Από τον Οκτώβρη ως τα μέσα του Νοέμβρη συναντούσαμε στην Κω ένα παμπάλαιο έθιμο τα λεγόμενα χοιροσφάγια, την εποχή μάλιστα που ανοίγονται και τα καινούργια κρασιά. Κάθε οικογένεια του νησιού, που είχε τα «θρεφτά» της, έκανε και τα χοιροσφάγια της. Πελώριοι χοίροι, πολλών κιλών, μεταφέρονταν απ’ τον «χοιρόλακκο» και σφάζονταν τα ξημερώματα συνήθως κάποιας Κυριακής του Οκτώβρη, ενώ τ’ άστρα έλαμπαν ακόμη στον ουρανό. Προσκαλούνταν οι συγγενείς και οι φίλοι της οικογένειας σ’ ένα αληθινό ξεφάντωμα γλεντιού, όπου μετά το σφάξιμο, την αποτρίχωση, το τρίψιμο και το τεμάχισμα του χοίρου ψήνονταν στα κάρβουνα ή τηγανίζονταν οι λιχουδιές, όπως η σπλήνα, το συκώτι, οι μπριζόλες κ. ά.
Ανοίγονταν τότε τα βαρέλια της νέας σοδειάς και το κώτικο κρασί έρεε άφθονο απλώνοντας παντού το μεθυστικό του άρωμα, ενώ τα παιδιά χαιρόντουσαν να παίζουν με τη «φούσκα» (ουροδόχο κύστη) του χοίρου. Οι νοικοκυρές μάζευαν τα «σίγλινα» ή τις «μπουκκιές» που καβούρδιζαν κι έβαζαν κατόπιν στα «κουζιά» (μικρά πιθάρια) για την «κουμπάνια» του χειμώνα, μαζί με τα «πουμπάρια» (λουκάνικα), την κάτασπρη «γλίνα» και άλλα παρασκευάσματα. Τα πόδια, το κεφάλι και το λαιμό του χοίρου, αφού τα έβραζαν, έριχναν στο ζωμό τους χυμό ξυδιού ή λεμονιού, τ’ άφηναν να πήξουν και είχαν τότε την περίφημη «πηχτή». Οι «πιστικοί» (κτηνοτρόφοι), αν έσφαζαν μαύρο χοίρο, κολλούσαν το «μούτσουνό» του στην πόρτα της μάντρας τους, για να διώχνει, όπως πίστευαν, τον κεραυνό και να προστατεύει τη φαμελιά τους απ’ τη βασκανία. Ωραία τοπικά έθιμα που δυστυχώς ο αδυσώπητος χρόνος δεν δίστασε να τα εξαφανίσει.
ΒΑΣΙΛΗΣ Σ. ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ