Ανοίγοντας το σεντούκι των παιδικών αναμνήσεων μας, ξεχωρίζουμε τα Αποκριάτικα ήθη και έθιμα, η παρουσία των οποίων ήταν πολύ πιο έντονη στα χωριά και στην ύπαιθρο.
Οι Αποκριές, συνήθως έπεφταν χρονολογικά λίγο πριν από την Άνοιξη και σε μια εποχή αγρανάπαυσης των λεσπέρηδων, όπου οι γεωργοί μη επιτρέποντος του καιρού, ανέστελλαν για λίγο τις πολλές γεωργικές εργασίες τους.
Η περίοδος της Αποκριάς, δηλ της αποχής από το κρέας, ξεκινά με το Τριώδιο τις τρεις εβδομάδες πριν την Καθαρά Δευτέρα. Το Τριώδιο, έχει ξεχωριστή θέση στο Υμνολόγιο της Εκκλησίας μας καθώς διαθέτει και ξεχωριστό βιβλίο ύμνων.
Η δεύτερη εβδομάδα του Τριωδίου, λέγεται κρεατινή ή κρεατερινή, όπου επιτρέπεται να καταναλωθεί άφθονο κρέας. Επιλέχτηκε δε η ημέρα Πέμπτη ανάμεσα στην Τετάρτη και την Παρασκευή, ημέρες όπου δεν καταναλώνετε το κρέας. Έτσι έχουμε την Τσικνοπέμπτη, μια ημέρα όπου οι άνθρωποι καταναλώνουν τα τσικνιστά ή τα ψητά κρεατικά. Μαζεύονταν στα σπίτια οι παρέες από γείτονες, συγγενείς, φίλους και αν ο καιρός το επέτρεπε έψηναν έξω στην αυλή, χοιρινά κομμάτια κρέας ή αρνίσια παϊδάκια ή μπριζόλες στα κάρβουνα, σε υπαίθριες αυτοσχέδιες θράκες ή σχάρες. Αν ο καιρός ήταν άσχημος, τότε μαζεύονταν στα σπίτια και έψηναν τα τσικνιστά κρέατα, στην παρασκιά των σπιτικών τζακιών ή πάνω στα κάρβουνα σε ειδικές σχάρες. Πίστευαν ότι η τσίκνα, η έντονη μυρωδιά του καπνιστού, θα διώξει το κακό και τα κακά φθονερά μάτια και θα προσελκύσει το καλό και τους καλούς επισκέπτες στο σπίτι. Οι νοικοκυρές την Τσικνοπέμπτη, συνήθιζαν να ψήνουν και ένα μπακλαβά στον ξυλόφουρνο για να μυρίζει ευχάριστα το σπίτι και να γλυκάνουν τους επισκέπτες τους. Από την Τσικνοπέμπτη, ξεκινούσαν τις μεταμφιέσεις με χορούς κέφι τραγούδια και σκωπτικά πειράγματα αφού έτρωγαν καλά και έπιναν άφθονο κρασί ή ούζο, χόρευαν και τραγουδούσαν.
‘’ήρθαν οι Αποκριές να γλεντήσουν γριές και νιές , να χορέψουν και οι λωλές, οι λωλές και οι παλαβές, που έχουν τις μοίρες τις καλές. ‘’
Παράλληλα γίνονταν καμουζέλλες, δηλ μασκαράδες ή αλαφάκια, όπως τους ονομάζουν στα χωριά. Συνήθως δε, οι άντρες ντύνονταν γυναίκες και οι γυναίκες άνδρες. Για να μην τους αναγνωρίσουν έβαφαν το πρόσωπό τους με μουτζούρα από φούμο, από τα κάρβουνα ή με στάχτη από το τζάκι. Έτσι γυρνούσαν στις γειτονιές από σπίτι σε σπίτι, κρατώντας την κοκκάλα. Αυτό ήταν ένα αποστεωμένο κεφάλι γαιδάρου, στηριγμένο σε ένα χοντρό κοντάρι και σκεπασμένο με πολύχρωμα, υφαντά χράμια και κουρελούδες. Είχε και μια μαντροκουδούνα κρεμασμένη στο λαιμό του. Κρατώντας την κοκκάλα τα αλαφάκια, έμπαιναν αλαφιασμένα, ξαφνικά στα σπίτια το βράδυ, όπου αποσπέριζαν οι παρέες και σκορπούσαν άφθονο γέλιο και κέφι. Άλλοτε πάλι τρόμαζαν τα παιδιά στη γειτονιά ή έριχναν αλεύρι στους περαστικούς, για να τους κάνουν αλευρομούρηδες. Όλα αυτά τα ξεφαντώματα κρατούσαν από την Τσικνοπέμπτη, μέχρι την επομένη εβδομάδα την Τυρινή. Αυτή ακολουθούσε την κρεατινή εβδομάδα. Στην Τυρινή εβδομάδα επιτρέπετε η κατανάλωση γαλακτοκομικών προϊόντων, όπως τυριών, γάλακτος, κλπ καθώς αυγών και ψαριών, μέχρι την Καθαρά Δευτέρα, που αρχίζει η Αγία και Μεγάλη Σαρακοστή, δηλ σαράντα ημέρες αυστηρής νηστείας πριν το Πάσχα. Τα έθιμα αυτά τα πλαισίωναν ευχάριστα με μουσικές, ατέλειωτους χορούς και δημοτικά ή σκωπτικά τραγούδια.
Την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς, έκαιγαν την κοκκάλα ή το στοιχειό ή αλλιώς το σφάντασμα ή φάντασμα, για να καεί το κακό και έπιαναν τον χορό, γύρω από το γαϊτανάκι. Αυτό ήταν ένας στύλος, όπου στερέωναν δώδεκα πολύχρωμες κορδέλες, όσοι και οι δώδεκα μήνες, χόρευαν δε σε ζευγάρια γύρω του πλέκοντας μια κοτσίδα, ώσπου τελείωνε μαζί και ο χορός. Τα ήθη και τα έθιμα αυτά, συνεχίζονται σε πολλά χωριά, αλλά και αρκετοί Πολιτιστικοί Σύλλογοι, τα κρατούν ακόμη ζωντανά.
Η Ορθόδοξη Χριστιανική Εκκλησία όμως, τα θεωρεί παγανιστικά, αρχαία ειδωλολατρικά έθιμα και δεν τα εγκρίνει.
Καλές Απόκριες
Ξανθίππη Αγρέλλη