Η αντάρα στο λιμάνι ήταν πρωτόγνωρη, αξιωματικοί επιτηρούσαν και κατέγραφαν το υλικό, καραμπινιέροι και αχθοφόροι μπαινόβγαιναν από το πλοίο, ιδροκοπούσαν καθώς ξεφόρτωναν ασήκωτα ξύλινα κουτιά γεμάτα οπλισμό, κανόνια και ό,τι δύστροπα εργαλεία έχει ανάγκη ένας πόλεμος.
Τέτοιο χαμό δεν είχαν ξαναδεί τα μάτια των Καρπάθιων. Το ταλαίπωρο “FIUME” δε σταματούσε τα δρομολόγια, σωστό μουλάρι, όργωνε όλο το Αιγαίο, δε λογάριαζε τους καιρούς, ούτε μετρούσε τα κύματα στις θάλασσες.
Κανείς από τους κατοίκους των Πηγαδίων δεν έδινε σημασία στο βαπόρι, ούτε καν στο θόρυβο ή στο μαύρο καπνό, που έφτυναν μέσα από τις τσιμινιέρες οι αχόρταγες μηχανές, στα αυτιά τους βούιζε η φωνή του ντελάλη.
Ο κυρ Σπύρος Μπαριανός, ο Συμιακός που τις νύχτες άναβε τους λύχνους, τα πρωινά έκανε τον ντελάλη, ξεκινούσε από τα πίσω σοκάκια, διαλαλούσε τα νέα κι έπαιρνε τίποτε παραγγελιές. Εκείνη την ημέρα ήταν αλαφιασμένος, φώναζε να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους, άρον-άρον να φύγουν από λιμάνι, όμως να μη ξεχάσουν, άγνωστο γιατί, να αφήσουν άμμο και νερό στις ξωπορτιές τους.
Όσο τα άκουγαν αυτά τόσο τους έπιανε φόβος, ένας αόρατος πανικός για τα μελλούμενα σκέπαζε τα ηλιοκαμένα πρόσωπα των ντόπιων.
Ιταλική Κάρπαθος, άνοιξη του 1939, μωρομάνα η 28χρονη εγγονή του σπουδαίου πατριώτη λαογράφου Εμμανουήλ Μανωλακάκη, η Άννα Καραδημητρίου έπιασε το μολύβι κι αλαφιασμένη όπως ήταν, έγραψε ακόμα ένα γράμμα προς τον ξενιτεμένο της σύζυγο. Σχεδόν κάθε μέρα, του έστελνε τις περιπέτειες, τα όνειρα και τους καημούς της, όμως τώρα τα πράματα ήταν δύσκολα!
Εκείνος μετά τον γάμο βρήκε ευκαιρία κι έφυγε, μετανάστης στο μακρινό Σουδάν, εκεί κάτω ήταν οι δουλειές, εκεί και η προκοπή και το καλιμέντο, στο νησί οι ελπίδες πνίγονταν στο πέλαγος με τους κατακτητές να βγάζουν φρέσκα διατάγματα και κάθε τόσο να κοκορεύονται για τις ιταλικές παντιέρες.
«Θυμάσαι που σου είχα γράψει για το κείνο το μεγάλο ψάρι που έκαμα σούπα; Λοιπόν να ξέρεις πως ίσως να ήταν το τελευταίο μας! Εδώ έρχονται βαπόρια και μερόνυχτα ξεφορτώνουν μεγάλες κούτες και παράξενα κουτάκια. Ο ντελάλης φωνάζει να φύγουμε από τα Πηγάδια. Άραγε πηγαίνουμε για πόλεμο; Ποιος να ξέρει! Και εγώ; Πού θα πάω εγώ με το μωρό μας;»
Δίπλωσε το χαρτί και το στρίμωξε μέσα στο φάκελο, έπειτα τον σάλιωσε βιαστικά, όλα ήθελε να τα μοιραστεί με τον άντρα της, ήταν το στήριγμα, η ελπίδα, μα αυτός ήταν ο σύντροφος της Αννούλας
Οι μέρες πέρασαν, το μεγάλο πλοίο έλυσε κάβους, έφυγε κι η ζωή στο μικρό λιμάνι ξαναγύρισε στους παλιούς γνώριμους ρυθμούς, οι Καρπάθιοι υπέμεναν, άλλωστε τι μπορούσαν να κάνουν, άρχισαν να συνηθίζουν στη θέα των κανονιών, μύριζαν την καταδίκη του πολέμου.
Ένα δροσερό απόγεμα, ήταν 5 του Ιούλη 1939, η Άννα ετοιμαζόταν να ανέβει μέχρι την εκκλησία της Παναγίας της Λαρνιώτισσας, ήθελε να Της πει δυο λόγια, να προσευχηθεί και να Της ανάψει το καντήλι.
Στο κατώφλι της πόρτας την πρόλαβαν τα μαντάτα, της ζήτησαν να περάσει από τον αστυνομικό σταθμό, είχε γίνει κάποια παρεξήγηση, έτσι της είπαν κι εκείνη αλαφιασμένη έτρεξε στον αδελφό της. Οι δυο τους πήραν το δρόμο για τους καραμπινιέρους.
Ούτε που πήγε το μυαλό σε εκείνο το διαολεμένο γράμμα, άλλωστε από τότε είχε στείλει αρκετές επιστολές στον σύζυγό της.
Αμίλητοι μπήκαν στο κτήριο και δεν χασομέρησαν, την επόμενη στιγμή ήταν όρθιοι, αμήχανοι και σιωπηλοί μπροστά στο γραφείο του αστυνομικού διοικητή.
Ο Ιταλός κουνούσε το κεφάλι, αναστέναζε και χτυπούσε ελαφρά τις παλάμες του στο τραπέζι, μπροστά του είχε δεκάδες ξελιπλωμένες επιστολές και πάνω-πάνω ξεχώριζαν τα γράμματα της όμορφης και δροσερής πρασινομάτας, της Αννούλας.
Το αδίκημα ήταν σοβαρό, μάλιστα ο Μαρισάλο μίλησε για «έγκλημα», γιατί με το γράμμα της πρόδιδε τις στρατιωτικές προετοιμασίες κι εκείνος, ο διοικητής, δεν μπορούσε να κάμει απολύτως τίποτε, το κορίτσι έπρεπε να δικαστεί και να τιμωρηθεί παραδειγματικά!
Οι επόμενες στιγμές είναι από εκείνες που μοιάζουν με άγριο μεθύσι, μια εφιαλτική παραζάλη. Συνοδεία καραμπινιέρων οδηγήθηκε στις φυλακές, είχαν το μυαλό τουλάχιστον να μη της περάσουν χειροπέδες, την κλείδωσαν στο Κονάκι, σε ένα κελί των κρατητηρίων.
Η Άννα, η εγγονή του σπουδαίου λαογράφου, το κορίτσι που δεν σήκωνε ούτε σκόνη πάνω στα ρούχα της, είχε γίνει το πρώτα θέμα της Καρπάθου.
Πολιτική κρατούμενη, θύμα των κατακτητών, με τη βαριά κατηγορία της κατασκοπείας!
Από το κλάμα και τους οδυρμούς άλλαξε χρώμα, σπάραζε σα το ψάρι έξω απ’ το νερό, ήταν τέτοια η πίεση και το άγχος που κάθε τόσο έπεφτε λιπόθυμη στο πάτωμα.
Ευτυχώς οι Ιταλοί επέτρεψαν σε μια από τις θείες της να μείνει κοντά της, έτσι δεν πέρασε την πρώτη νύχτα μοναχή της, οι σκοτεινές ολόμαυρες σκέψεις για τη ζωή της και το δύστυχο ορφανό που θα άφηνε πίσω, είχαν κάπου να ξεδίνουν.
Τις επόμενες ημέρες τα τρία μικρά κελιά της φυλακής γέμισαν γυναίκες. Εκτός από την Άννα Καραδημητρίου, έφεραν την Καλλιόπη Κοντού, το γένος Σταματάκη, τη Ρήνα Οικονομίδου-Γεωργιάδη, αδελφή του γιατρού Γιανναγά, από το Απέρι την Μαριγώ Παχούντη και τη Κυραννιά Αντιμισιάρη και από το Όθος την Ποθητή Μαντινάου.
Όλες ήταν νέες γυναίκες και σύρθηκαν με την ίδια κατηγορία, μέσα στις επιστολές τους είχαν περιγράψει τις δραματικές συνθήκες στο νησί, τα γράμματά τους ανοίχτηκαν, λογοκρίθηκαν και στα καλά καθούμενα βρέθηκαν στη φυλακή για κατασκοπεία!
Η υπόθεση δεν ήταν εύκολη, οι έξι Καρπαθιές μεταφέρθηκαν στη Ρόδο, αρχικά στη φυλακή των Κοσκινού κι από εκεί οδηγήθηκαν στη νΚατταβιά. Πέρασαν λίγες βδομάδες και το στρατοδικείο ξεκίνησε τις συνεδριάσεις.
Ο νόμος ήταν ξεκάθαρος, μπορεί ο Ιταλός δικηγόρος, ο γνωστός Elvio Spano, να πάλεψε σαν το λιοντάρι για να τις αθωώσει, να φώναξε ότι πρόκειται για μια παρεξήγηση. Ήταν νησιώτισσες και μάλιστα από εξαιρετικές οικογένειες, δε γνωρίζαν από όπλα, ήταν αμάθητες στον πόλεμο κι έγραφαν δίχως καμιά πρόθεση να προδώσουν στρατηγικές θέσεις και μυστικά, όμως ο δικαστής δεν άφησε περιθώρια, πάνω στα κορίτσια ξέσπασε τη χολή κι όλο του το μίσος.
Καταδικάστηκαν σε ποινή φυλάκισης 2 χρόνων, 2 μηνών και 20 ημερών και ήταν τέτοιοι οι νόμοι που δεν επέτρεπαν στις καταδικασμένες να ασκήσουν έφεση.
Οι φυλακές στην Κω περίμεναν, για να τις «φιλοξενήσουν».
Εκτός από τις έξι Καρπαθιές, υπήρχαν ακόμα 2 Κασιώτισσες, η Καλλιόπη Ζαμαλή και η Ποθητή Λιόκουρα, επίσης η Ειρήνη Καρύδα από την Πάτμο, για ένα γράμμα που έστειλε στον γιατρό γιο της. Στην παρέα ήταν και δύο Καρπάθιοι ο Κωστής Χριστοδουλάκης και ο Μιχάλης Κωνσταντινίδης, ο πατέρας του διάσημου χειρουργού, πρωτομάστορα στις νέες τεχνολογίες, Ντίνου Κωνσταντινίδη.
Όλοι μεταφέρθηκαν στις φυλακές της Κω κι εκεί ξεκίνησε ένα νέο κεφάλαιο της απρόσμενης περιπέτειας, ένας ολότελα αδυσώπητος κόσμος, από εκείνους που κανένας δε θέλει να γνωρίσει, μα κι αν του τύχει δε θέλει με κανένα τρόπο να το ’μολογήσει.
Οι γυναίκες δεινοπάθησαν, μάζευαν χόρτα από το προαύλιο της φυλακής και τα έβραζαν με μια χούφτα μακαρόνια, μα αυτό δεν το ξέχασε η Άννα Καραδήμου, συχνά έλεγε στην κόρη της για τις μερίδες του φαγητού, που μοίραζαν μέσα σε ένα πιατάκι του καφέ!
Λίγους μήνες αργότερα εμφανίστηκε στη φυλακή ο Ιταλός υπουργός Δικαιοσύνης έμαθε την ιστορία των γυναικών και, όπως τους είπε, αναγνώρισε ότι όλα έγιναν για ένα βλακώδες γράμμα, (per una stupida lettera) κι αυτό ήταν η αιτία μιας λανθασμένης καταδίκης.
Δεν έχασε χρόνο, ανέλαβε πρωτοβουλία και έκανε τις απαραίτητες ενέργειες για την αποφυλάκισή τους. Όμως, άγνωστο γιατί, η υπόθεση κόλλησε και δεν τις άφησαν ελεύθερες. Την επόμενη χρονιά ο ίδιος υπουργός ξαναπέρασε από τα Δωδεκάνησα και την Κω, ειπώθηκε ότι βρέθηκε στον νησί για να κυνηγήσει, τότε έμαθε ότι οι γυναίκες δεν αποφυλακίστηκαν κι όταν επέστρεψε στη Ρώμη ασχολήθηκε με το θέμα, επιτέλους βρέθηκε λύση και οι εννέα κατηγορούμενες απελευθερώθηκαν.
Στις φυλακές έμειναν ενάμιση χρόνο κι αν δεν ήταν ο Κώος Νίκος Γεωργιάδης θα είχαν ζήσει μαύρα μερόνυχτα. Όμως ο Νίκος, που το όνομά του αναφέρεται και στην τοπική αντίσταση, ήταν τοπογράφος, είχε βρεθεί στην Κάρπαθο για δουλειές, γνωρίστηκε με την Άννα γιατί ο πατέρας της ήταν ιδιοκτήτης ξενοδοχείου και εστιατορίου. Παρόμοια ιστορία είχε και με τις δυο φυλακισμένες από την Κάσο.
Ο Νίκος Γεωργιάδης, φιλότιμος και ανοιχτόκαρδος, αμέσως ανέλαβε πρωτοβουλία: «εγώ θα είμαι για σας ο πατέρας, ο αδελφός κι ο σύζυγος, ό,τι χρειάζεστε, ό,τι έχετε ανάγκη μέσα στη φυλακή, θα προσπαθήσω να σας το προσφέρω»!
Πράγματι η ζωή στη φυλακή άλλαξε, δεν υπήρχε βδομάδα να μην περάσει από τη φυλακή ο μανάβης, ο ψαράς, ο χασάπης κι ο μπακάλης. Εφοδίαζε τις κρατούμενες με τα απαραίτητα, αφού η μόνη χάρη που του ζήτησαν ήταν τρόφιμα, πρώτες ύλες, για να μαγειρεύουν το φαγητό τους.
Όταν οι εννέα γυναίκες αποφυλακίστηκαν, ο Νίκος Γεωργιάδης ήταν εκεί, έδωσε λίγα χρήματα για το ταξίδι της επιστροφής και ένα ποσό, που ήταν προορισμένο για να ψωνίσει η καθεμία από τη Ρόδο ένα δώρο για τα παιδιά τους.
Ο πόλεμος είχε ήδη ξεκινήσει όταν οι Δωδεκανήσιες κρατούμενες επέστρεψαν στα σπίτια τους, αυτό ήταν ένα από τα πρώτα σοβαρά χτυπήματα της προπολεμικής Ιταλικής διοίκησης και έκανε τους κατοίκους της Καρπάθου ακόμα πιο καχύποπτους και δύσπιστους απέναντί τους. Η ιστορία έμεινε ζωντανή χάρις στην Άννα Καραδημητρίου που συνήθιζε να κρατά σημειώσεις, να γράφει έμμετρα τους καημούς και τα βάσανά της.
Μάλιστα όπως έλεγε στη δεύτερή της κόρη, την Καλλιόπη Κασσώτη-Καραδημητρίου, υπήρξαν πολλές στιγμές, που ενώ έγραφε αυτές τις μαντινάδες, στα ξαφνικά οι φύλακες ξεκλείδωναν την πόρτα του κελιού της και εκείνη αναγκαζόταν να καταπιεί το χαρτί για να μη το βρουν στα χέρια της