«Στη χώρα των αθώων» ονομάζεται το ποίημα του Μάνου Ελευθερίου, αφιερωμένο σε ένα παιδί που δεν πρόλαβε ποτέ να μεγαλώσει, το Βαγγέλη Γιακουμάκη. Τους στίχους ερμηνεύουν οι Μίλτος Πασχαλίδης και Γιώργος Νταλάρας.
Ο θάνατος του Βαγγέλη Γιακουμάκη, σπουδαστή της Γαλακτοκομικής Σχολής Ιωαννίνων, το 2015 έφερε στο προσκήνιο ένα σχετικά άγνωστο έως τότε για την Ελλάδα ζήτημα, αυτό του «bullying».
«Στους ουρανούς θ’ αναγνωρίσουνε ποιος ήσουν.
Φώτιζες νύχτες των ανθρώπων που θα ζήσουν
κι έχουν και θάνατο και φως μισό μισό».
Οι στίχοι μελοποιήθηκαν πρόσφατα από το Μίλτο Πασχαλίδη που μαζί με τον Γιώργο Νταλάρα ερμηνεύουν το ποίημα και συγκινούν το κοινό.
Όταν ο Μάνος Ελευθερίου είχε πει για το τραγικό γεγονός του θανάτου του Βαγγέλη Γιακουμάκη:
«Ένας όμορφος άνθρωπος είναι πάντοτε δακτυλοδεικτούμενος από εκείνους που θαυμάζουν και από εκείνους που μπορούν και μισούν».
«Είτε αυτοκτόνησε το παιδί, είτε τον δολοφόνησαν, και τα δύο είναι φοβερά. Ουσιαστικά, τον δολοφόνησαν οι συμφοιτητές του που τον κορόιδευαν. Το πρόβλημα είναι ότι κανείς δεν αντέχει να είναι ο άλλος, ο διπλανός του, κάτι άλλο. Αυτό δεν μπορεί να μην το είχαν πάρει είδηση οι καθηγητές της σχολής», συμπλήρωσε.
Στη χώρα των αθώων» (Μάνος Ελευθερίου- Μίλτος Πασχαλίδης)
Πώς είναι ο έρωτας γραμμένος στο πετσί μας.
Με γράμματα άραγε ή μαύρους αριθμούς;
Αίμα θηλάζει κι η Ελλάδα κι η ζωή μας
Και οι εχθροί είναι εραστές με εκβιασμούς.
Των δράκων γάλα πίνουν μόνο και φαρμάκι.
Κρίμα. Δεν γνώρισες τον Κώστα Καρυωτάκη.
Στους ουρανούς θ’ αναγνωρίσουνε ποιος ήσουν.
Ξέρουν αυτοί. Το φωτοστέφανο χρυσό.
Φώτιζες νύχτες των ανθρώπων που θα ζήσουν
κι έχουν και θάνατο και φως μισό μισό.
Όχι τσεκούρι και μπαλτάς. Μήτε και σφαίρα.
Μ’ ένα σουγιά που κόβει φλέβες στον αέρα.
Με του Μακμπέθ πήγες τις μάγισσες, κοντά τους
να βρεις πώς σμίγει το χρυσάφι με χαλκό
κυνηγημένος απ΄ το σώμα σου στους βάλτους
βρήκες ποιος δαίμονας ξορκίζει το κακό.
Δεν παραστάθηκαν Απόστολοι εκ περάτων
Κι ας πήραν όψη τα μυστήρια των πραγμάτων.
Τι συζητούσες στον Αγρό του Κεραμέως (1)
στους κήπους του αίματος σαν μια σταλαγματιά.
Για στρατηλάτης δεν σου πήγαινε γενναίος
μήτε τσιράκι στων τραμπούκων τη στρατιά.
Ω επαρχία, επαρχία, όλα τα σφάζεις.
Τα μαχαιρώνεις και λυσσάς κι όλο σπαράζεις.
Ο Γκρέκο εδώ, ο Λόρκα εκεί. Ποιος θα κερδίσει;
Τους ξέρεις άραγε να ρίξεις μια ματιά;
Και τώρα ποιος από τους δυο θα ζωγραφίσει
την ομορφιά σου, σαν την άγρια νυχτιά.
Σ’ άγγιξαν άραγε τα φίδια κι οι αράχνες.
Τι μυστικά σού είπε το φως μέσα στις πάχνες.
Αθώοι όλοι. Σε μια χώρα των αθώων.
Δεν σε γνωρίσαμε να πιούμε έναν καφέ,
δυο τρεις κουβέντες για τους άθλους των ηρώων
γι’ αυτούς που ζούνε συντροφιά μ’ έναν χαφιέ.
Λυσσούν να σ’ εύρουν τα σκυλιά. Λυσσούν οι σκύλοι.
Κι η ομερτά (2) στις καφετέριες καντήλι.
Πώς να σου γράψω, το λοιπόν, βιογραφία
αφού οι λέξεις μου είναι μόνο της βροχής.
Ποτέ το μπλε δεν το χωρά δικογραφία.
Θυμίζει σύλληψη κι εκτέλεση εποχής.
Είμαστε άρρωστοι βαριά από νοσταλγία.
Μας περιμένουν τα τσιγκέλια στα σφαγεία.