Δεκαετίες του 60-70, ανέμελο ζεστό το καλοκαιράκι και ανάμεσα στην ασταμάτητη φλυαρία, από τα αμέτρητα τζιτζίκια, που κατοικούσαν στις πανύψηλες λεύκες και στα ευωδιαστά γιασεμό-δένδρα, ακούγονταν και το γλυκό κλάμα του μπουζουκιού. Κάθε πρωί ο αξέχαστος γείτονας μας, ο Μπάμπης ο Καραμπεσίνης, φόρτωνε ένα αυτοσχέδιο μουσικό κουτί και τριγυρνούσε στις ήσυχες γειτονιές, σκορπώντας αξεπέραστες μελωδίες. Πάνω στο ξύλινο καροτσάκι, είχε τα δισκάκια βινυλίου της Κολούμπια, με τις τελευταίες λαϊκές επιτυχίες. Η βελόνα του πικάπ, ζωντάνευε τις φωνές του καλού λαϊκού τραγουδιού, που μίλαγε στις καρδιές όλων.
Τραγούδια της πικρής ξενιτιάς, που με τη στεντόρεια φωνή του Στέλιου Καζαντζίδη, παρηγορούσαν τους συγγενείς και φίλους των ξενιτεμένων μας. Τραγούδια του έρωτα και της χαράς, που η Καίτη Γκρέυ, η Μαρινέλλα και η Πόλυ Πάνου, κλπ τότε τραγουδούσαν με πάθος.
Λίγο πιο κάτω στην Χαντάκα στην οδό Ιπποκράτους, η παραδοσιακή αοιδός Άννα Σαρρή Καρμπεσίνη, η σύζυγος του Μπάμπη, είχε ανοίξει μαζί με την αδελφή της Έφη Σαρρή, το πρώτο δισκάδικο. Τα δυο γλυκόλαλα αηδόνια της Κω, μουσικοί πρεσβευτές σε όλο τον κόσμο, χάριζαν παντού τα δικά τους Αιγαιοπελαγίτικα νησιώτικα, Δημοτικά τραγούδια, σκορπώντας ευχάριστες μελωδίες.
Κατά το μεσημεράκι ο Μπάμπης, επέστρεφε από τον μουσικό γύρο της όμορφης πόλης της Κω. Μια πόλη που την έπνιγαν τα γιασεμιά, οι τριανταφυλλιές, οι κόκκινοι ιβίσκοι, οι μπουκαμβύλιες και το αγιόκλημα. Μια πόλη περήφανη για τις κομψές και λιτές μονοκατοικίες της, με τις ανθισμένες αυλές και τις πέργολες από κληματαριά.
Στην οδό Αβέρωφ, που περίσσευε η ευωδιά του δυόσμου και του βασιλικού, απέναντι μας έμενε η αξέχαστη Άννα Καραμπεσίνη, με τον Μπάμπη της και τις αείμνηστες αδελφές τις, στις οποίες η πολιομυελίτιδα δεν χαρίστηκε.
Αξέχαστα τα καλοκαίρια, με τους γείτονες, να σιγοτραγουδούν και να αποσπερίζουν τα ζεστά βραδάκια, κάτω από τον έναστρο ουρανό, με το ολόγιομο, Αυγουστιάτικο φεγγάρι να τους φωτίζει.
Μαζεμένοι στις αυλές παρέες, παρέες άκουγαν τις τελευταίες λαϊκές επιτυχίες και απολάμβαναν όλοι, μαζί με τους Αθηναίους περιηγητές, ολόδροσο καρπούζι, μελωμένο πεπόνι και φρέσκια ντοματοσαλάτα με τυρί, που τα συνόδευαν με ντόπιο κρασί. Οι περισσότεροι, διανυχτέρευαν στις αυλές τους, γιατί νοίκιαζαν με τη βραδιά τα σπίτια τους, στους πρώτους Έλληνες και κυρίως Αθηναίους τουρίστες. Αυτοί έρχονταν για να απολαύσουν, τα κρυστάλλινα θαλασσινά νερά στις ακρογιαλιές και να κάνουν ατέλειωτη ηλιοθεραπεία, μαζί με νόστιμο μεσημεριανό γεύμα από φρέσκο ψάρι που εύρισκαν στις γύρω ψαροταβέρνες.
Σιγά, σιγά οι μονοκατοικίες αυτές χάθηκαν, κάτω από τριώροφες πολυκατοικίες και διάφορα ξενοδοχειακά συγκροτήματα.
Ο Μπάμπης καθημερινά, χρωμάτιζε μουσικά τις ωραίες γειτονιές, με την άριστη ρυμοτομία και τις καταπράσινες συστάδες των δένδρων. Μέσα από το βινύλιο, ξεπηδούσαν τα λαϊκά τραγούδια, ενώ εμείς Σχολιαρόπαιδα τότε, αφήναμε στην άκρη τα βαρετά βιβλία, για να τρέξουμε να ακούσουμε από το μουσικό καροτσάκι του Μπάμπη τις τελευταίες λαϊκές επιτυχίες. Μέχρι που ο Μπάμπης κουράστηκε να μοιράζει χαρά, με το μελωδικό καροτσάκι του. Αργότερα άνοιξαν άλλα δισκάδικα, του Χαράλαμπου Πίττα, στην οδό Κανάρη, του Αντώνη Παρθενιάδη και του Γιώργου του Ρήνου, στην Πλατεία Ελευθερίας.
Τα τραγούδια της ξενιτιάς, με την Πολύ Πάνου να τραγουδάει ‘το πλοίο θα σαλπάρει για λιμάνια ξένα’ και τον Στέλιο Καζαντζίδη ‘την πικρή ξενιτιά , ακούγονταν και από τα ‘τζουκ μποξ’ στα καφενεία της πόλης και των χωριών. Τα τραγούδια του έρωτα και της αγάπης, τα τραγουδούσαν τότε με πάθος ο Μιχάλης Μενιδιάτης, η Καίτη Γκρέυ, η Μαρινέλλα και αργότερα η Ρίτα Σακελλαρίου. Τα πρώτα τους μουσικά βήματα, έκαναν ο Πασχάλης, ο Δάκης, ο Γιάννης Πάριος, ο Δημήτρης Μητροπάνος και ο Γιάννης Πουλόπουλος. Τα λαϊκά τραγούδια της καρδιάς, τα σιγοτραγουδούσαν και οι εργάτες και οι εργάτριες, στο εργοστάσιο τοματοπολτέ της οικογένειας Νομικού, ένα από τα επτά εργοστάσια ντομάτας της Κω. Αυτό βρισκόταν επί της οδού Αβέρωφ, απέναντι από την νεόκτιστη Εκκλησία του Αγίου Παύλου.
Ύστερα ήρθε το άκαρδο χέρι της μετανάστευσης, που πήρε τα καλύτερα παιδιά μακριά από την πατρίδα τους. Ακλούθησε ο μαζικός τουρισμός, που πλημύρισε τα νησιά μας με ξένους, κυρίως Ευρωπαίους περιηγητές. Τα χωράφια χέρσωσαν, αντίθετα η οικοδομή και τα παραπλήσια επαγγέλματα, άνθιζαν και έφτασαν στο απόγειο τους.
Τα νυχτερινά κέντρα, οι ντισκοτέκ και τα μπουζούκια, κάθε βράδυ ήταν γεμάτα, αφού γέμιζαν ασφυκτικά από ντόπιους και ξένους . Η σαμπάνια και το ουίσκι, έρρεαν άφθονα, όπως και το χρήμα.
Πρόσφατα, έφυγε ο τραγουδιστής των εφηβικών μας χρόνων. Τότε που τρέχαμε στα περίπτερα για να αγοράσουμε τα περιοδικά ‘Μανίνα’ και ‘Κατερίνα,’ που είχαν έγχρωμες αφίσες του Γιάννη Πουλόπουλου. Τότε που μας συνόδευαν τα τραγούδια του, με ένα μικρό τρανζίστορ στις Σχολικές μας εκδρομές. Ο ταλαντούχος τραγουδιστής, της νιότης μας, έφυγε για την μουσική γειτονιά των Αγγέλων, μετά από μια τεράστια πολυετή καριέρα, στην μουσική σκηνή, όπου τραγούδησε με πάθος τον έρωτα και την αγάπη.
Μας άφησε, τα καλύτερα τραγούδια του. Ας θυμηθούμε μερικά από τα εκατοντάδες που ερμήνευσε με την βελούδινη, ξεχωριστή φωνή του.
‘Απόψε κλαίει ο ουρανός’ -γιατί ‘έπεσε βαθύ σκοτάδι’- και έσβησε το ‘γειτονάκι’ μου- ‘σπουργητάκι’ μου -σε ‘μια καμαρούλα μια σταλιά.’- ‘Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι’ -και ‘δεν έχει άστρα ο ουρανός’ -για αυτό ‘μην του μιλάτε του παιδιού’ -γιατί ‘θα πιει απόψε το φεγγάρι’.-
‘Μια φορά μονάχα φτάνει να ραγίσει το γυαλί’- και ‘εγώ είμαι ένα παλιόπαιδο’ -για αυτό ‘μην μου θυμώνεις μάτια μου’- γιατί ‘θέλω να μ’ αγαπάς σαν τον ήλιο.’ – ‘όσο και αν βρέχει στην φτωχογειτονιά μας’,- αλλά ‘αχάριστη ‘- και ‘αστατη γυναικα’ – ‘οι χάρτινες καρδιές δεν αγαπάνε’ -για αυτό ‘άνθρωπος είμαι και εγώ’-και ‘με το βουνό θα γίνω φίλος.’ -Να που ‘κάποιο άγαλμα στο δρόμο με θυμήθηκε’ -‘να’ χα τη δύναμη τα βράχια να κυλίσω’- για να δω ‘πια νύχτα σε έκλεψε. -Έτσι είναι τελικά ‘αυτοί που φεύγουν και αυτοί που μένουν’- για αυτό ‘παιδί μου ώρα σου καλή’- ‘καλό δρόμο’ -Γιάννη Πουλόπουλε. Σε ευχαριστούμε, για τα μουσικά δώρα που μας χάρισες.
Ξανθίππη Αγρέλλη – Κως 26/8/2020 –