Μια πρόσφατη μελέτη στο JAMA Internal Medicine προσπαθεί να δώσει απάντηση για το ποιο είναι το χρονικό διάστημα υψηλότερου κινδύνου για μετάδοση του ιού SARS-CoV-2 στις στενές επαφές, σε σχέση με την εμφάνιση συμπτωμάτων.
Ποιες μέρες είναι υψηλότερος ο κίνδυνος να κολλήσεις κορονοϊo
Στη μελέτη, αναλύθηκαν στοιχεία από 730 ασθενείς με διάγνωση COVID-19 σε επαρχία της Κίνας από 8 Ιανουαρίου ως 30 Ιουλίου 2020, καθώς και από 8.852 στενές επαφές των ασθενών που παρακολουθήθηκαν ως τον Αύγουστο 2020. Στενές επαφές θεωρήθηκαν άτομα που ζούσαν στο ίδιο σπίτι, συνάδελφοι στον ίδιο εργασιακό χώρο, άτομα με τα οποία είχαν κοινά γεύματα, καθώς και συνεπιβάτες σε ίδια οχήματα. Τα προσβεβλημένα άτομα μελετήθηκαν για τουλάχιστον 90 ημέρες μετά τα αρχικά θετικά αποτελέσματα του τεστ για COVID-19, ώστε να γίνει και διάκριση μεταξύ ασυμπτωματικών και προσυμπτωματικών περιπτώσεων.
Η ανάλυση των δεδομένων από τους 730 ασθενείς και τις 8.852 στενές επαφές τους έδειξε ότι ένα άτομο διατρέχει υψηλότερο κίνδυνο για COVID-19 αν εκτεθεί σε ασθενή στο χρονικό διάστημα μεταξύ 2 ημερών πριν και 3 ημερών μετά την έναρξη των συμπτωμάτων, με κορύφωση την ημέρα έναρξής τους. Χαμηλότερος κίνδυνος μετάδοσης παρατηρήθηκε σε έκθεση 6 και 5 ημέρες πριν την έναρξη των συμπτωμάτων.
Ενδιαφέρον, επίσης, έχει ότι ο κίνδυνος μόλυνσης ήταν υψηλότερος μετά από επαφή με ασθενή που παρουσιάζει συμπτώματα σε σύγκριση με την επαφή με ασυμπτωματικό άτομο. Επιπρόσθετα, η περίπτωση ασυμπτωματικής λοίμωξης βρέθηκε πιο συχνή μετά από επαφή με ασυμπτωματικό ασθενή.
Ο κίνδυνος μετάδοσης του κορωνοϊού είναι υψηλότερος μεταξύ 2 ημερών πριν και 3 ημερών μετά την έναρξη των συμπτωμάτων.
Ένα σημαντικό συμπέρασμα που προκύπτει από τη μελέτη αυτή είναι ότι πολλά άτομα είναι για κάποιες ημέρες ικανά να μολύνουν άλλους, πριν εμφανίσουν οποιοδήποτε σύμπτωμα της νόσου. Επιπρόσθετα, η μελέτη ανέδειξε ότι πιθανώς υπάρχει συσχέτιση μεταξύ της κλινικής εικόνας αυτού που μεταδίδει τον ιό με την εικόνα αυτού που τον λαμβάνει. Εάν το τελευταίο επιβεβαιωθεί και από άλλες μελέτες, θα ενισχύσει περαιτέρω παρεμβάσεις που σχετίζονται με τη μείωση της σοβαρότητας νόσησης μέσω εμβολιασμού ή έγκαιρης διάγνωσης και αντιμετώπισης.
Τα αποτελέσματα της μελέτης συνόψισαν για εμάς οι ιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Λίνα Πάσχου (Επίκουρη Καθηγήτρια Ενδοκρινολογίας), Θεοδώρα Ψαλτοπούλου (Καθηγήτρια Θεραπευτικής-Προληπτικής Ιατρικής) και Θάνος Δημόπουλος (Καθηγητής Θεραπευτικής-Αιματολογίας-Ογκολογίας και Πρύτανης ΕΚΠΑ)