Τα κάλαντα των Φώτων, το Άγιασμα των σπιτιών, οι μαρμαρίτες της Αντιμάχειας και τα κεράσματα των ζώων, που μιλούν.
Ήθη, έθιμα και δοξασίες των Φώτων.
Ξεκινούσαν πρωί- πρωί με το αγιάζι. Φορούσαν ξανά τους πλεκτούς χειροποίητους σκούφους, τα γάντια και τα χοντρά σακάκια τους και ξεχύνονταν χαρούμενα στους δρόμους. Κανένας και τίποτα δεν τα πτοούσε, ούτε το τσουχτερό κρύο, που μαζί με το χιονόνερο πάγωνε τα πάντα.
‘Ο μήνας έχει σήμερα 5 Ιανουαρίου και όλοι μας εορτάζουμε τα Φώτα του Κυρίου’…. Δυο, τρία παιδιά μαζί μια παρέα, γυρνούσαν τα σοκάκια και τις γειτονιές, σκορπώντας χαρά με τα Κάλαντα των Φώτων. ‘Ήρθανε τα Φώτα και ο Φωτισμός, στις γειτονιές του χωριού μας,’ φώναζαν χαρούμενα.
Η κυρά Φανή, μόλις γύρισε από την Εκκλησία, αφού είχε πάει στον πρώτο και Μικρό Αγιασμό. Με τούτον τον ευλογημένο Αγιασμό, θα ράντιζε το σπίτι της, τα κτήματα και τα ζωντανά της, για να είναι γερά και ευλογημένα.
-Ελάτε μέσα, είπε στα παιδιά, θέλω να σας φιλέψω. Αύριο έχω και την γιορτή μου, Θεοφανία με λένε. Άνοιξε την πόρτα και μαζί με τον κρύο του βοριά, μπήκαν και οι γλύκες, μελωδικές παιδικές φωνές.
Αφού έριξε ένα κέρμα στο μικρό παιδικό κουμπαρά, έφερε την πιατέλα και τα κέρασε όλα κουραμπιέδες και σιροπιαστά φοινίκια. Αν περιμένετε λίγο τους είπε, θα φτιάξω κατιμέρια και θα τα φάτε ζεστά.
Όσο η κυρά Φανή, έφτιαχνε τα γλυκά κατιμέρια, τα παιδιά την άκουγαν με μεγάλη προσοχή να τους αφηγείται ολοζώντανες εικόνες από την παλιά, παραδοσιακή, γιορτινή ζωή του χωριού. Ξεκίνησε και έλεγε για το έθιμο της Πρωτάγιασης, την παραμονή των Φώτων και ότι όπως την Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά, συνήθιζαν οι νοικοκυρές να φτιάχνουν ξεχωριστό ψωμί, το Χριστόψωμο, το ίδιο και τα Φώτα έφτιαχναν την λεγόμενη Φωτίτσα.
Τόνισε δε, πως στην Κεφαλονιά, την στόλιζαν με σύμβολα του Αγιασμού, όπως το τσίγκινο τάσι ή κουβαδάκι και την φούντα με τον δυόσμο. Συνεχίζοντας η κυρά Φανή, εμπλούτισε την διήγησή της, προς τα παιδιά που την άκουγαν με πολλή προσοχή, λέγοντας πως έφτιαχναν οι παλιές νοικοκυρές ειδικά ψωμιά και για τα ζώα του σπιτιού. Για παράδειγμα στη Νάξο, έφτιαχναν το βουδόψωμο και το έδιναν στα βόδια του στάβλου. Εντύπωσε έκανε στους μικρούς ακροατές, όταν η κυρά Φανή τους είπε πως σε πολλά μέρη της υπαίθρου, υπάρχει η δοξασία πως το βράδυ της παραμονής των Φώτων, τα ζώα συνομιλούν μεταξύ τους. Για αυτό οι γεωργοί τα περιποιούνται όσο μπορούν καλύτερα, για να είναι ευχαριστημένα και να μην παραπονεθούν στο Χριστό, που θα τα επισκεφτεί. Στην Αντιμάχεια όταν θα φτιάξουν μαρμαρίτες, φτιάχνουν μερικούς σε σχήμα Σταυρού και τους προσφέρουν στα βόδια. Άλλο ένα έθιμο που γίνεται στην Κρήτη και στα Κύθηρα, είναι ότι οι γεωργοί το βράδυ των Φώτων, φτιάχνουν ένα μίγμα από όσπρια και δημητριακά και τα προσφέρουν στα ζώα τους. Το ονομάζουν ‘παλικαριά’ ή ‘φωτοπάπουδαή ‘φωτοκοόλλυβα κλπ .
Από αυτό ρίχνουν στις στέγες των σπιτιών και στα σπαρμένα χωράφια, για να βρίσκουν τα ευλογημένα περιστέρια και τα άλλα πουλιά του ουρανού τροφή, ενώ ψιθυρίζουν….
-‘Φάτε πουλιά χορτάσετε και τον ζευγά σχωρνάτε’.
Η κυρά Φανή, πρόσθεση άλλη μια δοξασία πως ο Χριστός μαζί με τον Άγιο Βασίλειο, γυρνάνε την παραμονή της νύχτας των Θεοφανίων, στα ποιμνιοστάσια και στους στάβλους και ευλογούν τα ζώα, των οποίων η γλώσσα λύνεται με τον Αγιασμό και μιλούν ανθρώπινα. Λένε δε στον Δημιουργό τους, αν καλοπέρασαν ή κακοπέρασαν, τον προηγούμενο χρόνο με τα αφεντικά τους. Για αυτό οι γεωργό-κτηνοτρόφοι, φρόντιζαν να έχουν καθαρούς και ζεστούς τους στάβλους ή τα νταμιά, με άφθονη τροφή και καθαρό άχυρο. Δεν ήταν λίγες οι φορές, που οι γεωργοί πήγαιναν με το φανάρι τα βράδια στους στάβλους και άναβαν φωτιά, για να ζεσταθούν τα ζώα τους. Τα φρόντιζαν και τα αγαπούσαν, θεωρώντας τα προέκταση των μελών της οικογένειας. Για το λόγο αυτό, στα χωριά οι στάβλοι βρίσκονταν κολλητοί, δίπλα στα σπίτια των αγροτών, για να έχουν ευνοϊκή και καλύτερη περιποίηση τα ζωντανά.
Εννοείται ότι την ημέρα του Μικρού Αγιασμού, ο ιερέας Αγιάζει μαζί με τα χωράφια, τα πηγάδια, τα σπίτια και τα ζώα.
Ξέρετε παιδιά μου συνέχισε η κυρά Φανή, πως τέτοιες Άγιες μέρες, τα παιδιά των χωριών άκουγαν από τα χωριατόσπιτα, τα ξεχωριστά μουγκρίσματα και τους θορύβους των ζώων, στους διπλανούς στάβλους και έτσι μεταφέρονταν νοερά στο Ιερό Σπήλαιο της Βηθλεέμ, με τα αθώα ζώα να ζεσταίνουν με τα χνώτα τους, τον Νεογέννητο Χριστό.
Τελειώνοντας, η κυρά Φανή αναρωτήθηκε. Άραγε τι παράπονα θα έχουν να πουν στο Χριστό σήμερα, τα ζώα όταν οι άνθρωποι τα παραμελούν δεμένα στο ύπαιθρο, μες στο καταχείμωνο, σχεδόν χωρίς τροφή και νερό, σε συνθήκες ψύχους, στο κρύο και στη βροχή; Ο Δημιουργός, τα υποστηρίζει με την Θεία Εντολή, να τα προστατεύουμε και να τα φροντίζουμε και ο ανθρώπινος νόμος, τα προστατεύει. Μερικοί άνθρωποι όμως, τα κυνηγούν για ευχαρίστηση, τα αιχμαλωτίζουν, τα βασανίζουν, τα σκοτώνουν για κρέας, το δέρμα και τα δόντια τους. Έτσι τα αθώα ζώα και υποφέρουν και κινδυνεύουν, να εξαφανιστούν από την κακία, την κακομεταχείριση και παράνοια ορισμένων ανθρώπων, φορτωμένων με ψυχολογικά και άλλα προβλήματα. Πολλές φορές δεν παραλείπουν να τα εκμεταλλεύονται, σε παράνομο εμπόριο και σε απεχθέστατες, κακοποιήσεις και κτηνοβασίες, που μερικά πολιτισμένα κράτη όπως η Γερμανία, δεν τις καταδικάζουν.
Η κ Φανή, έδωσε στα παιδιά τα ολόγλυκα κατιμέρια και τους είπε.
-‘Μην ξεχνάτε, πως ο πλανήτης μας, είναι κοινός για όλους, ανήκει και σε εμάς και στα ζώα.
Σε μια στροφή του στενού δρόμου, τα παιδιά συναντήθηκαν με τον παπά Κυριάκο. Ήταν και ο μικρός του γιος, μαζί του.
‘Εν Ιορδάνη Βαπτιζομένου σου Κύριε……έψαλλε ο ιερέας, ενώ με μια φούντα από δεντρολίβανο και δυόσμο, βουτηγμένη στον Αγιασμό, ράντιζε όλο το σπίτι, μέχρι και την αυλή. Η κυρά Φανή, έριξε ένα κέρμα στο ανοιχτό, τσίγκινο τάσι του παπά και τον γέμισε με ευχές και ευχαριστώ.
-Ήρθανε και τα Φώτα αναλογιζόταν, θα έρθει και του Αη Γιαννιού και πάνε τα Χριστούγεννα. Πάνε και οι καλικάτζαροι, αφού θα χωθούν ξανά στο σκοτεινό τους υπόγειο λαγούμι.
Έτσι το ήθελε η λαϊκή παράδοση, του Χριστουγεννιάτικου Δωδεκαημέρου.
Οι καλικάτζαροι που δεν άντεχαν τα Χριστούγεννα, να μην αντέχουν ούτε τα Αγιασμένα νερά και τα λαμπερά Φώτα και να εξαφανίζονται, τρομαγμένοι στα έγκατα της Γης.
Η επόμενη μέρα θα είναι ξεχωριστή, σκέφτηκε η κυρά Φανή. Ο Αη Γιάννης ο Πρόδρομος, που Βάπτισε τον Χριστό στον Ιορδάνη και οι παπάδες, θα ρίξουν το Σταυρό σε θάλασσες, λίμνες και ποτάμια, για να Αγιαστούν και να ημερέψουν τα νερά. Να γαληνέψουν οι φουρτουνιασμένες θάλασσες, του ζόρικου Χειμώνα. Τυχεροί όσοι μπορούν να πάνε στα Ιεροσόλυμα, να Βαπτιστούν στον Ιορδάνη ποταμό και να γίνουν ‘Χατζήδες’.
Ο κόσμος πλημμύρισε ξανά την Εκκλησιά της Παναγιάς. Οι καμπάνες χτυπούσαν χαρμόσυνα, στα ψηλά καμπαναριά. Ήρθαν και τα Θεοφανία. Έγινε και η Ακολουθία του Μεγάλου Αγιασμού, όπου όλοι οι Χριστιανοί, αφού νηστέψουν πίνουν με ευλάβεια λίγο από τον Μεγάλο Αγιασμό. Η παράδοση λέει, πως δεν επιτρέπεται να μεταφερθεί στο σπίτι, όπως γίνεται με τον Μικρό Αγιασμό, εκτός αν συνοδεύεται με αναμμένο κερί.
Μερικά ευλογημένα περιστέρια συμπληρώνουν το σκηνικό, τριγυρνώντας στο ουρανό του χωριού, όπως το ‘Άγιο Πνεύμα εν είδη περιστεράς’ που παρίσταται στην αναπαράσταση της Βάπτισης του Κυρίου.
Η κυρά Φανή, μόλις επέστρεψε και πάλι από την Εκκλησιά, κρατώντας το ευλογημένο Αντίδωρο. Μέσα στην ζεστασιά του σπιτιού της, βάλθηκε να φτιάξει ακόμη μερικούς μαρμαρίτες, για αυτό έβαλε πάνω στην αναμμένη παρασκιά του πέτρινου τζακιού, ένα μάρμαρο. Έφερε σε ένα μπολ ανακατεμένο χυλό, φτιαγμένο από αλεύρι, μαγιά και νερό και τον έσταξε λίγο- λίγο πάνω στο καυτό, καθαρό μάρμαρο.
Κάθισε στο πέτρινο κουμούλι και περίμενε για λίγο.
Ένας αφράτος, στρογγυλός, σφουγγάτος, μαρμαρίτης, έτοιμος για τηγάνι, περίμενε να ‘λουστεί’, με μπόλικο μέλι και κανέλλα.
Η πόρτα άνοιξε και ένα πιάτο γεμάτο με ζεστούς μαλωμένους μαρμαρίτες, έφευγε για την γειτόνισσα την κυρά Μαρία.
Άλλο ένα πιάτο με Σταυροειδείς μαρμαρίτες ήταν έτοιμοι.
Τους μαρμαρίτες σε σχήμα Σταυρού η κυρά Φανή θα τους έδινε ως ευλογία, στα ζώα που ήταν στο διπλανό στάβλο, του σπιτιού της.
Στο δρόμο ένα ζευγάρι σκούρα παιδικά μάτια, έβλεπαν με λαιμαργία το σκεπασμένο πιάτο. Λίγο πιο πέρα μια άγνωστη μελαψή μάνα, τυλιγμένη με την παραδοσιακή, υφαντή μαντίλα, στεκόταν και κοιτούσε αμίλητη.
-Ίσως να κρύωνε ή να πεινούσε ποιος ξέρει; σκέφτηκε η κυρά Φανή και με φιλόξενη διάθεση, κάλεσε την άγνωστη και το παιδί στο ζεστό σπιτικό της.
-Δεν είσαι από τα μέρη μας, της είπε με συμπόνια. Τι είσαι μετανάστρια;
Εκείνη αντί να της απαντήσει, προσπαθούσε να της ‘μιλήσει’ με νοήματα.
Ένα γεμάτο μπολ με ζεστή σούπα και ζυμωτό ψωμί, ήταν αυτό που χρειάζονταν η περαστική ξένη, μαζί με το παιδάκι της.
Η μοναδική αξεπέραστη Ελληνική φιλοξενία, της νησιώτισσας, πρόσφερε στην ταλαίπωρη άγνωστη, λίγο από την ανθρωπιά και την αγάπη της.
Καθώς ξεπροβοδούσε τους ξένους επισκέπτες της με μερικά καλούδια, η κυρά Φανή αναρωτιόταν και μονολογούσε.
-Ο Χριστός δεν λέει ‘ξένος ήμουν και με φιλοξενήσατε; και αν προσφέρετε το ελάχιστο στον συνάνθρωπο σας, είναι σαν να το δώσατε σε εμένα’;
Αυτό είναι το νόημα της παρουσίας του Χριστού στη Γη. Να φωτίσει με τα Φώτα του, με ανιδιοτελή Αγάπη, τις καρδιές όλων μας. Ζούμε με την σημερινή παγκοσμιοποίηση, ανάμεσα σε 7,5 δισεκατομμύρια ανθρώπους και πρέπει να τους σεβαστούμε. Να μπορέσουμε να αγαπήσουμε, όλους τους ανθρώπους, αλλά και όλα τα ανυπεράσπιστα ζώα του κόσμου.
Χρόνια Πολλά. Καλή και Ευλογημένη Χρονιά. (2/1/2021)
Ξανθίππη Αγρέλλη