Η περίοδος μετά την οθωμανική κατάκτηση της Κω χαρακτηρίζεται ιδιαίτερα ανησυχητική καθώς οι πειρατικές επιθέσεις δεν έπαψαν να μαστίζουν για πολλά χρόνια το νησί. Το 1603 οι Ιππότες της Μάλτας, που συνέχιζαν τον αιώνιο πόλεμό τους εναντίον των Τούρκων, προσπάθησαν μαζί με τους Ναπολιτάνους να ξανακαταλάβουν την Κω μα δεν το κατόρθωσαν. Την λεηλάτησαν όμως κι έφυγαν παίρνοντας μαζί τους 260 γυναίκες σκλάβες, ανάμεσα στις οποίες και την πανέμορφη Μαρία, κόρη του βαθύπλουτου προύχοντα του νησιού Αθανασίου Βασιλικού. Η ομορφιά της Μαρίας τράβηξε την προσοχή του Αντωνίου Κουΐντου, στρατιωτικού διοικητή της Μάλτας και την κράτησε, ενώ οι άλλες γυναίκες της Κω πουλήθηκαν στα σκλαβοπάζαρα της Τύνιδας.
Από τότε και μετά αρχίζει η περιπετειώδης ζωή της Μαρίας, η οποία καθώς αρνήθηκε να υποκύψει στον έρωτα του Κουΐντου, βύθισε μια νύχτα το μαχαίρι της στο στήθος του κι έφυγε κυνηγημένη από τον πύργο του. Με τη βοήθεια του Ιταλού Πασκουάλε ξεκίνησαν με ένα φαλκόνι για την πατρίδα της την Κω, μα στα ανοιχτά της Κρήτης πιάστηκαν από τον κουρσάρο Μοντεφιόρε, κι εκείνος την πούλησε στον Ονόφριο Μαρτίνο από τη Νάπολη. Προσπάθησε κι αυτός να την κρατήσει μ’ όλο που τον παρακαλούσε να την φέρει στον πατέρα της, ο οποίος, καθώς ήταν πλούσιος, θα τον αντάμειβε καλά. Ο Μαρτίνο σαν είδε πως η Μαρία δεν υπέκυπτε, θέλησε να την πάρει στην Τύνιδα να την πουλήσει. Ένα βράδυ όμως πέθανε κι αυτός με ένα μαχαίρι στην πλάτη κι η Μαρία ζήτησε την προστασία του Έλληνα Ιωάννη Τσάντε από τη Ναύπακτο. Εκείνος την έκρυψε πάνω από ένα χρόνο. Στο διάστημα αυτό την ερωτεύτηκε ο γιός του Τσάντε, ο Δημήτριος, ο οποίος την παντρεύτηκε κι έφερε κοντά της τον πατέρα της από την Κω.
Δεν υπάρχει αμφιβολία για την αλήθεια αυτού του γεγονότος της ταραχώδους περιπέτειας της μοιραίας εκείνης γυναίκας από την Κω, καθώς βρίθουν οι πληροφορίες από τους ιστορικούς συγγραφείς για πειρατικές επιθέσεις εναντίον του νησιού στις αρχές του 17ου αιώνα, όχι μόνο από τους Μαλτέζους και τους Ναπολιτάνους, αλλά και από τους Φλωρεντινούς και τους Τοσκανούς με φοβερές σφαγές, λεηλασίες και συλλήψεις μεγάλου αριθμού αιχμαλώτων, οι οποίοι σύρονταν ως σκλάβοι στην Ιταλία, στην Τύνιδα και αλλού, χωρίς επιστροφή στην πατρίδα, σκορπώντας την θλίψη και τον πόνο στους Κώους για την απώλεια τόσων συγγενών τους.[Περισσότερα βλέπε στο βιβλίο μου «Ιστορία της Νήσου Κω» (1990) σελ.313 και 344 και αγγλόφωνη έκδοση αυτού του βιβλίου (2015) σελ.310-311 και 341].
Την περιπετειώδη ζωή της Μαρίας Βασιλικού περιέγραψε πρώτος ο εκπαιδευτικός Δημήτριος Χατζηάμαλλος στο μικρό πόνημά του με τίτλο: «Η Κως. Ιστορία και Αρχαιότητες», Αθήναι (αχρον.) σελ. 42-44, επικαλούμενος ως πηγή τον Σάθα, χωρίς να παραπέμπει σε συγκεκριμένη έκδοση αυτού του συγγραφέα, όπου θα μπορούσαμε να βρούμε δημοσιευμένη την ιστορία της γυναίκας εκείνης της Κω. Ανέτρεξα στον επιφανή ιστοριογράφο Κωνσταντίνο Σάθα, όπου μελέτησα το βασικό έργο του «Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη» (7τόμοι) και το ιστορικό του δοκίμιο «Τουρκοκρατουμένη Ελλάς1453-1821», αλλά απουσιάζει η αναφορά στη Μαρία Βασιλικού. Ίσως κάποιος άλλος μελετητής να σταθεί πιο τυχερός και να ανασύρει από κάποια αυθεντική πηγή την εξιστόρηση της δραματικής και μυθιστορηματικής ζωής της Μαρίας, που θα μπορούσε σήμερα να γίνει ακόμη και σενάριο κινηματογραφικής ταινίας, η οποία να μας αποκαλύπτει τα ήθη και τους χαρακτήρες των ανθρώπων εκείνων των πολυτάραχων εποχών.
ΒΑΣΙΛΗΣ Σ. ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ