Το κόκκινο λεωφορείο αγκομαχούσε στον μεγάλο επαρχιακό χωματόδρομο, που ενώνει την πόλη με τα χωριά και με δυσκολία κυλούσε πάνω στις μυτερές σκόρπιες πέτρες.
Με οδηγό τον αξέχαστο Δημήτρη τον Χαματζόγλου, κατάφερε να το φθάσει νωρίς το πρωί, ως τη χώρα, στο σταθμό των ΚΤΕΛ, μια και έκανε την καθημερινή διαδρομή πόλη- χωριά.
Ο εισπράκτορας ο Σταμάτης Διακαναστάσης, ή ο Χατζηκατές όπως τον εύρισκαν, αφού βεβαιώθηκε πως βγήκε και ο τελευταίος επιβάτης, τους ενημέρωσε για την απογευματινή ώρα της επιστροφής τους. Ωστόσο μερικοί ακόμη κατέβαιναν από τα χωριά με τα υποζύγια και συνήθιζαν να τα δένουν στο Χάνι, το σημερινό, γνωστό λαογραφικό Μουσείο.
Όμως όλοι οι κάτοικοι των χωριών συνήθως γεωργό-κτηνοτρόφοι, συγκεντρώνονταν για τις δουλειές τους στην Πλατεία Ελευθερίας και στη Δημοτική Αγορά, που κυρίως είχε προϊόντα μαναβικής. Από εκεί ξεχύνονταν στα γύρω καταστήματα, για τα αναγκαία τους ψώνια.
Την μεταπολεμική περίοδο το εμπόριο στην πόλη της Κω άνθησε πολύ.
Σε αυτό βοήθησε το αδασμολόγητο Τελωνιακό καθεστώς των αφορολόγητων ειδών για τα Δωδεκάνησα, όπως για ποτά, ομπρέλες, γυαλικά, πορσελάνες, σερβίτσια και υφάσματα.
Η πρόσφατη Ενσωμάτωση των νησιών και το καλό κλίμα, συνδυασμένα με τα φτηνά αδασμολόγητα προϊόντα, είχαν προσελκύσει και πολλούς Αθηναίους περιηγητές. Αυτοί ήταν και οι πρώτοι τουρίστες, που στήριξαν την οικονομία του νησιού μας.
Είναι στιγμές που όταν ανηφορίζω από την οδό Υψηλάντου ή κατηφορίζω την Ρήγα Φεραίου, θυμάμαι τους παλιούς εμπόρους της Χώρας του νησιού μας. Ξαναζωντανεύουν μέσα από το διάβα του ανελέητου χρόνου, εκείνα τα πλούσια καταστήματα της μεταπολεμικής Κω.
Η πόλη μας συγκέντρωνε όλο τον εν δυνάμει εμπορικό κόσμο, κατά την δεκαετία του 50 -60.
Δεν υπήρχε περίπτωση οι λιγοστοί κάτοικοι των χωριών και οι επισκέπτες, αφού είχαν κάνει τη βόλτα τους από την κεντρική Δημοτική Αγορά, να μην σταματήσουν και στα ποικίλα καταστήματα που ήταν απλωμένα στο κέντρο της πόλης.
Η γλυκιά μυρωδιά από τα ψημένα σημητάκια του Μελασσιανού που μόλις τα ξεφούρνιζε, σκορπίζονταν τριγύρω, από την Ρήγα Φεραίου μέχρι και το λιμάνι.
Φούρνοι υπήρχαν και άλλοι διάσπαρτοι στην πόλη, όπως του Χατζηπέτρου, του Καννά, του Δρόσου, του Κανταρζή και του Πέτρου του Καλούδη.
Πιο κάτω δελεαστική και προκλητική ήταν η γεύση, από τα σουβλάκια των αξέχαστων Μαχαιρά και Μωρέ. Διέθεταν και τα δυο μαγαζιά, μεγάλα ‘Τζουκμπόξ’ φερμένα από την Αμερική. Τότε με μισή δραχμή, οι θαμώνες άκουγαν τον Μανόλη Χιώτη, να τους μαγεύει με το μπουζούκι του και την Μαίρη Λίντα, να τους κρατάει μελωδική συντροφιά.
Βέβαια ο Καζαντζίδης και η Μαρινέλλα, ήταν τότε στο απόγειο της μουσικής καριέρας τους. Πιο δίπλα βρισκόταν και η πολυτέλεια του χρυσοχοείου του Κάβουρα. Χρυσοχοεία υπήρχαν πολλά εκεί γύρω, όπως του Χατζηβελούδου, του Χουσείν του Μακρυχαλιλάκη, καθώς και το ωρολογοποιείο του Οθωμανού του Βολακά.
Απέναντι από τον φούρνο του Μελασσιανού, βρισκόταν ένα μαγαζί, γεμάτο με υφάσματα, κουρτίνες και είδη νοικοκυριού, αυτό του Καραντώνη. Αργότερα άνοιξε παρόμοιο κατάστημα υφασμάτων ο Τσιρπανλής και ο Άριστος ο Κουνούπης.
Συνεχίζοντας, στον ανηφορικό δρόμο συναντούσαμε τα καταστήματα με τις πολύτιμες πορσελάνες και τα σερβίτσια του Μπακάλογλου, του Κουτούζη, του Γερακιού και της Πόπης του Πουλιού. Δίπλα ήταν το μαγαζί με τα αφορολόγητα ποτά και ουίσκι, του Κουρούνη, καθώς και αυτό των αδελφών Χαρτοφίλη. Στον ίδιο δρόμο υπήρχε το κατάστημα, με τις ομπρέλες και τα υφάσματα του Κιοσόγλου.
Εκεί γύρω ήταν και το μαγαζάκι του Κατέ δηλ της Τσολάκη Αικατερίνης.
Αυτό εφοδίαζε με εσώρουχα, κάλτσες, μαντήλια, τσεμπέρια, μέχρι και παιχνίδια τους τακτικούς πελάτες της. Πιο πέρα υπήρχε το καλτσάδικο και ομπρελάδικο του Καματερού.
Στην μέση ήταν η Εθνική Τράπεζα και απέναντι βρίσκονταν τα κρύσταλλα και τα γυαλικά, των Αθανασίου- Σοφού.
Φυσικά η μυρωδιά της γλυκιάς μπουγάτσας, ξεχείλιζε από το καφέ-ζαχαροπλαστείο του αξέχαστου Μιχάλη Τσιβρινή, με τα μοναδικά στρογγυλά μπακλαβαδάκια με τον χάρτη σήμα κατατεθέν της Κω. Εκεί κοντά βρισκόταν και το γαλακτοπωλείο, παραδοσιακό καφενείο, του Χιλμή Παπουτσαλάκη, με το ντόπιο γιαούρτι στο πήλινο κεσεδάκι. Παραδοσιακά καφενεία και εστιατόρια, υπήρχαν διάσπαρτα παντού, από το λιμάνι ως το κέντρο της πόλης.
Χαρακτηριστική ήταν η ψαροταβέρνα του Τουρκομανώλη, απέναντι από τον Ορφέα.
Εκτός από νόστιμους μεζέδες, σερβίρονταν και το καλλίτερο ντόπιο κρασί. Υπήρχε και η ταβέρνα του Γρηγοριάδη, που σέρβιρε τον καλλίτερο πατσά.
Στην κατηφόρα επί της Πλατείας Καζούλη, οι θεριακλήδες καπνιστές, μαζί με κάθε είδους προϊόντα καπνού που αγόραζαν, μπορούσαν να δοκιμάσουν και την τύχη τους στα λαχεία, μέσα στο καπνοπωλείο του Ιωαννίδη.
Από εκεί εφοδιάζονταν τα λαχεία και οι πλανόδιοι λαχειοπώλες.
Δίπλα σε αυτό το κατάστημα που λειτουργεί μέχρι και σήμερα, βρίσκεται το πρακτορείο Τύπου του Πάτμιου, με κάθε λογής εφημερίδες και περιοδικά.
Αυτό προμηθεύει και τα περίπτερα, που ήδη ανέφερα σε προηγούμενο άρθρο. Πριν φθάσουμε στο παλιό Ταχυδρομείο, που παλιά βρισκόταν κάτω από το Δημαρχείο, υπήρχαν τα πρώτα ναυτιλιακά πρακτορεία του Ανδριωτάκη, του Βουκουβαλίδη, του Σταματιάδη και αργότερα στην απέναντι πλευρά, του Τυρινόπουλου.
Αυτοί ήταν οι στυλοβάτες του τουρισμού της Κω.
Τα πρακτορεία αυτά, μαζί με του Χατζαντώνη και του Μουζουράκη, έκοβαν ακτοπλοϊκά εισιτήρια, όπως για τα πλοία Μιαούλης, Καραϊσκάκης και αργότερα για τα Μιμίκα και Ρενέτα. Φυσικά έκοβαν και Αεροπορικά εισιτήρια, μαζί με το γνωστό και επίσημο γραφείο της Ολυμπιακής, που τώρα πια δεν υπάρχει.
Περνώντας την πέτρινη αψιδωτή πύλη, απομεινάρι του Κάστρου, που την ονομάζουν Καμάρα και την στολίζουν οι μοβ μπουκαμβυύλιες, βρίσκεται μέχρι σήμερα το θρυλικό εστιατόριο Δροσιά. Στην απέναντι γωνιά ήταν ο Αβνής ή Μακρυχαληλάκης. Οθωμανός έμπορος, που διέθετε από λεπτεπίλεπτα ποτήρια, πορσελάνες και μπιμπελό, μέχρι είδη φωτογραφίας, φιλμ και φωτογραφικές μηχανές.
Παρά πέρα, υπήρχε το ίδιο περίπου μαγαζί, του Μουζουράκη. Και δίπλα άνοιξαν αργότερα κάπου εκεί οι Νεωτερισμοί του Μπακίρη, με τα πρώτα έτοιμα ενδύματα.
Θα πρέπει με σεβασμό να αναφερθούμε και στους βιοπαλαιστές τους λιγοστούς πλανόδιους πωλητές όπως τον Κωστάκη, με τους ξηρούς καρπούς στο καλαθάκι του..
-Τσίκλες, φιστίκια, πασατέμπο, αιγηνίτικοοοοοο…. φώναζε στους γύρω δρόμους, αλλά και μέσα στα πέντε Σινεμά που άνθιζαν τότε.
Το Άστρο απέναντι από το λιμάνι και σημερινό Ξενοδοχείο της οικογένειας Αδαμαντίδη, ήταν θερινός και χειμερινός κινηματογράφος.
Το REX το σημερινό Χ CLUB, δίπλα στο 3ο Δημοτικό Σχολείο το Αζίλο, ήταν χειμερινό και καλοκαιρινό σινεμά.
Το Σπλέντιτ, πίσω από τον παλιό ανθόκηπο και το Κεντρικό, πίσω από το ξενοδοχείο Μαριτίνα, ήταν άλλα δυο θερινά σινεμά.
Φυσικά λειτουργούσε και λειτουργεί, τον Χειμώνα και το υπέροχο Ιταλικό κτίσμα, το Δημοτικό κινηματοθέατρο Ορφέας. Το καλοκαίρι πάλι απολάμβανες ταινίες κάτω από την Πανσέληνο στον θερινό Ορφέα, δίπλα στο παλιό γήπεδο του Ανταγόρα.
Φυσικά όλοι θυμόμαστε τον Αντωνάκη τον Σαλαχώρη, που ολημερίς κάτω από τον καυτό καλοκαιριάτικο ήλιο, μοίραζε δροσιά με το παγωτό καϊμάκι.
-Παγωτάααα….Ιμπρήηηημ….
Το δροσερό παγωτό το έπαιρνε από τον μαέστρο της ζαχαροπλαστικής, τον αξέχαστο Ιμπραήμ Φαναρτζή, που είχε το εργαστήριο του δίπλα στην ξακουστή κλινική, του φημισμένου γιατρού Πέρου.
Στην ηλιόλουστη και φιλόξενη πόλη της Κω, με τα λίγα αυτοκίνητα και τα πολλά ποδήλατα υπήρχε και το ποδηλατάδικο των αδελφών Χατζηπαναγιώτη, κάτω από το τζαμί.
Το πρώτο κατάστημα ηλεκτρικών που άνοιξε, ήταν του Σταμάτη Σταμόγλου, με τα πρώτα ηλεκτρικά ψυγεία, που αντικατέστησαν αυτά του πάγου. Αλλά και τα πρώτα ηλεκτρικά σίδερα για τα ρούχα, που αντικατέστησαν τον καρβουνιάρη, δηλ το σίδερο σιδερώματος, με ψιλά αναμμένα κάρβουνα. Αργότερα ηλεκτρικά είδη, άνοιξε και ο Τάσος ο Σμαραγδάκης.
Μπακάλικα και γενικά χονδρεμπόρια είχαν, ο Χριστόδουλος Σταματάκης, ο Παρβέρης, ο Βασιλειαδης, ο Σήκαλης, ο Πραξιτέλης Μουζάκης, ο Αλέξης Θυμανάκης και ο Ευθύμιος Μαχαιράς.
Παπούτσια έβρισκες στον Καρπαθάκη, πίσω από την Δημοτική Αγορά και στον Τυρά, κάτω από το Τζαμί. Επίσης υπήρχε και το κατάστημα υποδημάτων του Γιαλούση, απέναντι από την Αγορά και του Οθωμανού του Αχμέτ ή Όμερ, με τα χειροποίητα σανδάλια.
Ταξιτζήδες που είχαν την πιάτσα των ταξί στην γνωστή Πλατεία του λιμανιού και κοντά στον αιωνόβιο πλάτανο του Ιπποκράτη ήταν, ο Νικολής Σταμόγλου ή Γιαβρούδης, ο Καματερός, ο Λευτεράκης ο Χατζηνικολάου, ο Αντώνης ο Κουφός, ο Χατζηδημήτρης και ο Παπαγγελής, που είχε και τα πρώτα φορτηγά, μαζί με τον Μήτσο τον Κρασά και τον Βασίλη τον Τσουκαλά.
Θα ήταν σημαντική παράληψη, να μην αναφερθώ στα πρώτα βιβλιοπωλεία. Πρωτοπόρος ο Δημήτρης ο Γαληνός. Ο παράδεισος του παιδιού ήταν εκείνο το βιβλιοπωλείο. Από εκεί παίρναμε τα Σχολικά βιβλία από τις εκδόσεις Ιωάννη Καμπανά και τα παραμύθια από τις εκδόσεις Αστέρος Παπαδημητρίου. Επίσης εκεί βρίσκαμε τα αξέχαστα κλασσικά εικονογραφημένα και τα μικρά περιοδικά του Ντίσνεϊ, τα Μίκη-μάους.
Παράλληλα αγοράζαμε και κάθε είδους παιχνίδια και εποχιακά είδη.
Μετά από λίγα χρόνια, τα μαθητικά βιβλία, τα έδινε δωρεάν ο Σχολικός Οργανισμός.
Αργότερα ο συνταξιούχος αστυνομικός Κώστας Μεγρέμης, άνοιξε άλλο ένα χαρτοπωλείο- βιβλιοπωλείο, στην οδό Ιπποκράτους.
Το πρώτα τυπογραφείο της Κω, που λειτουργεί μέχρι και σήμερα το άνοιξε ο πρωτοπόρος στο είδος ο Βησσαρίων Σουρασής.
Αργότερα είχε ανοίξει τυπογραφείο και ο αξέχαστος Μιχάλης Πασανικολάκης.
Στην Ιπποκράτους στην Χαντάκα, υπήρχε και το μοναδικό δισκάδικο του Μπάμπη και της Άννας Σαρρή- Καραμπεσίνη, δίπλα στα ψιλικά και εργόχειρα του Ρείση.
Από εκεί προμηθεύονταν η ταλαντούχα και πρώτη μοδίστρα της Κω η Κοκόνα του Πάχου, όλα τα υλικά της ραπτικής της. Παράλληλα γυναικεία ρούχα έραβαν και η Μαρία του Μαστρογιώργη, μαζί με την Ντομνίτσα και πολλές άλλες αξέχαστες μοδίστρες.
Τα αδέλφια Πέτρος και Μαρίτσα Πουλιού, άνοιξαν στην Ιπποκράτους κατάστημα αρωμάτων και καλλυντικών. Πολύ αργότερα ο Παρθενιάδης άνοιξε παρόμοιο, κατάστημα στην υπηρεσία της γυναικείας ομορφιάς, στην Πλατεία Καζούλη.
Τα πρώτα και μοναδικά Φαρμακεία της Κω ήταν αρχικά του Νίκου Πετρά, επί της 25 ης Μαρτίου και του ζεύγους Θάλειας Νικολή -Ολυμπίτου, επί της Ιπποκράτους.
Στον ίδιο δρόμο συναντούσαμε επίσης τα πρώτα καταστήματα ετοίμων ενδυμάτων, όπως του Συρεγγέλα και του Διακαναστάση.
Επί της 25ης Μαρτίου κατάστημα ενδυμάτων είχαν και οι αδελφοί Σούλη. Θα ήταν παράληψη να μην αναφέρουμε και τον πρώτο γυρολόγο του νησιού. Τον Στάθη τον Παπαμανώλη, που έβγαινε στα χωριά για να προμηθεύσει τις νοικοκυρές με του κόσμου τα καλά.
Βέβαια γυρολόγοι περιστασιακοί με διάφορα αγαθά, υπήρχαν και πολλοί άλλοι.
Αυτά ήταν περίπου τα πρώτα καταστήματα και οι πρώτοι δραστήριοι επαγγελματίες της μεταπολεμικής Κω. Μιας πόλης, που όλες τις εποχές, ήταν καταπράσινος, υπαίθριος κήπος.
Σ. Σ. Για να μην θεωρηθεί γκρίζα διαφήμιση, παρέλειψα πολλά καταστήματα και πολλούς επαγγελματίες, που ίσως ακόμη να βρίσκονται στη ζωή.
Αν λησμόνησα κάποιους, ζητώ συγνώμη από τους αναγνώστες μου και παρακαλώ να μου τους υπενθυμίσουν.
Ξανθίππη Αγρέλλη