Κως, 8 Μαρτίου 1951
Στους δρόμους μικροί μικροί μασκαράδες, με μάγουλα βαμμένα και χείλη πεσσέτες αρχαίες και μεταξωτά πανιά σκεπάζουν τα σωματάκια των μικρών μασκαράδων, τα καμαρώνουν οι γονιοί που τα έχουν και τα στέλλουν για το καλό του χρόνου στες γειτόνισσες ή στους συγγενείς των, και έτσι σκορπίζονται στους δρόμους και στες συνοικίες, και τα βλέπομεν και μεις οι μεγάλοι μασκαράδες της ζωής.
Μα κάπου στη γωνία του καφενείου, κοντά στο μαγαζί του Γεράσιμου, στο λιμάνι, κόσμος πολύς έχει συγκεντρωθεί φωνές και σφύρες ακούονται, και χάχανα μεγάλα, κάποιος βγάζει λόγο, ποιος και γιατί; Ερωτά κάποιος δήθεν σώας έχων τας… μήπως είναι κανένας μεγάλος μασκαράς; Όχι κάποιος βγάζει προεκλογικό, γιατί την 1ην Απριλίου έχομε Δημοτικές. Μήπως είναι κανένας σοβαρός… και με την λαχτάρα του ξεκουρδίσματος, πλησιάζομεν και να, ο Αντώνης μας, Νεφεληγερέτης Ζεύς, τα μάτια γουρλωμένα το χρώμα μαύρο, στη γρεβάτα φέρει το σήμα «κεφάλι αλεπούς» και είναι στη ρύμη επάνω, ψηφίζοντες κύριε Λαέ της Κω εμένα, ψηφίζεις τον εαυτόν σου, διά το καλόν όλων σας και της πατρίδας, για τον επαούσιο των παιδιών σας και της γυναίκας σας. Ζήτω! να μας ζήσης κ.λπ. Κάποιος όμως τον διακόπτει, ζει η τρέλλα, και ποιος είναι ο τρελλός αυτός που διακόπτει, την όμορφη ομιλία του εξαγριωμένου ομιλητού και υποψηφίου, να θέλει και αυτός δημαρχιακό θώκο; όχι τύπος είναι και την έχει ψωνίσει πολύ προ του Αντώνη, φορεί σορτς άσπρα, μπλούζα σακάκι στρατιωτική, μπροστά του κρέμονται κανοκυάλια, και μιλά αγγλέζικα, παριστάνει τον Άγγλο αξιωματικό, και στο κεφάλι, φορά ένα καπέλλο μαγείρου των ξενοδοχείων, Μανώλη τον λένε κάνει και τον ψαρά, και καμαρώνει γιατί ο κόσμος τρέφεται αλλά και ορέγεται την τρέλα. Παύει ο Αντώνης και αρχινά ο Μανώλης, ψηφίσετέ μας, σεις οι τρελλοί εμάς τους δυο τους φρένιμους, και υποσχόμεθα να σας κλείσωμεν στην καζέρμα, για να σας εξασφαλίσωμεν από τους λίγους φρόνιμους που κατήντησαν ανυπόφοροι αλλά και επικίνδυνοι. Τώρα όλος ο χορός φωνάζει να ζήσουν, πολλά τα έτη Υμών και ημών. Εν τω μεταξύ το όργανον της τάξεως, οδηγεί τους δύο ρήτορας προς την οδόν που άγει στο Ακταίον, προς χαράν της μαρίδας, που έχει το δικαίωμα να τρέχει συνοδεύοντας εξουσίαν και παραμάτας, και απογοήτευσιν του νοήμονος κοινού που ήθελε ακόμη λίγη πλάκα, για να ξεχνά την φτώχεια του.
Ένας από τους δήθεν…, και καλή αντάμωση!