Με την ευκαιρία των εγκαινίων της αίθουσας εκδηλώσεων, της Παναγίας της Ευαγγελίστριας, ας θυμηθούμε το θρυλικό εξατάξιο Σχολείο του ορεινού Ασφενδιού.
Σελίδες νοσταλγίας από το Σχολικό μου ημερολόγιο, για το ιστορικό εξατάξιο, Δημοτικό Σχολείο του Ασφενδιού.
Όποτε ανηφορήσω στο αγαπημένο μου χωριό Ασφενδιού, θα συναντήσω στο δρόμο μου το αξέχαστο, ιστορικό, εξατάξιο Δημοτικό Σχολείο. Σε ένα σκηνικό σιωπηλό και έρημο, λόγω της συνεχούς μεταπολεμικής μετανάστευσης, ζωντανεύουν φιγούρες εκπαιδευτικών και παιδιών, που διψασμένα άρμεγαν τη γνώση.
Πρωί , πρωί αχάραγα, σηκωνόμασταν για να ετοιμάσουμε τη σάκα με τα βιβλία, που ήταν σκορπισμένα στο τραπέζι, δίπλα στη λάμπα πετρελαίου. (Τότε το ηλεκτρικό ρεύμα, δεν είχε φτάσει ακόμη στα χωριά).
Με το διαπεραστικό λάλημα του κόκορα, έπρεπε να έχουμε σηκωθεί, διακόπτοντας τη θαλπωρή του πρωινού μας ύπνου.
Τρέχαμε βιαστικά, για να προλάβουμε το πρώτο κουδούνι στο Σχολειό μας, πριν ο αυστηρός δάσκαλος μας ξεριζώσει το αυτί, για να μην επαναλάβουμε ξανά την αδικαιολόγητη μας καθυστέρηση. Έπρεπε όλα τα παιδιά να είμαστε εκεί, κατά την έπαρση της ένδοξης Ελληνικής Σημαίας, στον Εθνικό μας Ύμνο και στην καθημερινή προσευχή, με το ‘Πάτερ Ημών’.
Το 1960 φοβισμένα πρωτάκια, φορώντας τη μπλε σχολική ποδιά, με το ανάλογο λευκό γιακαδάκι και την άσπρη κορδελίτσα στα μαλλιά, για τα κορίτσια, βιαστικά τρέχαμε στο τότε νεόκτιστο εξατάξιο Δημοτικό Σχολείο του Ασφενδιού. Στις ολοκαίνουργιες τάξεις του, υπό το βλέμμα των αθάνατων ηρώων του 21, κρατήσαμε στα χέρια μας το πρώτο μας Αναγνωστικό. Περιεργαζόμασταν τις εικόνες του, τα τεράστια σύμβολα της Αλφαβήτου και όσα είχε τυπωμένα στις χοντρές σελίδες του. Αυτό το Αναγνωστικό το κράτησαν για 23 ολόκληρα χρόνια, όλα τα πρωτάκια και κυκλοφόρησε από τον Οργανισμό Εκδόσεως Διδακτικών Βιβλίων, με 16 συνεχείς εκδόσεις, από το 1955 έως και το 1978, όταν απέκτησα την πρωτοκόρη μου.
Το πρώτο Αλφαβητάριο ήταν η πυξίδα των παιδιών, που στο δικό τους λευκό χαρτί της μνήμης, κατέγραφαν τις πιο πολύτιμες γνώσεις, που θα μπορούσε να τους δώσει η τότε εκπαιδευτική κοινότητα.
Δεν θα σταθώ στις πολιτικές έριδες και τις διαφωνίες, των τότε Υπουργών Παιδείας και Θρησκευμάτων, ούτε στην ταραγμένη πολιτική κατάσταση, της μεταπολεμικής εποχής της χώρας μας. Τότε που η πατρίδα μας, προσπαθούσε να συνέρθει από την ολοσχερή καταστροφή του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και την πείνα της σκληροτράχηλης Γερμανικής κατοχής, και την καλπάζουσα οικονομική μετανάστευση.
Αλλά και από τις αρρώστιες και τον ανελέητο εμφύλιο, που ακολούθησε ως και τη διάλυση του Κράτους. Τότε που οι Εκπαιδευτικοί δυστυχώς για την εποχή εκείνη, χωρίζονταν σε Εθνικόφρονες και μη. Θα ανατρέξω με σεβασμό, σε μνήμες αγαπημένες και σε πρόσωπα αξέχαστα, παλαιότερων εκπαιδευτικών, που ανάλωσαν τις δυνάμεις τους, για να διδάξουν στα παιδιά πέρα από Αριθμητική, γραφή και Ανάγνωση και την σωστή κοινωνική συμπεριφορά.
Αυτό το φανέρωναν όχι μόνο στα Σχολικά διαλλείματα, αλλά και στις ευχάριστες εκδρομές, καθώς και στις διάφορες Θρησκευτικές και Εθνικές γιορτές και επετειακές εκδηλώσεις. Τιμητικά θα αναφερθώ σε μερικούς εκπαιδευτικούς, όσους θυμάμαι. Η κ. Αθανασία Μαγκαφά- Παπανικολάου, η πρώτη μου δασκάλα, ο Κώστας ο Μανώλακας, που συνήθως τραβούσε τις κοτσίδες των φλύαρων μαθητριών.
Ο Κλήμης ο Καλύμνιος, η Μαρία Φορώζη, ο Μαήλης με την βέργα στο χέρι, για περισσότερη πειθαρχία και η Μαρία Κορφιά εκ Καλύμνου. Ο Μιχάλης Οικονόμου η Μένη Κρητσωτάκη, η Αργυρώ Κατσίλη, η πρεσβύτερα Χρυσή Φωτίου -Γρύλλη και τόσοι άλλοι. Θα ξαναζωντανέψω στιγμές από τους αξέχαστους εκπαιδευτικούς, να γράφουν σειρές από αριθμούς, στον τεράστιο μαυροπίνακα με την κιμωλία. Σε εκείνα τα μεγάλα μαύρα ξύλινα θρανία, απέναντι στην επιβλητική έδρα, οι συμμαθήτριες και οι συμμαθητές, καθόμασταν τρεις, τρεις και παρακολουθούσαμε το μάθημα με περίσσια αφοσίωση και προσοχή.
Δίπλα μου η Μαρίτσα η Αλαχιώτου και η Κατερίνα η Ζουμπουλίκου η κόρη του μακαριστού παπά Κώστα. Απέναντι μου (ο Ντίνος) ή ο Κωνσταντίνος Νικηταράς, ο επιτυχημένος αρχιτέκτονας, γιος του αείμνηστου κοινοτάρχη Αντώνη Νικηταρά και αδελφός του σημερινού Δημάρχου της Κω Θεοδόση. Πιο πέρα ο Κώστας ο Γαμβρέλλης, γνωστός δικηγόρος και τόσοι άλλοι. Ήμασταν όλα ξεχωριστά παιδιά, το καθένα με τον δικό του χαρακτήρα. Πότε παίζαμε ή τρέχαμε και πότε διαφωνούσαμε ή συμφωνούσαμε, για χίλια δυο ασήμαντα ή σημαντικά πράγματα. Εκεί στην αυλή του νεόδμητου εξαθέσιου Δημοτικού Σχολείου του Ασφενδιού, δίπλα στην Ιστορική Βυζαντινή Εκκλησία της Παναγιάς της Ευαγγελίστριας.
Στο νέο Σχολείο ήμασταν πολλά παιδιά, συγκεντρωμένα από τις γύρω ενορίες των χωριών του Ασφενδιού. Την μεταπολεμική εποχή του 60, τότε που η μετανάστευση κάλπαζε σαν άγριο άλογο και το άκαρδο χέρι της ξενιτειάς, άδειαζε τα χωριά αφήνοντας πια λιγοστούς μαθητές. Θυμάμαι τότε που έχτιζαν το καινούργιο Σχολειό στο τέλος της δεκαετίας του 1950, με τα δύσκολα και πενιχρά μέσα οικοδομής.
Όλη μέρα κουβαλούσαν τα οικοδομικά υλικά, τα μεγάλα φορτηγά του Παπαγγελή και του Λευτέρη του Χατζηνικολάου, ο οποίος διέθετε και ταξί στο ακριτικό χωριό. Πέτρα την πέτρα, παρακολουθούσαμε να κτίζεται το Σχολικό συγκρότημα, με έξι αίθουσες διδασκαλίας, με γραφείο διδασκάλων, με μαγειρείο για το συσσίτιο, με τουαλέτες και βρυσούλες στη σειρά και με μια μεγάλη ευρύχωρη αυλή. Στο τέλος στολίστηκε, με ένα διακοσμητικό ψηφιδωτό κόκορα, και μια κουκουβάγια. Ήταν δώρο από ένα Βαυαρό περιηγητή, τον Ερνέστο, στον εξωτερικό του τοίχο. Τα παιδιά του κουβαλούσαν μικρές χρωματιστές πέτρες, από το παλιό μεταλλείο του Ασωμάτου, όπως θα θυμούνται οι παλαιότεροι και αυτός τους έδινε ένα μικρό χαρτζιλίκι.
Σήμερα το ιστορικό αυτό Σχολείο, στέκεται δυστυχώς, σιωπηλό, εγκαταλειμμένο και ζωντανεύει μόνο σε γιορτές κρασιού και σε λοιπά ετήσια πανηγύρια. Ευτυχώς που ο Δήμος με την Ιερά Μητρόπολη, θα το αξιοποιήσουν ως αίθουσα εκδηλώσεων για την Παναγία την Ευαγγελίστρια. Ίσως θα μπορούσε να αξιοποιηθεί ξανά και ως λειτουργικό Σχολείο για να αποσυμφορηθούν, τα διδακτήρια στο Ζιπάρι. Όσο για την καθημερινή μεταφορά των παιδιών το Δημοτικό λεωφορείο, θα μπορούσε να τα εξυπηρετήσει.
Το 1960, μέχρι να γίνουν τα εγκαίνια του νέου Σχολικού κτηρίου και ο Αγιασμός, από τον μακαριστό Ιερέα, παπά Γιάννη Χατζηαγγελή, παρουσία των μαθητών και μαθητριών και με τη συμμετοχή πλήθους κόσμου, τα παιδιά διδάσκονταν τα μαθήματα τους αλλού.
Ήταν στριμωγμένα στα Μοναστηριακά κελιά, δίπλα στον Ιερό Ναό Ασωμάτων Ασφενδιού, που εκτελούσαν χρέη Σχολείου. Έπειτα μεταφέρθηκαν στο ολοκαίνουργιο κτήριο, του νέου Σχολικού συγκροτήματος.
Ξεχωρίζω μέσα στο σεντούκι της μνήμης μου, την πρώτη μας αξιαγάπητη δασκάλα την κ. Αθανασία Μαγκαφά- Παπανικολάου. Κρατώντας το παιδικό μας χέρι, προσπαθούσε να μας μάθει σωστά να γράφουμε την Ελληνική Αλφαβήτα, τη βάση για μια από τις αρχαιότερες και πλουσιότερες γλώσσες του κόσμου, που σήμερα την ανακατεύουμε, με άχρηστες Αγγλοσαξονικές εκφράσεις. Ξεκινούσε με ένα κουλουράκι, για το ολοστρόγγυλο Όμικρον, (ο)μετά πρόσθετε και ένα μπαστουνάκι (ι) και έτοιμο το Άλφα (α). Έτσι από το Άλφα ως το Ωμέγα, οι γεμάτοι πάθος για να μεταλαμπαδεύσουν τις γνώσεις τους τότε εκπαιδευτικοί, αφιέρωναν ακόμη και το διάλειμμα τους, για την σωστή εκμάθηση και επαρκή διδαχή των παιδιών.
Όπως και η αξέχαστη δασκάλα, η Χρυσή Φωτίου, η πρεσβύτερα του μακαριστού παπά Δημήτρη Γρύλλη. Αυτή μάζευε στον προαύλιο χώρο του Σχολείου ή στην αυλή της Εκκλησιάς των Ασωμάτων, τα ‘αδύναμα’ παιδιά και τους δίδασκε, όσα μαθήματα αυτά δεν προλάβαιναν να κατανοήσουν και να αφομοιώσουν, στη Σχολική ώρα διδασκαλίας. Ξεφυλλίζω τις σελίδες των Σχολικών μου αναμνήσεων και συναντώ, την χειροτεχνία, την ιχνογραφία, το κέντημα για τα κορίτσια, την ξυλογλυπτική για τα αγόρια. Είμαι τυχερή, που πρόλαβα την πέννα, το μελάνι, το μελανοδοχείο, το στυπόχαρτο και τις μπλε κόλλες, για να ντύσω τα βιβλία και τα τετράδιά μου, με τις ανάλογες ετικέτες.
Όλα αγορασμένα στη Χώρα, από το μοναδικό τότε βιβλιοπωλείο, του αξέχαστου Δημήτρη Γαληνού, απέναντι από την Εθνική Τράπεζα. Επίσης σημαντικό μάθημα, ξεχωριστό, ήταν η καλλιγραφία, για κακογράφους που έκαναν ‘ορνιθοσκαλίσματα’, σε εκείνα τα τετράδια, τα ντυμένα με μπλε κόλλα χαρτί. Πράγματι εκείνα τα χρόνια ήμασταν πολύ τυχερά παιδιά, γιατί πήραμε γερές βάσεις και μάθαμε σωστά Ελληνικά και δεν ξέραμε τι θα πει ιδιαίτερο Φροντιστήριο. Σήμερα μερικοί γράφουμε Ελληνικά, ανακατεμένα με Λατινικά και παρδαλά Αγγλοσαξονικά και με άλλες ξένες γλώσσες. Αυτές οι γλώσσες, είναι που δανείστηκαν, τις περισσότερες λέξεις τους από την πλούσια, κλασσική Ελληνική γλώσσα.
Τα περισσότερα Σχολεία της πληγωμένης μεταπολεμικής Ελλάδας, ήταν μονοθέσια ή διθέσια, ιδιαίτερα αυτά της υπαίθρου και των απομακρυσμένων χωριών, με λίγους αλλά πολύ έξυπνους μαθητές γεμάτους δίψα για μάθηση. Ήταν μαθητές της μεταπολεμικής φτώχειας, που δεν τους έφερνε κάποιο αυτοκίνητο έξω από την πόρτα του Σχολείου, αλλά περπατούσαν ολόκληρα χιλιόμετρα μερικοί ξυπόλητοι, με συντροφιά είτε τον καυτό Ανοιξιάτικο ήλιο, είτε την παγωνιά του Χειμώνα, για να φτάσουν εγκαίρως στο Σχολείο τους.
Ήταν παιδιά που έπαιζαν με το τσέρκι, στα χωμάτινα σοκάκια ή στην αυλή της Εκκλησίας και τα κορίτσια έπαιζαν με πάνινες αυτοσχέδιες κούκλες. Για έξι ημέρες της εβδομάδας, σήκωναν τα παιδιά την πάνινη τσάντα, που τους έραψε η μαμά με τα λιγοστά βιβλία και με κρεμασμένο το τσίγκινο κατσαρολάκι, προχωρούσαν γεμάτα θέληση για μάθηση. Κάπου εκεί στο δεύτερο διάλλειμα, ο παιδονόμος ο Πέτρος, ο επιστάτης του Σχολείου, μοίραζε το συσσίτιο.
Στοιχισμένα όλα τα παιδιά, κρατούσαν το τσίγκινο κατσαρόλι και έπαιρναν ζεστό γάλα, μαζί με ένα κομμάτι κίτρινο τυρί. Καθισμένα στο πέτρινο πεζούλι της Σχολικής αυλής, απολάμβαναν το κολατσιό τους.
Πολλές φορές δε, το συμπλήρωναν με το ποκίνημα, που είχε σπιτικό ζυμωτό ψωμί και λίγη γλίνα από τα χοιροσφάγια, όλα τυλιγμένα στην λαδόκολλα. Όλα αυτά τα παιδιά, κατάφεραν ανάμεσα στη φτώχεια και στην μεταναστευτική λαίλαπα, να σπουδάσουν, να μορφωθούν και να γίνουν αξιόλογα μέλη της κοινωνίας. Επίσης ξεχώρισαν, ως υποδειγματικοί οικογενειάρχες. Τα μαθητικά χρόνια, είναι τα μόνα που η μνήμη τα κρατεί αλώβητα, ο χρόνος απείραχτα και η νοσταλγία ζωντανά. Αποτελούν κομμάτι του ημερολογίου της ζωής, γραμμένο με ανεξίτηλο μελάνι, στη μνήμη και στην κάρδια μας. Επειδή η μόρφωση είναι ένα κομμάτι στο οικοδόμημα της Δημιουργίας.
Κλείνοντας θα αναφερθώ στη ρύση του μεγάλου Αλέξανδρου, προς τον δάσκαλο του, τον Πλατωνικό Ακαδημαϊκό και φιλόσοφο Αριστοτέλη (384-322- π Χ.)
‘Στους γονείς μου οφείλω τη ζωή μου, (το ζειν), αλλά στους δάσκαλους μου οφείλω την καλή ζωή (το ευ ζειν).’
(Ξανθίππη Αγρέλλη - 28/3/2023)