Ο θόρυβος των νυχτερινών τριζονιών, ανακατεύονταν με τον συριγμό της παλιάς μπομπίνας και τους διάλογους των πρωταγωνιστών, στην μεγάλη οθόνη.
Το φεγγάρι κρεμασμένο, σαν ένα πελώριο, λαμπερό φανάρι στον θερινό έναστρο ουρανό, παρακολουθούσε με περισσή περιέργεια τον Κληντ Ήσγουντ και την Μέριλ Στριπ, ‘στις Γέφυρες του Μάντισον ’ αλλά και την Μέρλιν Μονρόε και τον Έλβις Πρίσλεη, στους δικούς τους μουσικό- χορευτικούς ρόλους.
Η λευκή οθόνη του καλοκαιριάτικου Σινεμά, ήταν η μοναδική διασκέδαση, για όσους αγαπούσαν τον θερινό κινηματογράφο.
‘Τα καλλίτερα μας χρόνια’ όπως αυτά του Ρέμπερντ Ρέντφορντ και της Μπάρμπαρα Στρέιζαντ, έφυγαν μαζί με τα πιο όμορφα καλοκαίρια.
Τα περάσαμε με ένα πακετάκι πασατέμπο, που αγοράζαμε από το καροτσάκι του αείμνηστου Στέργιου του Καλούδη και λίγα φιστίκια, από το καρότσι της αξέχαστης, πάντα χαμογελαστής Φωτεινής Θαλασσινού, για να δούμε τις τελευταίες ρομαντικές ή πολεμικές ιστορίες, που ξεδιπλώνονταν στο βινίλλιο του ‘Σινέ -Άστρο,’ το σημερινό ομώνυμο Ξενοδοχείο της οικογένειας Αδαμαντίδη.
Και όταν βαριόμασταν τις ίδιες λευκές πάνινες καρέκλες, πηγαίναμε στο διπλανό, στο Σινέ ‘ΡΕΞ’ ( ντισκοτέκ- Φάσιον ) για να δούμε μακροσκελείς ιστορίες, σε έγχρωμες ταινίες μεγάλου μήκους, όπως ‘η Βασίλισσα Κλεοπάτρα της Αιγύπτου’ με την Ελίζαμπεθ Τέηλορ ή ‘τον Λώρενς της Αραβίας’ με τον Ομάρ Σαρίφ.
Ενίοτε έπαιζε και επιμορφωτικά, κλασσικά έργα, όπου θεατές ήταν οι μαθητές από το παρακείμενο Γ’ Δημοτικό Σχολείο, (το θρυλικό Αζίλο) και από άλλα Σχολεία, καθώς και από το τότε Ιπποκράτειο Γυμνάσιο -Λύκειο.
Εκεί στο φωτισμένο πέταλο του λιμανιού, πίσω από ένα οικοδομικό τετράγωνο, υπήρχε και ‘ο μικρός κινηματογράφος των μεγάλων έργων’.
Έτσι διαφημιζόταν το Σινέ Σπλέντιτ, εξειδικευμένο με τα θρυλικά Γουέστερν, όπου πάντα έβγαινε νικητής ο Τζων Γουέην.
Στη θέση του παλιού σινεμά, υπάρχει σήμερα ένα πολυώροφο κτήριο.
Στο κέντρο της πόλης, κοντά στην Εκκλησία του Αγίου Νικολάου, βρισκόταν το Σινεμά Κεντρικό. Αυτό έφερνε συνήθως Ελληνικές ταινίες, με την Αλίκη Βουγιουκλάκη, τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ, την Τζένη Καρέζη, τον Λάμπρο Κωνσταντάρα και τόσους άλλους θρύλους του καλού Ελληνικού κινηματογράφου. Στο Σινεμά Κεντρικό, ο κυρ Ανάστασης ο Χόντρος, φρόντιζε να έχει πάντα στο καροτσάκι του ηλιόσπορους και αράπικο φιστίκι.
Σήμερα υπάρχει ακόμη η λευκή πέτρινη οθόνη του Σινέ Κεντρικό και μερικές ξεθωριασμένες αφίσες, από Οσκαρικούς ηθοποιούς, στην παλιά του είσοδο. Βρίσκονται εκεί για να διηγούνται τις δόξες του παλιού, καλού θερινού Σινεμά, ζωντανεύοντας τα αξέχαστα καλοκαιρινά μας βράδια.
Κάπου εκεί στα διαλείμματα, ο αξέχαστος Κώστας το ‘Καμπουράκι’, γυρνούσε όλα τα Σινεμά, με τον γεμάτο ταβά από αναψυκτικά, πορτοκαλάδες, λεμονάδες ‘Γαλαθρής’ και μερικά Αιγινίτικα φιστίκια, χύμα στο καλαθάκι του. (Τότε δεν υπήρχαν τα κυλικεία.)
Τα τύλιγε σε μια κόλλα χωνάκι, από κομμάτια εφημερίδων και όλοι παρακολουθούσαν ευτυχισμένοι, τις αξέχαστες και δακρύβρεχτες αισθηματικές, Ελληνικές ασπρόμαυρες ταινίες, που με τη συντροφιά τους μεγάλωσαν γενιές και γενιές.
Τις ζεστές καλοκαιριάτικες νύχτες στα σινεμά, δροσιά μοίραζε με ένα ποδήλατο -ψυγείο και ο Αντωνάκης ο Σαλαχώρης, με τα αξέχαστα κασάτα παγωτά, του μάγου της ζαχαροπλαστικής Ιμπραήμ Φαναρτζή.
Τελευταία άφησα τον Ορφέα, ένα πολύ ωραίο Ιταλικό κτίσμα, τον Δημοτικό Κινηματογράφο, στην κεντρική Πλατεία Ελευθέριας, που είναι μέχρι και σήμερα, το μοναδικό Χειμερινό Σινεμά του νησιού μας.
Εκεί παρά κάτω, στην Ακτογραμμή της Β. Γεωργίου, κοντά στα Ξενοδοχεία Ζέφυρος και Κως (το παλιό Μπάτης) και δίπλα στο παλιό Στάδιο Ανταγόρας, οι φανατικοί φίλοι του καλού κινηματογράφου, έπαιρναν και συνεχίζουν να παίρνουν τις θέσεις τους μέχρι σήμερα, στον Δημοτικό, θερινό σινεμά Ορφέα.
Όμως δεν ήταν μόνο αυτοί οι καλοκαιρινοί κινηματογράφοι. Υπήρχε και ένας περιοδεύων, ιδιωτικός κινηματογράφος της οικογένειας Κωλέττη.
Πάνω στον τοίχο ενός καφενείου ή ενός Σχολείου του χωριού, οι απομονωμένοι κάτοικοι των χωριών, μπορούσαν να απολαύσουν μερικές Κυριακάτικες, στιγμές ξενοιασιάς και να ξεφύγουν από την σκληρή πραγματικότητα και από τον επίπονο, καθημερινό μόχθο της γης.
Τα ζεστά καλοκαίρια και οι Έλληνες περιηγητές, διασκέδαζαν όχι μόνο στα μπουζούκια, στις παραλιακές ταβέρνες ή με ατελείωτη ποδηλασία, αλλά και στα θερινά σινεμά.
Εκείνα τα αξέχαστα ρομαντικά βράδια, όπου το λιγωτικό άρωμα του γιασεμιού, μπερδεύονταν με το μεθυστικό του νυχτολούλουδου, κανείς δεν έδινε σημασία αν τα νυχτοπούλια συνομιλούσαν ή αν τα κουνούπια είχαν εξασφαλίσει το βραδινό τους γεύμα.
Φόραγαν όλοι τα πιο καλά τους ρούχα και πήγαιναν κυρίως οι νέοι, για να συναντήσουν στην σκοτεινή ατμόσφαιρα του κινηματογράφου, τις αγαπητικιές τους.
Οι υπόλοιποι φρόντιζαν να απολαύσουν συντροφιά με φίλους, γείτονες ή μουσαφίρηδες, την πολυδιαφημιζόμενη ταινία. Να δουν Ειδησούλες στα επίκαιρα και να γνωρίσουν νέα προϊόντα, από τις διαφημίσεις που τους πλημμύριζαν στα διαλείμματα, καθώς και να ενημερωθούν για την επόμενη ταινία στο πεντάλεπτο, με τίτλο ‘προσεχώς’.
Να ζήσουν μαγικά, τις ‘Επτά ημέρες στην Καζαμπλάνκα του Μαρόκου’, σε ένα ερωτικό, αστυνομικό περιπετειώδες έργο, με τον Χάμφρεη Μπόγκαρντ και την Λωρίν Μπακώλ.
Στις μέρες μας τα Σινεμά λιγόστεψαν, χειμερινά και θερινά. Ποτέ δεν θα ξαναζωντανέψει εκείνη η χρυσή εποχή, όπως ζωντάνευαν τόσες ιστορίες, έρωτα, πάθους, μυστηρίου, βίας και τρόμου, στην μεγάλη, παραμυθένια μαγική οθόνη.
Τα θερινά Σινεμά που έκλεισαν, πήραν μαζί τους φεύγοντας την πιο όμορφη, αθώα εποχή της άνθισης του καλού Ελληνικού κινηματογράφου, καθώς και την άνοδο του ξένου σινεμά, με κλασικές ταινίες, που άφησαν εποχή.
Η τηλεόραση που την δεκαετία του 60- 70, εισέβαλε στην ζωή μας, μπήκε δειλά, δειλά στην αρχή, σαν ασπρόμαυρη μικρή οθόνη, μέχρι που εξελίχθηκε σε έγχρωμη.
Τελευταία δε μεταφέρθηκε και στα μέσα κοινωνικής διχτύωσης στο διαδίχτυο, μέσω της σύγχρονης τεχνολογίας τηλεφώνων και ηλεκτρονικών υπολογιστών. Παράλληλα η προτίμηση του βίντεο και των ταινιών που αγόραζαν ή νοίκιαζαν από τα σχετικά μαγαζιά, την δεκαετία του 80, εκτόπισαν την παρουσία των κινηματογραφικών αιθουσών.
Πυρετός τα σαββατόβραδα στα Βιντεο -κλαμπ που γέμιζαν με κόσμο, για να νοικιάσουν τις αξέχαστες πολυπληθείς και ποικίλες Ελληνικές ταινίες του Κώστα Βουτσά ή του Στάθη Ψάλτη, με επίκαιρα θέματα της απλής καθημερινότητας.
Όμως ποτέ δεν θα επιστρέψει η ασύγκριτη μαγεία της σκοτεινής αίθουσας ή της υπαίθριας θερινής οθόνης, με σκέπη τον γεμάτο αστέρια ουρανό και μοναδική συντροφιά για τις ζεστές ρομαντικές βραδιές, τους φλύαρους ξενύχτες της φύσης.
Ξανθίππη Αγρελλη
===================================================================