Ο Χριστόδουλος Σβορώνος - Τσιγάντες γεννήθηκε στην Κεφαλονιά το έτος 1897. Κατατάχθηκε στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων και ως αξιωματικός το 1916 έλαβε μέρος σε μάχες του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου στο Μακεδονικό Μέτωπο, της Μικράς Ασίας και της εκστρατείας στην Ουκρανία το 1918 με πολλές διακρίσεις και λαμπρή σταδιοδρομία. Φοίτησε ακόμη στη Σχολή Πολέμου στο Παρίσι, όπου σπούδασε και πολιτικές επιστήμες. Συμμετέσχε στο Βενιζελικό κίνημα του 1935, δικάζεται από το Στρατοδικείο μαζί με τον επίσης αξιωματικό αδελφό του Γιάννη, καθαιρούνται και οι δύο του βαθμού τους και εξορίζονται.
Το 1940 βρισκόμενος στην Αίγυπτο κατατάσσεται ως Λοχαγός στη Γαλλική Λεγεώνα των Ξένων, παίρνει μέρος σε επιχειρήσεις της Ερυθραίας και της Λιβύης κατά των Γερμανών. Το 1941 ανακλήθηκε στην ενεργό υπηρεσία από την εξόριστη Ελληνική Κυβέρνηση του Τσουδερού, η οποία θα του εμπιστευθεί τη διοίκηση μιας ιδρυθείσας από τον ίδιο μεμονωμένης μονάδας, του «Ιερού Λόχου». Ο Συνταγματάρχης πια Χριστόδουλος Τσιγάντες ανέλαβε την αποστολή στρατολόγησης, εκγύμνασης και οδήγησης στη μάχη κατά των Δυνάμεων του Άξονα, με επιχειρήσεις θαλάσσιων καταδρομών (Commandos) στο Αιγαίο και ιδιαίτερα στα Δωδεκάνησα, αξιωματικών, που δέχτηκαν να στερηθούν του βαθμού τους για να πολεμήσουν ως απλοί στρατιώτες.
Με τις καταδρομικές τους επιχειρήσεις οι άνδρες του Ιερού Λόχου, που ανάμεσά τους υπήρχαν και πολλοί Δωδεκανήσιοι, υπό τη θαρραλέα διοίκηση του θρυλικού τους Συνταγματάρχη Χριστόδουλου Τσιγάντε, σε συνεργασία με τα δίκτυα κατασκοπείας και τους πατριώτες αντιστασιακούς, έβαλαν υποθήκη για την επικείμενη ενσωμάτωση των Δωδεκανήσων στην Ελλάδα. Ο Ιερός Λόχος θα διεξάγει συνολικά 27 Καταδρομικές Επιχειρήσεις και 207 Καταδρομικές Περιπόλους εναντίον των Δυνάμεων του Άξονα, που κατείχαν τα νησιά του Αιγαίου και τα Δωδεκάνησα. Οι καταδρομικές επιχειρήσεις στο Καστελλόριζο, στην Κάρπαθο, στο Θυμιανό της Κεφάλου Κω, στη Χάλκη, η καταδρομή-απελευθέρωση της Σύμης, της Νισύρου και της Τήλου και οι επιχειρήσεις στ’ άλλα νησιά καταγράφηκαν ως χρυσή εποποιία στη νεότερη πολεμική ιστορία των Δωδεκανήσων.
Γι αυτό όταν στο νησί της Σύμης (8 Μαΐου 1945) ήλθε η στιγμή της παράδοσης των εχθρικών δυνάμεων κατοχής υπό τον Στρατηγό Otto Wagener στους Άγγλους, παρίστατο και από ελληνικής στρατιωτικής πλευράς ο διοικητής του Ιερού Λόχου Συνταγματάρχης Χριστόδουλος Τσιγάντες. Πριν ο Wagener υπογράψει το πρωτόκολλο της χωρίς όρους παράδοσης των Γερμανών, άφησε το περίστροφό του στο τραπέζι και ο Άγγλος Ταξίαρχος Moffat το πήρε και το έδωσε στον Συνταγματάρχη Χριστόδουλο Τσιγάντε, λέγοντας: «Κρατήστε το σε ανάμνηση του γεγονότος και ως λάφυρο πολέμου».
Με την έναρξη της Βρετανικής Στρατιωτικής Διοίκησης στα Δωδεκάνησα ο Συνταγματάρχης Χριστόδουλος Τσιγάντες αναλαμβάνει καθήκοντα αρχηγού της Ελληνικής Στρατιωτικής Αποστολής. Ουσιαστικά διορίζεται από το 1945 μέχρι το 1947 ως ο πρώτος Έλληνας Στρατιωτικός Διοικητής των Δωδεκανήσων, με έδρα του τη Ρόδο, πλαισιούμενος από τους Ιερολοχίτες αξιωματικούς Μανώλη Ζαχαράκη, Λοχαγό, Παναγιώτη Ψωμόπουλο, Υπολοχαγό, Λευτέρη Μακρή, Υποσμηναγό, Κώστα Γεωργαντά, Υπολοχαγό (Φρούραρχο) και Σπύρο Μουρίκη, Υποπλοίαρχο (Ναυτικό Σύνδεσμο).
Θέλοντας να συμβάλει στο έργο της ανασυγκρότησης των νησιών δεν δίστασε να αντιδικήσει με τους Άγγλους, άλλες φορές με παραστάσεις διαμαρτυριών και άλλες φορές με θετικές παρεμβάσεις.
Μια ρηξικέλευθη παρέμβαση του Χριστόδουλου Τσιγάντε ήταν και η ακόλουθη: Τα σχολικά και άλλα δημόσια κτίρια της Δωδεκανήσου, που δεν ήταν λίγα και ανήκαν στην Κυβέρνηση των Ιταλικών Νησιών του Αιγαίου (Governo delle Isole Italiane dell’ Egeo), λίγο πριν την αποχώρηση των Γερμανών η Ιταλική Κυβέρνηση επιχείρησε με δόλια πράξη της στα Κτηματολόγια της Ρόδου και της Κω-Λέρου να τα παραχωρήσει στο Βατικανό, ώστε να μη μπορούν να περιέλθουν αργότερα στο Ελληνικό Δημόσιο. Η μεταβίβαση αυτή τελικά αποσοβήθηκε χάρη στην έγκαιρη ειδοποίηση-ενημέρωση του Χριστόδουλου Τσιγάντε προς την αρμόδια αντιπροσωπεία της Ελληνικής Κυβέρνησης για την υπογραφή της περίφημης Συνθήκης Ειρήνης, στην οποία παρίστατο και ο εκ Σύμης καθηγητής Σωτήριος Αγαπητίδης, η οποία (αντιπροσωπεία) ζήτησε να περιληφθεί στη μεταξύ των Συμμάχων και της Ιταλίας Συνθήκη Ειρήνης της 10ης Φεβρουαρίου του 1947, που κυρώθηκε με το Νομ. Δ/γμα 423/1947, και στο Παράρτημα ΧΙV (παράγραφος 2) ο καταλυτικός όρος ότι: «Πάσαι αι μεταβιβάσεις κρατικών ή παρακρατικών ιταλικών περιουσιών, αίτινες εγένοντο μετά την 3ην Σεπτεμβρίου 1943, θα θεωρούνται ως άκυροι και μη γενόμεναι». Έτσι τα σχολικά και τα άλλα δημόσια κτίρια σώθηκαν από το αδηφάγο βλέμμα και την αρπακτικότητα του Βατικανού και από το Ιταλικό Δημόσιο περιήλθαν στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου ως απευθείας διάδοχου κράτους.
Ο Συνταγματάρχης Χριστόδουλος Τσιγάντες υπήρξε αδέκαστος, αγνός πατριώτης. Παρακολουθούσε τις τυχόν ύποπτες κινήσεις των Ιταλών ιδιωτών που παρέμεναν ακόμη στα Δωδεκάνησα και ενημέρωνε ασταμάτητα το Ελληνικό Υπουργείο των Εξωτερικών. Ξεχώρισε όσους Δωδεκανήσιους είχαν στενά συνεργασθεί με τους Ιταλούς και συνέχιζαν συνεργασίες με τους Άγγλους, χαρακτηρίζοντάς τους ως «εθνικώς ανάξιους» και δηλώνοντάς τους ότι δεν ήταν δεκτοί στις τελετές για τις επετείους εθνικών γεγονότων και παράλληλα δεν τους επέτρεπε την είσοδο στα γραφεία της Αποστολής.
Τη στάση του αυτή ο Τσιγάντες θα την πληρώσει ακριβά, γιατί κάποιοι από αυτούς τους πρώην συνεργάτες των Ιταλών και μετά πειθήνια όργανα των Άγγλων θα πλευρίσουν πολιτικούς της Αθήνας, θα τους υποσχεθούν ψήφους, όταν αργότερα η Δωδεκάνησος θα γινόταν ελληνική και θα αξιώσουν να αφαιρεθούν τα καθήκοντα του στρατιωτικού διοικητή από τον Τσιγάντε, τον οποίον, μάλιστα, κατηγόρησαν ως αριστερό. Έτσι το Υπουργικό Συμβούλιο με την αριθ. 177/29-3-1947 Πράξη του «απέπεμψε» τον Τσιγάντε από τα καθήκοντα του Αρχηγού της Ελληνικής Στρατιωτικής Αποστολής στα Δωδεκάνησα, αφού τον προήγαγε σε Ταξίαρχο και του εξέφρασε «την πλήρη του ευαρέσκειαν δια τας υπηρεσίας ας παρέσχεν εις την Πατρίδα». Τη θέση του θα πάρει ο Αντιναύαρχος Περικλής Ιωαννίδης, σύζυγος της βασιλόπαιδος Μαρίας, κόρης του βασιλιά Γεωργίου Α΄ και της βασίλισσας Όλγας.
Ο Χριστόδουλος Τσιγάντες μπορεί να αποχώρησε από τα Δωδεκάνησα, εξακολουθούσε όμως να ενδιαφέρεται για την ανασυγκρότηση και προκοπή τους. Αρθρογραφούσε σε εφημερίδες προσφέροντας τις γνώσεις και την εμπειρία του για την καλυτέρευση της ζωής των Δωδεκανησίων, ενώ τον συναντούμε και πάλι στη Ρόδο, κατά τη διάρκεια προεκλογικής περιόδου το 1950, όπου μίλησε ως εκπρόσωπος του Κόμματος των Φιλελευθέρων.
Αποστρατεύθηκε την 1η Μαΐου του 1948 με το βαθμό του Υποστρατήγου. Για τις προσφερθείσες προς την πατρίδα υπηρεσίες του ο Χριστόδουλος Τσιγάντες τιμήθηκε με 16 συνολικά παράσημα και μετάλλια. Το 1970 προσβλήθηκε από την επάρατη νόσο. Θα μεταβεί στο Λονδίνο για θεραπεία, όπου και πέθανε στις 11 Οκτωβρίου 1970. Η σωρός του αποτεφρώθηκε και διαφυλάχθηκε στο Κοιμητήριο της Οικογένειας του Ναυάρχου Jellicoe, για να επιστραφεί στην Ελλάδα το 1977, μετά την αποκατάσταση της Δημοκρατίας.
Για τον Χριστόδουλο Τσιγάντε, τον άριστο επιτελή, τον θαυμάσιο πολεμιστή, τον εξαίρετο διοικητή, θα γράψει ένας παλαιότερός του αξιωματικός: «Έχει το βλέμμα άγρυπνο, το πνεύμα διαυγές, την καρδιά φλογερή και την κρίση αδιατάρακτα ψύχραιμη!».
Ας είναι η μνήμη του αιωνία.