Άρχιζει το Τριώδιο για να τελειώσει με τις Απόκριες, ως την Καθαρά Δευτέρα. Πάντα ο Μάρτης δεν θα λείπει από την Σαρακοστή, ούτε ο Φλεβάρης θα λείψει από το Τριώδιο.
Ξετυλίγουμε ή ‘ξεστρουφίζουμε’ το Αποκριάτικο γαϊτανάκι των αναμνήσεων μας, για να θυμηθούμε πόσο ζωντανά γιορτάζονταν τα παλιότερα χρόνια οι Απόκριες.
Εκεί στα χαμηλόκτιστα, ζεστά σπίτια των φιλόξενων όμορφων χωριών μας, όταν οι καθημερινές αποσπερίδες ξεκινούσαν από το απόγευμα, για να συζητήσουν οι άνδρες για τα μαξούλια τους και οι γυναίκες να κουτσομπολέψουν τις ζωηρές και τους μπερμπάντηδες του χωριού, ‘νάσου’ και κτυπούσαν την πόρτα οι καμουζέλλες, τα αλαφάκια και οι μουτζουρωμένες με φούμο δηλ καπνιά, μασκαράδες.
Οι κάτοικοι των χωριών περίμεναν κυρίως τις Απόκριες για να διασκεδάσουν, να πιουν το κρασάκι, τη ρετσίνα, το ουζάκι ή τη ρακί τους, να μερακλώσουν και να αρχίσουν τα πειράγματα ή τα χωρατά.
Οι πιο τολμηροί, άντρες ντύνονταν γυναίκες και οι πιο τολμηρές γυναίκες, ντύνονταν άντρες. Άλλωστε ερχόταν η μεγάλη Σαρακοστή και τα γλέντια, τα πανηγύρια και τα τραπεζώματα, μαζί με τα πλούσια κρεοφαγία σταματούσαν.
Έτσι για το κέφι, οι άντρες φόραγαν τις μακρόσυρτες λουλουδάτες φούστες και τις χρωματιστές γυναικείες πουκαμίσες, έβαζαν και στο στήθος τους από ένα ζευγάρι κάλτσες και έκρυβαν τα μουστάκια τους, με μια χάρτινη αυτοσχέδια μουτσούνα, για να μην τους αναγνωρίσουν. Οι γυναίκες πάλι, έβαζαν τα παντελόνια και τα πουκάμισα των ανδρών, μαζί με τις λαστιχένιες μπότες, έριχναν και στο πρόσωπο τους ένα διάφανο καλσόν και άντε να τις γνωρίσουν. Άλλες φορές πάλι κάλυπταν το πρόσωπο τους με φούμο, δηλ τη μαύρη σκόνη της παρασκιάς, από το τζάκι ή με μια αυτοσχέδια χάρτινη μουτσούνα ή μάσκα.
Γυρνούσαν τις γειτονιές, κτυπώντας κυρίως τα βράδια τις πόρτες, ξαφνιάζοντας τα σπίτια των λεσπέριδων που εκείνη την ώρα αποσπέριζαν. Καρδιά του Χειμώνα που σημαίνει αγρανάπαυση, για τους γεωργό-κτηνοτρόφους. Πριν μπουν στα κτήματα, ένα διάλειμμα και λίγο χουζούρι ήταν αρκετό, για να ξεκουραστούν από τον κάματο της δουλειάς. Οι νεαρότεροι πάλι, διασκέδαζαν με διαφορετικό αποκριάτικο τρόπο και ντύσιμο. Έβαζαν παρδαλά ρούχα, σκέπαζαν τα πρόσωπα τους με φούμο και μουτσούνες ή με χοντρά τσουβάλια και γυρνούσαν με την Κοκάλα. Αυτή ήταν μια αποστεωμένη κεφαλή γαιδάρου, σκεπασμένη καλά με μάλλινα, πολύχρωμα υφαντά χράμια. Έδεναν στην γαιδουρο-κεφαλή ένα σχοινί και τραβούσαν την κάτω σιαγόνα, όπου είχαν κρεμάσει μια κουδούνα και την ονόμαζαν μασέλα ή κοκάλα. Αυτή την κρατούσαν στερεωμένη σε ένα κοντάρι, σκεπασμένο με μια ριγέ κουρελού. Σε μερικά χωριά, ντύνονταν ανάλογα και παρίσταναν τα υποζύγια. Έτσι μασκαρεμένοι, προκαλούσαν τον γέλωτα και το κέφι στις γειτονιές τους.
Όλοι γίνονταν μια παρέα και μαζί με άλλους τρελούς μασκαράδες, γυρνούσαν τις γειτονιές των χωριών και της πόλης, τρομάζοντας τα παιδιά και τις γριές. Έπιναν και τραγουδούσαν ‘ήρθαν οι Αποκριές που χορεύουν οι λωλές ή ήρθαν οι Αποκριές που τρελαίνουν τις γριές’. Μετά από τόσο θόρυβο και τα επίμονα χτυπήματα, τους άνοιγαν οι νοικοκυρές και κερνούσαν τις παρέες ούζο ή ρακί, κρασί ή ρετσίνα. Κυρίως όμως τους πρόσφεραν τα νόστιμα κατιμέρια. Αυτά συνήθως τα συναντάμε στην Αντιμάχεια και είναι μακρόστενα στριφτά τυροπιτάκια, που τα μελώνουν με σιρόπι, μέλι και κανέλλα.
Οι μασκαράδες της γειτονίας, έφευγαν χορτασμένοι από το ποτό και τα πεντανόστιμα κατιμέρια. Μεθυσμένοι και γεμάτοι κέφι, τριγυρνούσαν χορεύοντας στους δρόμους και στις γειτονιές. Όμορφες διασκεδαστικές εικόνες, που τις ζήσαμε και αργότερα μεταφέρθηκαν στα χορευτικά κέντρα της Κω.
Τότε που τα μπουζούκια και οι μουσικό-ταβέρνες ήταν στο απόγειο τους, όλοι και όλες περιμέναμε για να κλείσουμε τραπέζι, να πάμε τις Απόκριες και να χορέψουμε μέχρι τελικής πτώσεως. Φυσικά να δούμε και τους μασκαράδες, τις καμουζέλλες και όλους τους μεταμφιεσμένους, να περνάνε από όλα τα χορευτικά κέντρα και εμείς να προσπαθούμε να λύσουμε το γρίφο, για το ποιος μας χαμογελούσε σαρκαστικά, ποιος μας έλεγε πειρακτικά, πιπεράτα αστεία ή ποιος τους κορόιδευε όλους.
Στις μέρες μας, όπως όλα ξεθώριασαν, ατόνησαν και τα ήθη και έθιμα των Απόκρεω, που κρατούσαν μέχρι και την καθαρά Δευτέρα, όπου το έθιμο του αετού γέμιζε τον ουρανό ή το γαϊτανάκι του καρναβαλιού, με τις πολύχρωμες κορδέλες γυρνούσε σε μια πλατεία.
Τελευταία μόνο τα παιδάκια ντύνονται και μεταμφιέζονται τις τελευταίες Κυριακές της Αποκριάς είτε στα Σχολεία τους είτε στα σπίτια τους. Επίσης οι διάφοροι Πολιτιστικοί Σύλλογοι ιδίως στα χωριά, προσπαθούν να κρατήσουν το έθιμο του καρναβαλιού και των μασκαράδων όσο μπορούν ζωντανό. Μετά το τέλος της Αποκριάς την καθαρά Δευτέρα, ξεχύνονταν όλοι στην εξοχή. Άλλοι διάλεγαν βουνό, άλλοι θάλασσα. Άπλωναν το υφαντό τραπεζομάντιλο, κάτω από την πλατύφυλλη μουριά ή τον αειθαλή αβράμυθα και μαζεύονταν όλοι συγγενείς, φίλοι αλλά και γνωστοί, γύρω από το υπαίθριο τραπέζωμα.
Τα νηστίσιμα φαγητά, είχαν την τιμητική τους. Πρωταγωνιστές οι ελιές, πράσινες τσακιστές ή μαύρες χαμάδες. Ο χαλβάς, τα θαλασσινά, το τουρσί, τα νερόβραστα χόρτα, η κάπαρη, όλα χωρίς λάδι, ακολουθούσαν τα φρούτα εποχής, όπως μήλα και πορτοκάλια. Επίσης κατανάλωναν νερόβραστα όσπρια μαζί με ταραμοσαλάτα ή σκορδαλιά, έτρωγαν ακόμη και κοπανισμένα αβραμύθια και Καλύμνικα λουμπουνάρια βραστά. Στο τέλος γλυκαίνονταν με την λευκή, σπιτική μαγειριά, φτιαγμένη από αλεύρι νισεστέ και πασπαλισμένη με κανέλλα και τριμμένα καρύδια ή αμύγδαλα. ‘Η φτώχεια και η νηστεία, θέλουν την καλοπέραση τους.’ Λέει ο θυμόσοφος λαός μας.
Δυστυχώς εφέτος θα περάσουμε την φαιδρά και χαρούμενη περίοδο της Αποκριάς, κλεισμένοι στα σπίτια μας, λόγω της φονικής πανδημίας, ούτε θα γευτούμε στην εξοχή τα Σαρακοστιανά εδέσματα της Καθαράς Δευτέρας. Ας ευχηθούμε και ας προσευχηθούμε, η μακρόχρονη καταιγίδα της πανδημίας, να εξελιχτεί σε βραχύχρονη μπόρα, που θα περάσει και θα την διαδεχτεί η υγιής και ελεύθερη διακίνηση και επικοινωνία, των ανθρώπων σε όλο τον κόσμο.
Ξανθίππη Αγρέλλη (5/3/2021)