Οδεύουμε σε εκλογές με το σύστημα της απλής αναλογικής. Το πιθανότερο είναι οι εκλογές αυτές να μην αναδείξουν κυβέρνηση, λόγω της αδυναμίας ουσιαστικής συνεννόησης των πολιτικών κομμάτων και της έλλειψης πολιτικής κουλτούρας συνεργασιών. Συνεπώς, θα οδηγηθούμε σε νέες εκλογές με ένα σύστημα «μέτριας» ενισχυμένης αναλογικής. Εξίσου πιθανόν, όμως, είναι υπό τα σημερινά δεδομένα ούτε με αυτό το σύστημα να αναδειχθεί αυτοδύναμη κυβέρνηση, κυρίως λόγω απομείωσης του bonusτου πρώτου κόμματος.
Από θέση αρχής το βέλτιστο είναι οι «κανόνες του παιχνιδιού» να μην αλλάζουν λίγο πριν τις εκλογές. Το ιδανικότερο είναι να μην αλλάζουν και καθόλου. Η ρηχότητα, όμως, του ελληνικού δημοκρατικού πολιτεύματος και η έλλειψη κουλτούρας συνεννόησης είχαν ως αποτέλεσμα τούτο να μην επιτευχθεί ούτε στο πλαίσιο της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας (δηλαδή κατά την περίοδο διακυβέρνησης του ελληνικού κράτους από τη Μεταπολίτευση (1974) μέχρι σήμερα). Δυστυχώς, ακόμη και στις μέρες μας που τα πολιτικά πάθη έχουν σε σημαντικό βαθμό καταλαγιάσει και αποκλειστικώς ενδημούν σε επαγγελματικά κομματικά στελέχη και ελάχιστους φανατικούς προσκολλημένους στο παρελθόν, το ζήτημα των γόνιμων πολιτικών συνεργασιών συνιστά ουτοπία, μολονότι σε προγραμματικό επίπεδο, ελάχιστα χωρίζουν τα περισσότερα κόμματα του δημοκρατικού τόξου.
Στο ανωτέρω πλαίσιο, λοιπόν, τα κόμματα ενόψει των επερχόμενων εκλογών αντί να ιεραρχούν θέσεις και πολιτικές που θα μπορούσαν να αποτελέσουν τη MagnaCartaμιας γόνιμης κυβερνητικής συνεργασίας παίζουν το «παιχνίδι του μουτζούρη». Επιδιώκουν να μη συνεργαστούν με κανένα χρεώνοντας από πριν στον «αντίπαλο» την αποτυχία συνεννόησης. Το αφήγημα της κυβερνώσας παράταξης εστιάζεται στη «χημεία» των επικεφαλής του πρώτου και τρίτου κόμματος. «Πώς θα συνεργαστούμε με κάποιον που αρνήθηκε ακόμη και μια συνάντηση γνωριμίας» ρωτάνε στη ΝΔ. «Πώς θα συνεργαστούμε με εκείνον που μας παρακολουθούσε» ρωτάνε, επίσης, στο ΠΑΣΟΚ; Βέβαια, οι τελευταίοι θέτοντας το ανωτέρω ερώτημα αδυνατούν να εξηγήσουν πειστικά για ποιο λόγο αρνούνται και κάθε συνεργασία με τον επικεφαλής τους ΣΥΡΙΖΑ. Παλιμπαιδισμοί παράδοξοι, αλλά ευεξήγητοι.
Παλιμπαιδισμοί γιατί οι πολιτικές συνεργασίες δεν μπορεί να αποτελούν προϊόν ούτε προσωπικής αισθητικής ούτε εγωπαθούς προσέγγισης της ζώσας πολιτικής κατάστασης της χώρας. Οι κυβερνητικές συμμαχίες – για να μπορέσουν να έχουν διάρκεια και να είναι επωφελείς για τον τόπο – απαιτείται να στηρίζονται σε πολιτικό και προγραμματικό πλαίσιο που υπερβαίνει τις προσωπικές συμπάθειες ή αντιπάθειες των συμμετεχόντων.
Ευεξήγητοι παλιμπαιδισμοί διότι ούτε η ΝΔ ούτε το ΠΑΣΟΚ επιθυμούν να συγκυβερνήσουν. Απλώς επιδιώκουν να σφετεριστούν κεντρώους, ορθολογικούς ψηφοφόρους, καθώς γνωρίζουν ότι αυτοί θα διαμορφώσουν το αποτέλεσμα. Αυτή η μη συγκροτημένη, αλλά διακριτή κοινωνική ομάδα έβλεπε με συμπάθεια την ανανέωση του ΠΑΣΟΚ και επιζητούσε να δώσει ένα ηχηρό προειδοποιητικό μήνυμα στην κυβέρνηση Μητσοτάκη. Ουδόλως, όμως, συναρπάζεται από το ενδεχόμενο ακυβερνησίας. Τουναντίον προτάσσει το εθνικό συμφέρον, σε μια εποχή αναταράξεων, καθιστώντας την ψήφο της διεκδικούμενη και όχι δεδομένη.
Την ίδια ώρα, η ΝΔ δεν μπορεί να απαρνηθεί το ανέλεγκτο της αυτοδυναμίας και το ΠΑΣΟΚ φοβάται ότι τυχόν σύμπραξη μαζί της θα σημάνει το βιοϊστορικό του τέλος. Όταν δεν έχεις εκπαιδεύσει την κομματική σου βάση σε πολιτική συνεργασιών, αλλά σε ένα συνθηματικό μεγαλοϊδεατισμό που αναφέρεται στο ΠΑΣΟΚ της δεκαετίας του 80, τότε είναι εύλογο να αδυνατείς να πείσεις για την κοινωνική και εθνική αναγκαιότητα να μη μείνει η χώρα ακυβέρνητη.
Αυτό που, όμως, παραμένει δυσεξήγητο είναι η έλλειψη στρατηγικής από το τρίτο κόμμα. Προφανώς δε θέλει τη συνεργασία για τους λόγους που αναφέραμε, αλλά είναι δυνατόν να μην μπορεί να αιτιολογήσει, έστω στοιχειωδώς, την άρνησή του; Είναι δυνατόν να «διαπρέπει» σε πολιτικές ανορθογραφίες και αντιδημοκρατικές υποδηλώσεις; Το ΠΑΣΟΚ μπορούσε, κάλλιστα, να αποφύγει το «άγος της συνεργασίας» εμπλουτίζοντας το δυνητικό πλαίσιο κυβερνητικής συνεργασίας. Θέτοντας λ.χ. ως προϋπόθεση συνεργασίας τον πολιτικό και δικαστικό έλεγχο του κυβερνητικού ανιψιού και πρωτομάστορα των υποκλοπών. Θέτοντας, επιπρόσθετα, ως όρο τη διεύρυνση των ελεγκτικών αρμοδιοτήτων της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών και την ηθική αποκατάσταση του επικεφαλής της. Επιζητώντας, παράλληλα, τη μη συμμετοχή των εκπροσώπων της λαϊκής δεξιάς σε μια κυβέρνηση συνεργασίας. Αντί αυτών έθεσε θέμα προσώπου πρωθυπουργού. Και μάλιστα προεκλογικά, δηλαδή άκαιρα! Στάση αντιδημοκρατική, απολίτικη, ανιστόρητη και αυτοϋπονομευτική.
Αντιδημοκρατική και απολίτικη διότι δεν μπορεί το τρίτο κόμμα να επεμβαίνει προεκλογικά στα εσωτερικά άλλων κομμάτων ζητώντας ουσιαστικά από τώρα να επιλέξουν άλλον επικεφαλής. Πώς θα έκριναν άραγε τα μέλη του ΠΑΣΟΚ τυχόν αίτημα του ΣΥΡΙΖΑ ή της ΝΔ να επιλέξουν άλλον αρχηγό για να επέλθει κυβερνητική συμπόρευση; Πώς είναι δυνατόν να πάει η ΝΔ ή ο ΣΥΡΙΖΑ με το Μητσοτάκη ή τον Τσίπρα επικεφαλής στις εκλογές όταν aprioriθα πρέπει να συμφωνήσουν σε άλλον πρωθυπουργό; Και το τρίτο κόμμα θα πράξει τι; Θα επιλέξει ένα νυν υπουργό της ΝΔ ή έναν πρώην του ΣΥΡΙΖΑ; Ή θα προτιμήσει ένα στέλεχος του δικού του χώρου;. Με ποια λαϊκή νομιμοποίηση θα γίνουν τα ανωτέρω; Είναι δυνατόν ένα σύγχρονο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα να ζητεί από τον ελληνικό λαό – στο πλαίσιο μιας πρωθυπουργικοκεντρικής δημοκρατίας – να υπερψηφίσει για την πιο ισχυρή θέση στο πολίτευμά μας κάποιον που δεν γνωρίζει καν ποιος είναι; Σε εκλογές ζητούμε να προσέλθουν οι πολίτες όχι να παίξουν bingo!
Ανιστόρητη διότι πρωθυπουργούς στερούμενους λαϊκής νομιμοποίησης είχαμε μόνον σε βραχύβιες κυβερνήσεις ειδικού σκοπού (λχ. Ζολώτα ή Παπαδήμα) ή σε περιόδους θεσμικής εκτροπής (λχ παρέμβαση των ανακτόρων).
Αυτοϋπονομευτική για τον ίδιο τον Πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ, καθώς το προσεχές διάστημα είτε από τη πίεση των μέσων ενημέρωσης είτε των λοιπών κομμάτων αντί να αναδείξει το πολιτικό του πρόγραμμα θα αναλωθεί στην ονοματολογία. Εξίσου πιθανό είναι προτείνοντας στέλεχος από το δικό του πολιτικό χώρο σύντομα να εγκλωβιστεί, ο ίδιος και το ΠΑΣΟΚ, σε καθεστώς διαρχίας, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Άλλος υποψήφιος πρωθυπουργός και άλλος πρόεδρος του κόμματος. Κάτι που σφόδρα πιθανολογούμε ότι ούτε το θέλει ούτε το φαντάστηκε ως ενδεχόμενο.
Σε αυτό το ασόβαρο πολιτικό περιβάλλον πρέπει να συνεχίσουμε «δειλοί μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα, προσμένοντας ίσως κάποιο θάμα»; Για ποιο λόγο να επιμείνουμε σε ένα εκλογικό σύστημα που προάγει μετεκλογικές συνεργασίες που δεν επιθυμούν οι ίδιοι οι πολιτικοί πρωταγωνιστές; Μήπως στις ελάχιστες ημέρες που απομένουν στο υφιστάμενο κοινοβούλιο πρέπει να αλλάξει ο εκλογικός νόμος προτάσσοντας σταθερές κυβερνήσεις; Ιδίως τώρα που τα δύο πρώτα κόμματα είναι κοντά στις δημοσκοπήσεις και όλα τα ενδεχόμενα είναι ανοιχτά; Άλλωστε, εθνικό παραμένει ό,τι είναι αληθές και ωφέλιμο για τον τόπο μας…
Του Αργύρη Αργυριάδη - Δικηγόρου Παρ’ Αρείω Πάγω (www.argiriadis.gr)