Παλαιά αλλά σημαντικά αντιβιοτικά όπως η πενικιλίνη «επιστρέφουν» στην πρώτη γραμμή για την αντιμετώπιση σοβαρών λοιμώξεων, ωστόσο δεν είναι διαθέσιμα στα φαρμακεία των νοσοκομείων.
Παλαιά και συνεπακόλουθα φθηνά αντιβιοτικά φέρνουν και πάλι στην «πρώτη γραμμή» οι λοιμωξιολόγοι, καθώς αποδεικνύονται ισχυρά όπλα στον πόλεμο έναντι των πολυανθεκτικών μικροβίων που ευθύνονται για την εξελισσόμενη επιδημία σηψαιμίας στα ελληνικά νοσοκομεία. Ωστόσο οι ελλείψεις δημιουργούν μια «μαύρη τρύπα» στη θεραπεία, στερώντας το δικαίωμα στους ασθενείς να δώσουν μια δίκαιη μάχη για τη ζωή τους.
Η αιτία πίσω από το θεραπευτικό αυτό κενό είναι η απουσία εμπορικού ενδιαφέροντος – εντός και εκτός της χώρας. Τα αντιβιοτικά αυτά, μεταξύ των οποίων και η γνωστή πενικιλίνη που παρασκευάστηκε βιομηχανικά το μακρινό 1943, ισοδυναμούν με απειροελάχιστο κέρδος για τις εταιρείες που τα παράγουν και τα διακινούν, με αποτέλεσμα να βρίσκονται στα… αζήτητα.
«Πρόκειται για τη μοναδική επιλογή μας»
Οπως περιγράφει στο «Βήμα» ο καθηγητής Παθολογικής Φυσιολογίας-Λοιμωξιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών και πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Λοιμώξεων, Νίκος Σύψας, «τα τελευταία περίπου επτά χρόνια στρεφόμαστε στα παλιά αυτά αντιβιοτικά, καθώς έχει διαπιστωθεί πως μερικά μικρόβια είναι ευαίσθητα σε αυτά. Στην πραγματικότητα πρόκειται για τη μοναδική επιλογή μας. Καθώς όμως στα φαρμακεία των νοσοκομείων δεν είναι διαθέσιμα, γίνεται αίτημα εισαγωγής τους μέσω ΙΦΕΤ».
Εως ότου εντούτοις να εντοπιστούν και να περάσουν τα σύνορα της χώρα μας, όπως περιγράφει ο ίδιος, συχνά μεσολαβούν εβδομάδες. «Οταν όμως ένας ασθενής έχει μικρόβιο στο αίμα του, η χορήγηση θεραπείας πρέπει να είναι άμεση – εντός της πρώτης ώρας εφόσον είναι δυνατόν. Οταν παραλαμβάνουμε συνεπώς το φάρμακο, είναι δώρο άδωρον» συμπληρώνει με νόημα. Και παραδέχεται πως ασθενείς χάνουν τη μάχη για τη ζωή τους επειδή λείπει ένα φάρμακο του οποίου το κόστος μπορεί να μην ξεπερνά τα 3 ευρώ.
Ακόμα όμως κι αν οι λοιμωξιολόγοι γνωρίζουν εκ των προτέρων πως η παραλαβή θα γίνει καθυστερημένα, δεν σταματούν την παραγγελία. Η αιτία; Ελπίζουν πως η αμπούλα θα είναι διαθέσιμη για τον επόμενο ασθενή, ώστε να σταθεί πιο τυχερός.
Εκτός από την πασίγνωστη πενικιλίνη (οι επιστήμονες Φλέμινγκ, Τσέιν και Φλόρεϊ τιμήθηκαν με το βραβείο Νομπέλ το 1945 για την ανακάλυψη του πρώτου αντιβιοτικού), ένα ακόμα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η αζτρεονάμη. Πρόκειται για ένα επίσης παλαιό φάρμακο που συχνά αποτελεί μοναδική επιλογή σε ασθενείς με βακτηριαιμία, πνευμονία ή άλλη σοβαρή λοίμωξη από πολυανθεκτικά Gram-αρνητικά παθογόνα, που παράγουν μεταλλο-β-λακταμάσες (ένζυμα που κάνουν τα βακτήρια ανθεκτικά σε ένα ευρύ φάσμα αντιβιοτικών).
Παρ’ όλα αυτά, όταν οι γιατροί στη χώρα μας την αναζητούν, η απάντηση από το φαρμακείο του νοσοκομείου είναι αρνητική. Επειτα, υποβάλλεται το σχετικό αίτημα στον ΙΦΕΤ και εφόσον το αίτημα εγκριθεί το φάρμακο παραγγέλνεται και παραδίδεται στο νοσοκομείο κατά μέσον όρο δύο-τέσσερις εβδομάδες αργότερα, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Αυξάνεται η συχνότητα των μικροβίων
Μια σημαντική λεπτομέρεια, δε, είναι πως σύμφωνα με τα στοιχεία του Ευρωπαϊκού Κέντρου Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (ECDC) η συχνότητα των μικροβίων αυτών αυξάνεται συνεχώς στη χώρα μας και σχετίζεται με ιδιαίτερα αυξημένη νοσοκομειακή θνητότητα.
Η λίστα όμως με τα φθηνά φάρμακα που παρουσιάζουν έλλειψη εντός αλλά και εκτός συνόρων δεν σταματά εδώ: Σε αυτή συμπεριλαμβάνονται μεταξύ άλλων η σουλβακτάμη (αντιβιοτικό για την αντιμετώπιση σοβαρών λοιμώξεων από το βακτήριο Acinetobacter), φάρμακα για τη φυματίωση (όπως η ριφαμπικίνη και η ισονιαδίζη), αντιπαρασιτικά (π.χ. πυριμεθαμίνη για την αντιμετώπιση εγκεφαλικής τοξοπλάσμωσης) κ.ο.κ.
Υπό τις εξελίξεις αυτές η Ελληνική Εταιρεία Λοιμώξεων δρομολογεί τη σύνταξη σχετικού αιτήματος με τελικό αποδέκτη τον Εθνικό Οργανισμό Δημόσιας Υγείας (ΕΟΔΥ) και την ηγεσία του υπουργείου Υγείας, ζητώντας εξεύρεση λύσης. Στο πλαίσιο αυτό, οι επιστήμονες κρίνουν ως επιτακτική ανάγκη να ληφθούν τα απαραίτητα μέτρα ώστε το ΕΣΥ να δημιουργήσει απόθεμα από τα φθηνά, πλην όμως σωτήρια, αυτά σκευάσματα, ώστε να είναι δυνατή η άμεση προμήθεια και χορήγησή τους στους ασθενείς, όταν τα χρειάζονται.
Μάλιστα, και σύμφωνα με τον κ. Σύψα, θα μπορούσε να συσταθεί ειδική επιτροπή (κατά τα πρότυπα εκείνης που δημιουργήθηκε εν μέσω της πανδημίας για τη χορήγηση των αντι-ιικών φαρμάκων) που θα δίνει το «πράσινο φως» για τη νοσοκομειακή χρήση τους με στόχο να αποφευχθεί πιθανή κατάχρηση. Μια ακόμα πρόταση που αναμένεται να εξετάσουν οι τεχνοκράτες στην οδό Αριστοτέλους είναι η χορήγηση κινήτρων στην εγχώρια φαρμακοβιομηχανία για την παραγωγή τους στην Ελλάδα, δεδομένου πως η πατέντα των παλαιών αυτών σκευασμάτων έχει λήξει εδώ και χρόνια ή δεκαετίες.
Ο προβληματισμός των λοιμωξιολόγων
Οι λοιμωξιολόγοι όμως εκφράζουν τον προβληματισμό τους και για την απουσία καινοτόμων θεραπειών, που σημειωτέον έχουν λάβει άδεια από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Φαρμάκων (ΕΜΑ), για τη θεραπεία λοιμώξεων από ορισμένα πολυανθεκτικά μικρόβια. Σύμφωνα με τους εκπροσώπους της Εταιρείας, ένα ενδεικτικό παράδειγμα στην κατηγορία αυτή είναι η σεφιδεροκόλη που έχει δράση έναντι του Acinetobacter (ένα από τα πιο κοινά ανθεκτικά παθογόνα που «φωλιάζουν» στο ΕΣΥ) και σε αρκετές περιπτώσεις είναι η μοναδική επιλογή. Το φάρμακο αυτό εντούτοις έχει ιδιαίτερα υψηλό κόστος ((η τιμή στην Ιταλία αγγίζει τα 2.500 ευρώ για 10 φιαλίδια του 1 g) και τα νοσοκομεία στη χώρα μας το προμηθεύονται πάλι μέσω ΙΦΕΤ με σημαντικές καθυστερήσεις.
Πηγή tovima.gr