Άρχισαν ήδη να διαφαίνονται τα πρώτα ανησυχητικά σημάδια από την τουριστική μονοκαλλιέργεια του νησιού μας μετά το κύμα της πανδημίας του κορωνοϊού. Ξενοδόχοι, επιχειρηματίες και εργαζόμενοι αντιμετωπίζουν με άγχος το φάσμα της οικονομικής αβεβαιότητας και ανασφάλειας για το παρόν και το άμεσο μέλλον τους. Όλα στην Κω φαίνονταν να βάδιζαν βελτιούμενα από χρονιά σε χρονιά, αλλά το απρόβλεπτο πλήγμα της πανδημίας τα ανέτρεψε. Και να σκεφτεί κανείς ότι ζούμε σε ένα ιδιαίτερα προικισμένο από τη φύση του τόπο, που πάρα πολλά μπορεί ακόμη να δώσει στους κατοίκους του.
Κάποιοι στράφηκαν ήδη και σε άλλες, εκτός του τουρισμού, ασχολίες, που βελτιώνουν και σταθεροποιούν την οικονομική τους κατάσταση. Και εδώ μου ήρθε στη μνήμη ένα απόσπασμα από δημοσίευμα του τεύχους 7 του μηνιαίου πολιτικού, επιστημονικού και κοινωνικού περιοδικού με τίτλο: «Δωδεκανησιακή Επιθεώρησις», που εκδιδόταν στην Αθήνα το έτος 1947, δηλ. τη χρονιά της Ενσωμάτωσης των νησιών μας με την Ελλάδα. Το δημοσίευμα είχε τίτλο: «Συμβολή εις την οικονομικήν γεωγραφίαν της Δωδεκανήσου» και το υπόγραφε ο Γεώργιος Ταξιάρχη Κόλιας, Καθηγητής της Ιστορίας του Νέου Ελληνισμού στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και Συντάκτης του Μεσαιωνιού Αρχείου της Ακαδημίας Αθηνών. Έγραφε, λοιπόν, ειδικά για την Κω ο αείμνηστος Γεώργιος Κόλιας:
«Η Δευτέρα εις έκτασιν νήσος του συμπλέγματος των Δωδεκανήσων, η Κως, είναι επίπεδος, ευφορωτάτη και εύκαρπος. Έχει άφθονα ύδατα, πλουσίας μεταλλικάς θερμοπηγάς και ασφαλή λιμένα. Έχει την παλαιοτέραν, ηλικίας τριάκοντα πέντε τουλάχιστον αιώνων, πηγήν της Βουρίννης, και το αρχαιότερον και ιστορικότερον δένδρον της Ευρώπης, την περίφημον πλάτατον εις την σκιάν της οποίας ο πατήρ της Ιατρικής Ιπποκράτης εδίδαξε και έγραψε. Και δια τους χρόνους της Τουρκοκρατίας εξακολουθεί ισχύον το παλαιόν απόφθεγμα: «Ον ου τρέφει Κως, εκείνον μηδέ Αίγυπτος». Τα γεωργικά εν μέρει δε και τα φαρμακευτικά της προϊόντα παραμένουν άφθονα, ποικίλα και εκλεκτά. Με τα «μοσχάτα κρασιά» της συνεχίζεται η παράδοσις των ιατρικών οίνων της, του «μελαντάτου» και του «λευκοκώου». Το κιτρέλαιον, το λεμονόζωμον, το ροδέλαιον και το ανθόνερόν της ελκύουν την προσοχήν και προτίμησιν των εκτελεστών των οδηγιών των ιατροσοφίων της εποχής. Τα πεπόνια και τα καρπούζια της Κω καταχωρούνται εις τα αξιοθέατα του Κήπου Χαρίτων του Καισαρίου Δαπόντε. Η πολυτιμωτάτη μέταξά της, της οποίας η διαφάνεια προεκάλει παλαιότερον την διαμαρτυρίαν των ηθικολόγων, τα μεγάλα κίτρα, τα χυμώδη πορτοκάλια και λεμόνια συμπληρώνουν τον πίνακα των προϊόντων της Κω».
Στα γραφόμενα αυτά του Γεωργίου Κόλια, ενός διαπρεπή επιστήμονα στον τομέα της οικονομικής γεωγραφίας, συνοψίζεται όλος σχεδόν ο πλούτος της Κω. Από τότε και σταδιακά άρχισαν να διαφοροποιούνται τα πράγματα. Για μια εικοσαετία περίπου μετά την Ενσωμάτωση η Κως φημιζόταν για τη μεγάλη παραγωγή, ποικιλία και αυτάρκεια των αγροτικών της προϊόντων και ιδίως της μοναδικής ποιότητας της ντομάτας της. Γιαυτό άλλωστε και λειτούργησαν στο νησί επτά εργοστάσια τοματοπολτού και κονσερβοποιίας με τεράστια σε τόνους παραγωγή. Σιγά-σιγά όμως και με ευθύνες τοπικών παραγόντων και κυβερνήσεων άρχισε η στροφή στη μονοκαλλιέργεια του τουρισμού. Ο τουρισμός βελτίωσε αναμφισβήτητα κατά πολύ την οικονομική ζωή των κατοίκων, αλλά όχι πάντα σε στέρεες βάσεις, ώσπου ήλθε η πρόσφατη πανδημία, που φάνηκε να πλήττει κυρίως τα μεσαία και φτωχότερα στρώματα του πληθυσμού. Επιβάλλεται τώρα να στραφούμε και πάλι στον πρωτογενή τομέα, να αξιοποιήσουμε τα αγαθά που μπορεί να μας προσφέρει η κωακή γη, με τις καλλιέργειες των δικών μας προϊόντων, ώστε, παράλληλα με την τουριστική ανάκαμψη, το νησί να ξαναβρεί το δρόμο του και να συνεχίσει την αειφόρο αναπτυξιακή του πορεία. Η Κως δεν έπαψε να έχει το κατάλληλο κλίμα και τα γόνιμα εδάφη, που μπορούν να της χαρίσουν άφθονους και θαυμαστούς καρπούς. Ιδού, λοιπόν, πεδίον δόξης λαμπρό για τους κατοίκους της.
Άρθρο του κ. Βασίλη Χατζηβασιλείου
Δικηγόρου-Ιστορικού Συγγραφέα