς,’ το Τμήμα Πολιτισμού του Δήμου Κω και η Ένωση Κώων Αθηνών ‘ο Ιπποκράτης’, διοργάνωσαν το βράδυ της Κυριακής, 11/8, στο Ιστορικό και Λαογραφικό Μουσείο Κω το ‘Χάνι’, την εκδήλωση για τους ομογενής. 

Πλήθος κόσμου, μαζί με τις Θρησκευτικές, Πολιτικές, Στρατιωτικές αρχές και πολλούς αποδήμους ομογενείς μας, παρακολούθησαν την εκδήλωση, που ήταν αφιερωμένη στους αγώνες των αποδήμων Δωδεκανησίων, κατά την διάρκεια της κατοχής των νησιών μας και μετά.

Για την πρόσφορα και το πνεύμα αλληλεγγύης, των αποδήμων συμπατριωτών μας της Δωδεκανήσου, μίλησε ο κ. Νικόλαος Φλυτζάνης Αντιπρόεδρος της Ένωσης Κώων Αθηνάς, αφού ο καθηγητής και διδάκτωρ του Πανεπιστήμιου κ. Θεοφάνης Μαλκίδης, για λόγους υγείας δεν ήρθε. 

 Οι ομιλητές πάρα πολλοί ανάμεσα τους και η συγγραφέας και δημοσιογράφος, μέλος του ΔΣ του ΠΟΚ Φιλητάς, που ανέγνωσε απόσπασμα από το τρίτο βιβλίο της ‘Η κυρά του Ελαιώνα’ αφιερωμένο στους απόδημους ομογενείς μας. 

 Στην συνέχεια τιμήθηκαν, για την ανιδιοτελή πρόσφορα και την συμβολή τους, στην σύσφιξη των πατριωτικών δεσμών και φιλικών σχέσεων, ο επί χρόνια πρόεδρος των απανταχού Δωδεκανησίων καθηγητής κ. Νικόλαος Ιτσινές. Επίσης ο τιμητικός έπαινος, δεν δόθηκε στην οικογένεια του κ. Νικολάου Κρητικού, αφού δεν προσήλθε, για την αφιλοκερδή προσφορά του και στήριξη στους συμπατριώτες ξενιτεμένους αδελφούς μας. Την εκδήλωση συντόνισε, η πρόεδρος του ΠΟΚ ο ‘Φιλητάς,’ κ. Μαρία - Παρισσίδου.

Το απόσπασμα από το βιβλίο ‘η Κυρά του Ελαιώνα’ αφιερωμένο στους απανταχού ομογενείς μας που διάβασε το μέλος του ΠΟΚ Φιλητάς συγγραφέας και δημοσιογράφος Ξανθίππη Αγρέλλη στην εκδήλωση για τους αποδήμους την 11/8/2024 στο Λαογραφικό Μουσείο ‘Χάνι.’


‘ΤΟ ΠΟΚΙΝΗΜΑ’ Από τις σελίδες της λαογραφίας μας

Όλη η γειτονιά είχε μαζευτεί εκείνο το Φθινοπωριάτικο απόγευμα, στο χαμηλό- κτιστό σπίτι της κυρά Λεμονιάς. Συγγενείς, φίλοι και γείτονες, είχαν γεμίσει ασφυκτικά το μονόχωρο νοικοκυρεμένο σπίτι και την λουλουδιασμένη αυλή. Ήρθαν για να ποκινήσουν και να αποχαιρετίσουν την πρωτοκόρη της, που θα παντρευόταν στην μακρινή Αυστραλία. Με τη γεύση του μισεμού και της ξενιτιάς, η άβγαλτη θυγατέρα, θα αναζητούσε την τύχη της, σε μια άγνωστη χώρα, όπως της την είχαν οργανώσει τα ξαδέλφια της, εκεί μακριά στο Σίτνεη.

Το αποφάσισε η κυρά Λεμονιά και έδωσε την Αννιώ της σε ένα καλό παιδί, πατριωτάκι, τον Βαγγέλη, με δικό του συνεργείο καθαρισμού αυτοκίνητων. Έτσι για να μπορέσει να ξεφύγει η ορφανή από πατέρα, κόρη της, από την μιζέρια και το ξενοκάματο στους κάμπους, στα χωράφια και στους ελαιώνες. Για να γνωρίσει τον Κόσμο, μακριά από το μικρό χωριό της.

Όταν σχόλναγε η Αννιώ, μέχρι τα τριάντα της κεντούσε σεμεδάκια, έπλεκε διάφανες δαντέλες και έφτιαχνε ανθισμένες μαξιλαροθήκες. Κάτω από τη δασύφυλλη μουριά της ανθισμένης αυλής, μόλις τελείωνε από τον κάματο της εργατιάς, κεντούσε ανεβατά ροζ ανθάκια αμυγδαλιάς, πάνω στα ολόλευκα τραπεζομάντιλά της.

Να που ήρθε λοιπόν η ώρα, να μπουν στη ‘στοίβα’ τα προικιά της και να καμαρώσουν όλοι

την ασπρική της. Ύστερα θα στριμώχνονταν όλα στο μικρό ξύλινο σεντούκι, μαζί με το παλιό, κιτρινισμένο νυφικό της μάνας της.

Πάνω, πάνω, έβαζαν την εικόνα του Χριστού και της Παναγιάς, ένα βάγενο πλεκτό Σταυρό και λίγα μοσχοβολημένα φύλλα λεμονιάς και άγριας λεβάντας.

Θα ταξίδευε σε θάλασσες γαλήνιες και φουρτουνιασμένες η Αννιώ μόνη, μαζί με τα προικιά της, μίλια μακριά, στριμωγμένη σε ένα πλοίο Υπερωκεάνιο, το ‘Πατρίς,’ για 30 περίπου μερόνυχτα, παρέα με δεκάδες άλλους οικονομικούς μετανάστες. Όλοι αυτοί, άφηναν πίσω τους τη φτώχεια της μεταπολεμικής, οικονομικά εξαθλιωμένης Ελλάδας.

Έτσι αναγκαστικά, στρίμωχναν σε μια βαλίτσα τα λιγοστά ρούχα τους, μαζί με τα ατέλειωτα όνειρά τους και τραβούσαν τον πικρό δρόμο του μισεμού και του αποχωρισμού, μακριά από το χωριό και τους δικούς τους.

Οι συγγενείς και τα αδέλφια της Αννιώς, έστησαν ένα μικρό γλέντι για τα ‘ποκινήματα.’

Αφού ‘Αγίασε’ τα προικιά ο παπά Κυριάκος, κάθισε και εκείνος στο γλέντι.

Κάλεσαν και τα Γαβριλάκια, τους αδελφούς Γιαλίζη, με το μαγικό βιολί και το λαούτο τους, καθώς και τον Παντελή τον Σαλαχώρη και τον Γιώργη τον Πόγια, με τον γιο του τον Μάνο.

‘Αχ,.... η ξενιτιά σε χαίρεται τζιβαέρι μου,....’ ακούγονταν το τραγούδι της ξενιτιάς.

Πέρασε και ο Κοινοτάρχης του χωριού, για να ευχηθεί στην λογοδοσμένη κοπέλα και να παραστεί στο ποκίνημα της. Ύστερα ήρθε ο ηλικιωμένος Δάσκαλός της με τον Αγροφύλακα, για να δώσουν τις δικές τους ευχές. 

Για να γευτούν τα παραδοσιακά γιαπράκια με αμπελόφυλλα ή ντολμαδάκια, τις σπιτικές χυλοπίτες, μαζί με τις νόστιμες χοιρινές μπουκιές, τσιγαρισμένες στην γλίνα και να πιουν μεθυστικό κρασί για μεγαλύτερο κέφι, χορό και τραγούδι.

Το ποκίνημα, το ξεπροβόδισμα, του ξενιτεμένου ή της ξενιτεμένης, ήταν ένα συνηθισμένο έθιμο, που θύμιζε το στρώσιμο του κρεβατιού, λίγες μέρες πριν τον γάμο.

Για αυτό και οι λεύτερες κοπέλες της γειτονιάς, κρατούσαν το δίσκο με το λικέρ βύσσινο και κερνούσαν. Ακολουθούσε το τρατάρισμα ή κέρασμα, με το παραδοσιακό γλυκό κουταλιού ντοματάκι, σταφύλι, κυδώνι, ή νεραντζάκι.

‘Και στα δικά σας’, τους εύχονταν όλοι, με την ελπίδα να ανοίξει και για αυτές η τύχη τους και να καλοπαντρευτούν.

Η μάννα, έπρεπε με ποτάμια δάκρυα, να αποχωριστεί την αγαπημένη της κόρη, να τη ποκινήσει δηλ να την κατευοδώσει. Να κάνει την καρδιά της κόμπο, για να της ανοίξει το δρόμο σε μια καλλίτερη ζωή, εκεί σε μια μακρινή και άγνωστη Πολιτεία.

Αν ήταν τυχερή η κόρη της, θα περνούσε μια ευχάριστη ζωή με ένα καλό σύντροφο.

Αυτό άλλωστε το εύχονταν όλοι, γιατί ‘ο γάμος είναι ένα λαχείο,’ όπως έλεγαν και οι σοφοί.

Στο ποκίνημα ή στο ξεπροβόδισμα, όσοι φίλοι και συγγενείς ερχόταν, έφερναν και τα ποδοσήμια τους, τα πεσκέσια τους, δηλ τα δωράκια τους για το καλό κατευόδιο.

Όταν έφτανε η πικρή ώρα του αποχωρισμού, μαντήλια αποχαιρετισμού ανέμιζαν στο φρέσκο αεράκι του μπάτη, καυτά δάκρυα κυλούσαν ασταμάτητα και τα σφικτά αγκαλιάσματα δεν είχαν τελειωμό. Μέχρι που η μοχθηρή μπουρού του μεγάλου καραβιού, πεισματικά να βρυχάται, σαν θηρίο, για να χωρίσει την λογοδοσμένη Αννιώ, από την μητρική και συγγενική αγκαλιά. Τον ‘νόστιμον ήμαρ,’ η γλυκιά μέρα του γυρισμού, φάνταζε πια πολύ μακριά για την ξενιτεμένη κόρη. Ίσως ποτέ να μην ξαναγυρνούσε στο φτωχικό της σπίτι και εκείνο το ποκίνημα, θα έμενε για πάντα νοσταλγικά, χαραγμένο ανεξίτηλα στη μνήμη της.


‘Ποκίνημα’ στην γλώσσα του λαού, λέγονταν και το καθημερινό κατευόδιο, η ξεπροβόδισμα, όταν μητέρες, σύζυγοι, αδελφές, θείες και κόρες, κατευόδωναν κάθε πρωί τους εργάτες για τα χωράφια. Τους  ετοίμαζαν ένα απλό αλλά χορταστικό κολατσιό.

Μέσα στην υφαντή στον αργαλειό πετσέτα, η στην τσίγκινη καστανιά, έβαζαν σπιτικό, ζυμωτό ψωμί, ελιές πράσινες τσακιστές ή μαύρες χαμάδες, λίγο κόκκινο κρασσοτύρι της τυριάς και λίγες χοιρινές μπουκιές, βουτηγμένες στη γλίνα. Κρύο νεράκι από το πηγάδι ήτην κοντινή πηγή, έπαιρναν με το τσίγκινο παγούρι.

Για τους μερακλήδες, υπήρχε και το κανί, δηλ το μπουκαλάκι με το κόκκινο ή λευκό κρασί.

Το ‘ποκίνημα’ ήταν η κύρια φροντίδα της νοικοκυράς, είτε κατευόδωνε κάποιο δικό της πρόσωπο, για τη καθημερινή δουλειά, είτε αποχαιρετούσε για πάντα, αγαπημένο οικείο της πρόσωπο, για το μακρινό ταξίδι της ξενιτιάς. 

Ξανθίππη Αγρέλλη




Ρεπορτάζ Ξανθίππη Αγρέλλη (Κως 11/8/2024)


Η ανωνυμία είναι το καλύτερο κρησφύγετο δειλίας και χυδαιότητας!
Σχόλια 1
Αναγνώστες
Αναγνώστες 13/08 - 13:38
Αποδημοι
Πολύ ωραίο και εύστοχο για την εκδήλωση το κείμενό σας. Τα υπόλοιπα απλά μας κούρασαν.

Πρόσθεσε ένα σχόλιο

× ExpImage

ΕΞΟΔΟΣ