Ραδιόφωνο Live Επικοινωνία Χρήσιμα τηλέφωνα Φαρμακεία
Follow us
Σχολίασε την φωτογραφία 0 σχόλια
×

Μια ξεχωριστή, αξέχαστη Μεγάλη Εβδομάδα, για τον Ανέστη και την Λαμπρινή

28/04/2021
131 Εμφανίσεις
1 Σχόλια

(Επίκαιρο διήγημα της Ξανθίππης Αγρέλλη)

Άνοιξε την διπλή, ξύλινη πόρτα του φτωχικού της και πρόβαλε διστακτικά, για να δει έξω τι γίνεται. Με  το καλωσόρισμα της ημέρας, τα κοκόρια  λαλούσαν χαρούμενα, στο αντίκρισμα του πρωινού λαμπερού Ήλιου . Η κυρά Λαμπρινή, κοίταζε με θαυμασμό την αντικρινή Ανατολή να χρυσίζει  τον ουρανό, ενώ τα ζωντανά στο διπλανό στάβλο, μασούσαν ήσυχα το πρωινό τους χόρτο. Η κυρά του λόφου, έμενε σε ένα ταπεινό σπιτάκι, στο ξέφωτο του χωρίου. Ανάμεσα  στα χαμηλόκτιστα  σπίτια, ξεχώριζε από μακριά το πανύψηλο καμπαναριό  της Βυζαντινής  Εκκλησιάς της Παναγιάς,  με τον επιβλητικό της τρούλο. –Μεγαλοβδομάδα,  ψιθύρισε, η  σεβάσμια κυρία  και κατηφόρισε  στο χωμάτινο μονοπάτι.  Αυτό  που οι συγχωριανοί της περνούσαν  πουρνό-  πουρνό, για να πάνε στις δουλειές τους. Όλοι οι γεωργοκτηνοτρόφοι,  είχαν το βιός τους  στα  ριζά του λόφου,  άλλος σε ένα κτήμα και άλλος σε μια στάνη.

Παράξενο  της φάνηκε σήμερα το πρωινό  της   Λαμπρινής,  γιατί δεν συνάντησε κανένα πουθενά.  Παντού  απλωνόταν, μια τρομακτική ερημιά και μια παγερή σιωπή.

- Γιατί  τόση  βουβαμάρα;  Αναρωτήθηκε  η  ηλικιωμένη  γυναίκα.  Θα  ρωτούσε τον άντρα της, τον κυρ Ανέστη, που πήγαινε τακτικά στον ανδρικό καφενέ, του μπάρμπα Γιάννη και συνάμα μπακάλικο του χωριού. Προχώρησε  παρακάτω μαζί με τον Κανέλλο, τον πιστό σκύλο,  φύλακα του σπιτιού, που πάντα την ακολουθούσε. Παντού  βασίλευε μια πρωτόγνωρη ησυχία και μια ανατριχιαστική, νεκρική σιωπή.

-Άραγε  τι να συνέβη;  Αναρωτιόταν  για πολλοστή φορά, με την αγωνία χαραγμένη στο ρυτιδιασμένο της πρόσωπο, η κυρά Λαμπρινή.  Γιατί  οι ηλικιωμένοι συγχωριανοί της, δεν κυκλοφορούσαν και οι νέοι ήταν άφαντοι;  Γιατί  δεν συνάντησε κανέναν στα πέτρινα σοκάκια και στην δημοσιά, να τον χαιρετίσει και να την καλημερίσει;  Γύρισε  πίσω σκεφτική.  Πότισε  τα ζωντανά, ταΐσε τα κουνέλια και τις κότες, έριξε και λίγο φαγητό στα οικόσιτα γατάκια και στον σκύλο και βασάνισε ξανά τον μυαλό της.

-Μεγάλη  Δευτέρα είπε, έπρεπε να ξεκινήσει να κάνει τα εθιμικά κουλουράκια της. Όλη  την Μεγαλοβδομάδα, θα την περνούσε στην κουζίνα και τα απογεύματα στην Εκκλησία. Βάλθηκε  να ανοίξει την τηλεόραση, που της  έστειλε η παντρεμένη στην Χώρα κόρη της. Όσο  για τα υπόλοιπα πέντε αγόρια της, αυτά είχαν σκορπίσει σε Ανατολή και Δύση, σε Αμερική και Αυστραλία.  Τα  έβλεπε μόνο στις φωτογραφίες και μάθαινε τα νέα τους, από τα γράμματα, που της άφηνε ο ταχυδρόμος του χωριού, στον ανδροκρατούμενο καφενέ.  Γεμάτη  περιέργεια η Λαμπρινή, ρώτησε τον άντρα της.

–Ανέστη, τι είναι η καραντίνα και τι είναι αυτό το ακαταλαβίστικο, φράγκικο ‘λοκ –ντάουν’;  -Δεν  ξέρω, της απάντησε ο κυρ Ανέστης. Λένε  ότι είναι διαταγή  του Κράτους, να μείνουμε κλεισμένοι στα σπίτια μας, διότι μια πολύ κακιά αρρώστια, σαν το χτικιό, μεταφέρεται από άνθρωπο σε άνθρωπο, κατατρώει τα πλεμόνια και ξεκληρίζει αδύναμους και ηλικιωμένους. –Δηλαδή  ούτε στον μπακάλη δεν θα πηγαίνω,  ούτε και στην Εκκλησιά της Παναγιάς;   Ρώτησε  με αδημονία εκείνη.

–Πουθενά Λαμπρινή.  Πρέπει  να κλειστούμε μέσα στο σπίτι, για το καλό μας κατάλαβες; Να  μην κυκλοφορούμε και να φυλαγόμαστε,  αλλιώς θα πέσει πρόστιμο και δεν έχουμε λεφτά για πέταμα. Αν  δεν προσέξουμε, η  καινούργια παλιό-αρρώστια, η πανούκλα του αιώνα, αυτό το φοβερό χτικιό, θα μας αποτελειώσει. Κολλάει  χειρότερα και από τη φυματίωση του πολέμου και της  Γερμανικής κατοχής.  Για  αυτό φωνάζουν κάθε μέρα οι τηλεοράσεις, να κλειστούμε στα σπίτια μας, μακριά ο ένας από τον άλλον. Αχ,  ξέχασα να σου πω Λαμπρινή, ότι  θα βάλουμε και φίμωτρο, σαν αυτό που βάζουμε στον σκύλο μας, για να μη δαγκώνει τις κότες ή σαν του γαϊδουράκου μας, το στουμούχι, για να μην μασάει το τσουβάλι με το σιτάρι. Ένα τέτοιο μουστούχι δηλαδή, που το λένε μουτσούνα ή μάσκα . Αλλά όπως και να το λένε εμείς πρέπει να το φοράμε, για να μας προφυλάγει από το  χτικιό.  -Τι λες Ανέστη; Τι είναι αυτά που μου λες

-Αλήθεια είναι!  Μεγάλο θανατικό, άπλωσε τα φτερά του και σκέπασε όλο τον κόσμο. Μικρούς  και μεγάλους.  Μου είπαν σήμερα ότι θα μας μπολιάσουν, σαν τα γελάδια και σαν τα κατσίκια,  για να μην πεθάνουμε. Η Λαμπρινή σταυροκοπήθηκε.

-Παναγιά βοήθα!  Τι φταίμε εμείς δω πάνω και θα φυλακιστούμε στο σπίτι μας.

Έχω  να φτιάξω λαμπρόπιτες και λαμπροκούλουρα, για να τα στείλω πεσκέσι στα εγγόνια μου,  με το λεωφορείο. Πρέπει να βάψω και κόκκινα αυγά.  Πως  θα τα κάνω όλα αυτά, Ανέστη;  Και πόσοι θα μπορούμε να πάμε στην Εκκλησιά με αυτό το φόβο;

-Όλα θα γίνουν σιγά- σιγά, Λαμπρινή μου. Θα σου πάρω ό, τι χρειαστείς και θα βάλουμε και ό, τι υλικά έχουμε στο κελάρι, όπως λάδι, αλεύρι ,σταφίδες,  σουσάμι, σύκα ξερά, αμύγδαλα και καρύδια. Η   Λαμπρινή   σκούπισε τα  κρυφά δάκρυα,  με την ποδιά της.  Δάκρυα ανησυχίας, λύπης,  φόβου,  ανασφάλειας, για το κακό που βρήκε τον κοσμάκη.

Ένα  σμήνος ζωηρά χελιδονάκια, πέρασαν ξαφνικά,  τιτιβίζοντας προς τα παλιά λατομεία, στο παλιό βουνήσιο νταμάρι, φέρνοντας την Άνοιξη και κουβαλώντας την ελπίδα.

Κάτω από τα κεραμίδια της αποθήκης δυο από αυτά,  θα ξανάχτιζαν την δική τους χελιδονοφωλιά.  -Όλα τα δεινά έρχονται και παρέρχονται, σαν τα διαβατάρικα πουλιά, σκέφτηκε η   Λαμπρινή.  Όσο  ζύμωνε την αφράτη ζύμη, για τα λαμπροκούλουρα, ανέσυρε από το πηγάδι της μνήμης της, τα δύσκολα χρόνια που πέρασε, όπως τον πόλεμο, την Γερμανική κατοχή, δυο δυνατούς, μεγάλους σεισμούς  το 1933 και το 2017.

 ‘-Ενός κακού μύρια έπονται,’ σιγοψιθύρισε, με φιλοσοφική διάθεση και σκέφτηκε τα παιδιά της και όλους τους ανθρώπους, κλεισμένους στη φυλακή των μεγαλουπόλεων. Στριμωγμένους μέσα  στα στενάχωρα διαμερίσματα, σαν χελιδονοφωλιές. Αφού η μεταπολεμική αστυφιλία, η οικονομική μετανάστευση, στοίβαξε εκεί πολλούς ανθρώπους και αντί να τους δώσει μια καλύτερη  ζωή, τους έκανε δυστυχισμένους.  Άραγε  πόσοι από αυτούς που τους κάταπιε η ξενιτιά, θα μπορούσαν  να γυρίσουν  ξανά πίσω  στα χωριά τους;  Στους λόφους και στις αετοφωλιές του βουνού τους;

 Να  καλλιεργήσουν τα πατροπαράδοτα κτήματα, να φροντίσουν τους αιωνόβιους ελαιώνες, τα περιβόλια και να ανακαινίσουν τα παλιά, πατρικά σπίτια τους;  Να  φυτέψουν του κόσμου τα καλά, στο χωραφάκι τους  και να είναι αυτάρκεις σε όλα τα αγαθά. Να  έχουν το ολόφρεσκο γάλα, τα αυγά, το δικό τους μποστάνι  και να απολαμβάνουν την ελευθερία και τον καθαρό αέρα, της υπαίθρου; Μέχρι  να ψηθούν τα κουλουράκια στον ξυλόφουρνο,  και να μοσχοβολήσει η γειτονιά, χτύπησε και η καμπάνα της  Εκκλησιάς.

 ‘Ιδού ο Νυμφίος έρχεται, εν τω μέσω της νυκτός,’  έψαλλε ο παπάς, κεκλεισμένων των θυρών της Εκκλησίας. Όχι για τον φόβο των Ιουδαίων, αλλά για τον φόβο της φονικής πανδημίας. Η  Λαμπρινή ήξερε, ότι όλη η Μεγάλη Εβδομάδα, θα ήταν διαφορετική από τις άλλες χρονιές. Η  Μεγάλη Πέμπτη και η Αγία και Μεγάλη Παρασκευή, θα είχε αυστηρούς περιορισμούς, στην περιφορά του Επιταφίου, στην μοναδικότητα των Εγκωμίων και  με την παρουσία πολύ λίγων πιστών.

 Τα Δώδεκα Ευαγγέλια, θα τα ζούσε μέσα από την οθόνη της τηλεόρασης. Μα πιο πολύ λυπήθηκε  που δεν θα πάρει το Άγιο Φως, που θα στερηθεί, το χαρμόσυνο Αναστάσιμο Ευαγγέλιο και το ‘Χριστός Ανέστη,’ από τα χείλη του ιερέως, τα μεσάνυχτα.  Ώστε έπειτα να επιστρέψει, στο βραδινό τραπέζι,  για να ‘πασχάσουν’ το λακανιώτικο αρνάκι, ψημένο στον ξυλόφουρνο, πάνω  στις κληματόβεργες. Ωστόσο  δεν πήγαινε μπουκιά κάτω.   Γιατί η Λαμπρινή και ο Ανέστης, ένοιωθαν δυστυχία, που έχασαν την χαρά της Ανάστασης. Ένοιωθαν λύπη, κοιτάζοντας τα κόκκινα αυγά στην πιατέλα, γιατί  έχασαν τους καθημερινούς Εκκλησιασμούς της Μεγάλης Εβδομάδας. Γιατί δεν θα μπορούσε να έρθει η κόρη της με τα εγγόνια, από την Χώρα του νησιού, για να γιορτάσουν την ημέρα της Λαμπρής.  Έζησαν  ένα κοινωνικό θάνατο, μαζί με ένα οικονομικό, αφού όλα πέτρωσαν. Δουλειές και μετακινήσεις, με πρωτόγνωρους και ασυνήθιστους  περιορισμούς.  Έναν  θάνατο, πιο δυνατό και από αυτόν της παγκόσμιας, φονικής  πανδημίας.

Καλή Ανάσταση. 

Ξανθίππη Αγρέλλη (28/4/2121)

Η ανωνυμία είναι το καλύτερο κρησφύγετο δειλίας και χυδαιότητας!
Σχόλια 1
Αναγνώστες
Αναγνώστες 28/04 - 16:31
Διήγημα
Πόση πραγματική αλήθεια σε αυτές τις λέξεις γεμάτες νόημα κσι νοσταλγία. Ευχομαστε όλα γρήγορα να αποτελέσουν πικρό παρελθόν .Καλό Πάσχα.

Πρόσθεσε ένα σχόλιο

× ExpImage

ΕΞΟΔΟΣ