Όσο ο καλοκαιριάτικος, λαμπερός ήλιος έκαιγε τα σπαρτά και ωρίμαζε τα φρούτα, φώτιζε και τον καταπράσινο καμβά, που απλώνονταν γενναιόδωρα στο εύφορο νησί μας. Λες και ήταν ζωγραφισμένες επάνω του οι ολόγλυκες πληζίνες -οι καρπούζες της Κω. Σκυμμένοι φορώντας τα ψάθινα καπέλα τους κάτω από το λιοπύρι, οι ακούραστοι λεσπέρηδες- γεωργοί και εργάτες του μόχθου, τις μάζευαν και τις ακουμπούσαν στην άκρη του μποστανιού και στην συνέχεια τις έβαζαν στα τσουβάλια και στα βαθιά κοφίνια. Πολύτιμοι βοηθοί τους ήταν τα υποζύγια, που φορτώνονταν το βαρύ φορτίο, για να το κουβαλήσουν ως την Αγορά ή ως το κοντινότερο μικρολίμανο. Μέσα στο φορτίο με τις πληζίνες (Τούρκικη λέξη απομεινάρι της Οθωμανικής εποχής), δηλ τις καρπούζες, έβαζαν σκόρπια και μερικά κατακίτρινα μελωμένα πεπονιά.
Οι άοκνοι καλλιεργητές καρπουζιών, έμπειροι αγρότες, προμήθευαν όχι μόνο όλη την αγορά του νησιού, αλλά και τα γύρω νησιά. Καρπούζες άφθονες, ντόπιες, είχε επίσης και η πλούσια Δημοτική Αγορά στο κέντρο της Χώρας, δηλ στο Μανδράκι του νησιού μας. Καρπούζες επίσης πουλούσαν και τα διάφορα, λιγοστά οπωροπαντοπωλεία της Κω. Μερικοί παραγωγοί, τις διέθεταν απευθείας από το κτήμα τους ή κατέβαιναν τακτικά στην πόλη του νησιού και τις πουλούσαν άμεσα στους περαστικούς καταναλωτές.
Τα ολόδροσα καρπούζια, επαρκούσαν και περίσσευαν για την ντόπια κατανάλωση, μέχρι και το Φθινόπωρο. Διακρίνονταν δε, σε δυο κυρίως ποικιλίες. Τις λαηνάτες ή μπουκάλες και αυτές τύπου Παλαιστίνης. Οι πρώτες ήταν μεγάλες, μακρόστενες πληζίνες, με μικροσκοπικά κουκούτσια. Οι δεύτερες τύπου Παλαιστίνης, ξεχώριζαν για το ολοστρόγγυλο σχήμα τους, την ζαχαρώδης υφή, το άρωμα, το έντονο κόκκινο χρώμα και τους μεγάλους σπόρους τους. Τις καρπουζόκουνες, οι αγρότες τις μάζευαν και τις ξέραιναν στις στέγες των χαμηλόκτιστων σπιτιών τους, μαζί με τις σταφίδες και τα σύκα. Έτσι, υπήρχαν, εκτός από τις κολοκυθόκουνες και οι κούνες, από τα καρπούζια, που ήταν ευχάριστη συντροφιά, για τις Χειμωνιάτικες βεγγέρες και τις ατέλειωτες αποσπερίδες των χωρικών. Για να μην μουχλιάζουν δε , τις έβαζαν για λίγο στον ξυλόφουρνο και γίνονταν νόστιμες και μυρωδάτες. Φυσικά οι γεωργοί, πάντα κράταγαν ένα μέρος από τις καρπουζόκουνες και τις φύλαγαν για το επόμενο μποστάνι. Δύσκολη και πολύ επίπονη, η παραγωγή της καρπούζας. Από την αρχική σπορά σε ειδικό χώρο, την μεταφύτευση και το κοπιώδες ξελάκιασμα, το ξεχορτάριασμα, την καταπολέμηση ασθενειών και ζιζανίων, μέχρι το τακτικό πότισμα με τα καρίκια δηλ τα αυλάκια του νερού. Το νερό ερχόταν από τα πηγάδια και έβγαινε με ειδικές αντλίες, τύπου ‘Μαλκότσι,’ ή από τα διπλανά τρεχούμενα ποταμάκια στις ρεματιές. Μοναδικό και υποδειγματικό σύστημα ποτίσματος, Ιταλικής κατασκευής, είχε ο Λινοπότης, ανάμεσα στο χωριό Πυλί και στο παραλιακό Μαρμάρι. Ένα πρωτοποριακό σύστημα άρδευσης, έπαιρνε το νερό από την γεμάτη Λίμνη του Λινοπότη και με ένα πέτρινο αυλάκι, πότιζε τους εύφορους κάμπους στο Μαρμάρι. Οι καρπούζες της Κω, οι φημισμένες πληζίνες, ήταν ξακουστές για την φρεσκάδα, τη γλυκύτητα, την ζαχαρένια υφή, το άρωμα, το κατακόκκινο χρώμα και την ξεχωριστή γεύση τους. Κάθε μποστάνι, ήταν και ένα μικρό οικογενειακό εργαστήρι, σκληρής δουλειάς, ολιγόλεπτης ξεκούρασης και πάλι δουλειάς. Ολημερίς, κάτω από τον ανελέητο θερινό καύσωνα, έτρεχαν όλοι για να προλάβουν τις δουλείες τους. Τα σχολιαρόπαιδα, το καλοκαίρι, ιδίως τα μικρότερα, έπαιζαν γύρω από μια αυτοσχέδια σχοινένια κούνια, δεμένη στο χοντρό κλαδί του αιωνόβιου αβράμυθα. Σε μια μικρότερη κούνια, κοιμόταν αμέριμνο και το νεογέννητο βρέφος της οικογένειας, με το γλυκό νανούρισμα, των φλύαρων, αμέτρητων τζιτζικιών.
Τα μεγαλύτερα παιδιά, βοηθούσαν κυρίως στην μεταφορά. Χέρι με χέρι, έβγαζαν τις πληζίνες από το χωράφι για να φορτωθούν στα υποζύγια, κάτω από το λιοπύρι. Στο θερινό ηλιοστάσιο ο ιδρώτας στων εργατών, έρεε κάτω από την τραγιάσκα, το καπέλο ή την καλύπτρα, λες και συναγωνίζονταν το διπλανό ποταμάκι της ρεματιάς. Εκεί γύρω στο ζεστό μεσημέρι, υπό το βλέμμα του αυτοσχεδίου σκιάχτρου, για να διώχνει τα ενοχλητικά πουλιά, μαζεύονταν όλοι οι εργάτες μπροστά στην ψάθινη καλύβα. Αυτή ήταν φτιαγμένη, με καλάμια και βρούλα και για πόρτα της είχε μια πολύχρωμη υφαντή κουρελού. Έστρωναν οι νοικοκυρές του μποστανιού το φαντό λινό και άπλωναν λίγο τυρί της τυριάς, μερικές πράσινες τσακιστές ελιές, την πλούσια ντοματοσάλατα, λουσμένη στο ελαιόλαδο και τους γεμιστούς κολοκυνθο-ανθούς, μαζί με τα γιαπράκια από αμπελόφυλλα, που φρόντιζαν να έχουν μαγειρέψει στην υπαίθρια θράκα. Η δροσιά από το πήλινο κανάτι, γεμάτο με το κρύο νερό του πηγαδιού και η γλυκύτητα από το μελωμένο πεπόνι και το ολόδροσο καρπούζι, ήταν ανάσα στο μεσημεριανό γεύμα, που μαζί με το σπιτικό σταρένιο ψωμί, αποτελούσαν βάλσαμο για τους κουρασμένους ώμους των λεσπέριδων. Μέχρι ο ήλιος να δύσει, έπρεπε να προλάβουν τα καΐκια, για να στείλουν τα ολόδροσα καρπούζια στα γύρω νησιά. Οι γυναίκες φορώντας τις υφαντές, άσπρες μαντήλες, εκτός από το μεσημεριανό φαγητό, βοηθούσαν και στο μποστάνι σε διάφορα πόστα. Οι άνδρες, αναλάμβαναν να κόψουν τις καρπούζες, ξεχωρίζοντας τις ώριμες από το χρώμα, την όψη και από τον ήχο κτυπώντας τες ελαφρά. Έπειτα τις φόρτωναν στα υποζύγια, πριν αρχίσουν να χρησιμοποιούν τα φορτηγά αυτοκίνητα και από εκεί έφευγαν για τα καΐκια, που πηγαινοέρχονταν στον μικρό όρμο, φιλόξενο λιμανάκι στο Τιγκάκι, στο Μαρμάρι, στο Μαστιχάρι, στο Καμάρι της Κεφάλου και στην παραλία της Καρδάμαινας. Αυτάρκης η Κως, έστελλε χέρι με χέρι, τον δροσερό καρπό της, στα γύρω όμορφα και φιλόξενα νησιά, από την Κάλυμνο ως την Νίσυρο και από την Ψέριμο ως την Λέρο. Πολύτιμα μαργαριτάρια, περασμένα στον ανεκτίμητο κολιέ των Δωδεκανήσων.
Όταν πια ο ήλιος έβαφε με πορφυρά χρώματα τη Δύση, κάθε λιόγερμα, ο Καλύμνιος ο Μικές, με τα χρυσά δόντια στο εγκάρδιο χαμόγελο του, πλήρωνε τον Γιακουμή, για την πλούσια σοδειά. Ο πατέρας κατά το σούρουπο, γυρνούσε με εκείνα τα αξέχαστα, κόκκινα κατοστάρικα της θρυλικής Δραχμής. Χαρά που έκαναν τα παιδιά, γιατί θα μπορούσαν να πάρουν ζεστά Χειμωνιάτικα ρούχα, παπούτσια και Σχολικά βιβλία. Θα έκρυβαν από το μαξούλι της σοδειάς, την πολύτιμη αμοιβή των κόπων τους, για να περάσουν τον παγωμένο Χειμώνα, για να ξεπληρώσουν τον μπακάλη και τον τσαγκάρη και για να αγοράσουν τα φάρμακα των παππούδων τους. Χαλάλι, λοιπόν πήγαν οι κόποι και ο αστείρευτος ιδρώτας των ακούραστων λεσπέριδων, που ολημερίς δούλευαν κάτω από το ‘σίσσιλο,’ δηλ το τρέμουλο της αφόρητης ατμοσφαιρικής ζέστης. Χαλάλι, τόση κούραση στο κουβάλημα της βαριάς, ώριμης πληζίνας- καρπούζας, που θα γλυκαίνει και θα δροσίζει μέχρι και την Αίγυπτο, όταν τα φορτωμένα καραβάκια, με τις φρέσκες καρπούζες της Κω, θα φτάνουν μέχρι και την Αλεξάνδρεια.
Για να θυμόμαστε όλοι, τα λόγια του Ιστορικού Ηρόδοτου, (485-425 π Χ.)από την απέναντι Αλικαρνασσό, πως ‘Αυτούς που η Κως έθρεψε ούτε η Αίγυπτος.’