Μ’ αυτή την κουβέντα ξεκινούσαμε τα ταξίδια μας φίλε Δαυίδ, με το που μπαίναμε στο σκάφος του «Κοτσαϊνου» ή του «Ππάλου», για να πάμε από την Κω στη Λέρο, την Πάτμο, τους Λειψούς, την όμορφη δεκαετία του ’90, να δούμε τις οργανώσεις του ΠΑΣΟΚ να κάνουμε τις μαραθώνιες συνελεύσεις μας, να γλυκάνουμε τις αντιθέσεις, να «δώσουμε γραμμή» όπως έλεγες.
“Who Pays the Ferryman” σούλεγα για να απαντήσεις με το χαρακτηριστικό χαμόγελο σου «εμείς σύντροφε, εμείς».
Και κάθε φορά που γυρίζαμε να χαμογελάς με ικανοποίηση λέγοντας: «το κάναμε πάλι το καθήκον μας. Μη μου πεις ότι κουράστηκες; Ποιο νησί έχει σειρά Γραμματέα;»
Είχες μια απίστευτη δύναμη και διάθεση προσφοράς στον τόπο μας, στα νησιά μας, στους ανθρώπους τους και στο ΠΑΣΟΚ που υπηρέτησες αδιάλειπτα, σε αντίθεση με άλλους που ωφελήθηκαν για να το εγκαταλείψουν στη συνέχεια, από την ίδρυση του μέχρι τη μέρα που ήρθε το απρόσμενο να σε πάρει από κοντά μας.
Τι να θυμηθώ;
Τις μέρες που στο Αμαρυλλίς , το φοιτητικό στέκι της Κω, το μαγαζί σου, άφηνες τη δουλειά για να συζητούμε ώρες ατελείωτες.
Τις μέρες και τις ώρες που ακολουθούσα, φοιτητής ακόμα, εσένα και το φίλο μας το Μάνο το Θαλασσινό, κάθε φορά που ο δρόμος σ’ έφερνε Αθήνα.
Τις ατέλειωτες συνεδριάσεις στις Τοπικές, στη Νομαρχιακή, στα συνέδρια του ΠΑΣΟΚ.
Την αγάπη και την αγωνία σου για την Κω και το Δήμο, που είχα τη χαρά να σ’ έχω δίπλα μου από την πρώτη μέρα που είπαμε ότι η Κως πρέπει να αλλάξει και το κάναμε πράξη.
Τις ώρες που άφηνες την παρέα για να μιλάς και να εξυπηρετείς τους ταπεινούς ανθρώπους στην δυσκολία τους.
Αυτούς τους ταπεινούς που πάντα έλεγες ότι είναι οι άνθρωποι μας, αυτοί που πραγματικά έχουν ανάγκες και πρέπει να του βοηθάμε, έχοντας τους πάντα σε προτεραιότητα.
Γι’ αυτούς ήσουν πάντα ο «Τσίκης» τους. Ο άνθρωπος που ήξεραν πως πάντα θα σηκώσει το τηλέφωνο του για να βοηθήσει, να πει ένα καλό λόγο που είχαν ανάγκη.
Πιστός και σταθερός πάντα στις επιλογές και στους φίλους σου, στα πάνω και στα κάτω τους.
«Ο χρόνος δοκιμάζει τις αντοχές και την ποιότητα της φιλίας» μούλεγες.
Πόσοι άνθρωποι πέρασαν από τη ζωή σου ρώταγα.
«Πολλοί, αλλά δεν έχει σημασία πόσοι. Σημασία έχει τι άντεξε στο χρόνο. Άλλους έκανα πέρα, γιατί είδα τι ήθελαν από μένα, άλλοι με κάνανε πέρα, όταν ήμουνα στα κάτω μου. Σημασία έχει να νιώθω ήσυχος με τη συνείδηση μου» έλεγες.
Διακωμωδούσες πικρές στιγμές της ζωής σου, χωρίς να λες κουβέντα για όσους σε πίκραναν, γιατί ήθελες πάντα να κρατάς ότι καλό μπορούσες, μέσα από την πίκρα που σου ‘δωσαν.
Ακόμα και γι’ αυτούς που στήριξες πολιτικά, πολύ κοντινούς σου μάλιστα, δεν άφηνες ποτέ τη χολή που έβγαζαν να σε πικράνει.
Αυτούς τους ίδιους που δεν κατάλαβαν ποτέ το μεγαλείο της ψυχής σου, όταν έκανες πίσω «μη τους φας την πρωτιά» όπως δεν κατάλαβαν ποτέ ότι δεν ήσουνα «ανεμοδούρα» να αλλάζεις κόμματα ανάλογα με το ποιο είναι στην εξουσία.
Γιατί εσύ μπορεί να διαχειρίστηκες την όποια εξουσία, αλλά δε σε άλλαξε ποτέ αυτή και δεν έγινες ποτέ εξουσιολάγνος.
Γι’ αυτό σήμερα μόνο ραγισμένες φωνές άκουγα στο τηλέφωνο μου από τους φίλους μας , από όλο το Βόρειο Συγκρότημα Δωδ/σου που υπηρέτησες όλα σου τα χρόνια είτε από τα όργανα του ΠΑΣΟΚ, είτε ως Νομαρχιακός Σύμβουλος μα πάνω από όλα ως άνθρωπος.
Ναι. Έφυγε ο Δαυίδ μας, ήταν η απάντηση μου πριν βουρκώσει ο συνομιλητής μου και εγώ. Πριν αρχίσουμε να θυμόμαστε ιστορίες…
Έφυγες φίλε και η ερώτηση μου και γι’ αυτό, το τελευταίο σου ταξίδι είναι πάλι η ίδια «Who Pays the Ferryman».
Ξέρω όμως πως πάλι χαμογελαστός από εκεί που είσαι την ίδια απάντηση θα μου δώσεις.
Καλό σου ταξίδι, φίλε- σύντροφε Τσίκη.
Γιώργος Ι. Κυρίτσης