Στο μήνυμά του, επί τω Αγίω Πάσχα, ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαίος αναφέρει τα ακόλουθα:
«Διατρέξαντες τον δόλιχον των ασκητικών αγώνων της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής και βιώσαντες εν κατανύξει τα σεπτά Πάθη του Κυρίου, έμπλεοι νυν του αϊδίου φωτός της λαμπροφόρου Αυτού Εγέρσεως, υμνούμεν και δοξολογούμεν το υπερουράνιον όνομα Αυτού, αναβοώντες το κοσμοχαρμόσυνον «Χριστός Ανέστη!».
Ανάστασις είναι ο πυρήν της πίστεως, της ευσεβείας, του πολιτισμού και της ελπίδος των Ορθοδόξων. Η ζωή της Εκκλησίας, εις την θεανθρωπίνην μυστηριακήν και λατρευτικήν, πνευματικήν, ηθικήν και ποιμαντικήν έκφρασίν της και εις την καλήν μαρτυρίαν περί της ελθούσης εν Χριστώ χάριτος και της προσδοκωμένης «κοινής αναστάσεως», ενσαρκώνει και αντανακλά την συντριβήν του κράτους του θανάτου δια του Σταυρού και της Αναστάσεως του Σωτήρος ημών, και την απελευθέρωσιν του ανθρώπου εκ της «δουλείας του αλλοτρίου».
Ανάστασιν μαρτυρούν οι Άγιοι και οι Μάρτυρες της πίστεως, το δόγμα, το ήθος, η κανονική δομή και λειτουργία της Εκκλησίας, οι ιεροί ναοί, τα μοναστήρια και τα σεπτά προσκυνήματά μας, ο ένθεος ζήλος του ιερού κλήρου, η απροϋπόθετος αφιέρωσις του έχειν και του είναι των μοναχών εις τον Χριστόν, το ορθόδοξον φρόνημα των πιστών και η εσχατολογική ορμή συνόλου του εκκλησιαστικού τρόπου του βίου.
Ο εορτασμός του Πάσχα δεν είναι δια τους Ορθοδόξους μία προσωρινή απόδρασις από την εγκόσμιον πραγματικότητα και τας αντιφάσεις της, αλλά διατράνωσις της ακλονήτου πίστεως, ότι ο πατήσας θανάτω τον θάνατον Λυτρωτής του αδαμιαίου γένους είναι ο Κύριος της ιστορίας, ο αεί «μεθ᾽ ημών» και «υπέρ υμών» Θεός της αγάπης. Πάσχα είναι η βιωματική βεβαιότης, ότι ο Χριστός είναι η ελευθεροποιός Αλήθεια, το θεμέλιον, ο υπαρκτικός άξων και ορίζων της ζωής μας. «Χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν» (Ιωάν. ιε’, 5). Ουδεμία περίστασις, «θλίψις η στενοχωρία η διωγμός η λοιμός η γυμνότης η κίνδυνος η μάχαιρα» (Ρωμ. η’, 35) δύναται να χωρίση τους πιστούς από της αγάπης του Χριστού.
Αυτή η ακλόνητος πεποίθησις εμπνέει και ενισχύει την δημιουργικότητά μας και την βούλησιν να καθιστάμεθα εν τω κόσμω «Θεού συνεργοί» (Α’ Κορ. γ’ 9). Εγγυάται, ότι απέναντι εις ανυπέρβλητα εμπόδια και αδιέξοδα, εκεί όπου κατ᾽ άνθρωπον δεν διαφαίνεται λύσις, υπάρχει ελπίς και προοπτική. «Πάντα ισχύω εν τω ενδυναμούντι με Χριστώ» (Φιλιπ. δ’, 13). Εν Χριστώ αναστάντι γνωρίζομεν ότι το κακόν, υπό όλας του τας μορφάς, δεν έχει τον τελευταίον λόγον εις την πορείαν της ανθρωπότητος.
Πεπληρωμένοι ευγνωμοσύνης και χαράς δια την αποδοθείσαν υπό του Κυρίου της δόξης τιμήν και υψίστην αξίαν εις τον άνθρωπον, θλιβόμεθα ενώπιον της πολυκεφάλου βίας, της κοινωνικής αδικίας και της καταπατήσεως των ανθρωπίνων δικαιωμάτων εις την εποχήν μας. «Το φαιδρόν της αναστάσεως κήρυγμα» και το «Χριστός Ανέστη» συνηχούν σήμερον με την κλαγγήν των όπλων, την κραυγήν αγωνίας των αθώων θυμάτων της πολεμικής βίας και των προσφύγων, μεταξύ των οποίων ευρίσκονται πολυάριθμα αθώα παιδία. Διεπιστώσαμεν ιδίοις όμμασι τα προβλήματα κατά την πρόσφατον επίσκεψίν μας εις την Πολωνίαν, όπου κατέφυγεν ο κύριος όγκος των προσφύγων εξ Ουκρανίας.
Συμπάσχομεν με τον ευσεβή και γενναίον Ουκρανικόν λαόν, ο οποίος αίρει βαρύν σταυρόν, προσευχόμεθα και αγωνιζόμεθα δια την ειρήνην και την δικαιοσύνην δι᾽ όσους τας στερούνται. Είναι αδιανόητον δι᾽ ημάς τους Χριστιανούς να σιωπώμεν ενώπιον της καταρρακώσεως της ανθρωπίνης αξιοπρεπείας. Ομού μετά των θυμάτων των ενόπλων συγκρούσεων, ο «μεγάλος ηττημένος» των πολέμων είναι η ανθρωπότης, η οποία εις την μακράν ιστορίαν της δεν κατώρθωσε να καταργήση τον πόλεμον. Ο πόλεμος όχι μόνον δεν λύει προβλήματα, αλλά δημιουργεί νέα και πολυπλοκώτερα. Σπείρει διχασμόν και μίσος, μεγεθύνει το χάσμα μεταξύ των λαών. Ημείς πιστεύομεν στερρώς, ότι η ανθρωπότης δύναται να ζήση χωρίς πολέμους και βίαν.
Η Εκκλησία του Χριστού, εκ της φύσεώς της, λειτουργεί ως παράγων ειρήνης. Όχι μόνον δέεται υπέρ της «άνωθεν ειρήνης» και της «ειρήνης του σύμπαντος κόσμου», αλλά τονίζει την σημασίαν της ανθρωπίνης προσπαθείας δια την εδραίωσίν της. Ίδιον του χριστιανού είναι πρωτίστως «το ειρηνοποιείν».
Ο Χριστός μακαρίζει τους ειρηνοποιούς, ο αγών των οποίων είναι απτή παρουσία του Θεού εν τω κόσμω και εικονίζει την ειρήνην την «πάντα νουν υπερέχουσαν» (Φιλιπ. δ’, 7), εν τη «καινή κτίσει», εν τη ευλογημένη Βασιλεία του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Η Εκκλησία μας, ως προσφυώς τονίζεται εις το κείμενον του Οικουμενικού Πατριαρχείου «Υπέρ της του κόσμου ζωής».
Το κοινωνικό ήθος της Ορθοδόξου Εκκλησίας, «τιμά τους μάρτυρες, οι οποίοι προσέφεραν τη ζωή τους για την ειρήνην, ως μάρτυρες της δύναμης της αγάπης, του κάλλους της δημιουργίας στην αρχική και τελική της μορφή, και της ιδεώδους ανθρωπίνης συμπεριφοράς, όπως την υπέδειξε ο Χριστός κατά τη διάρκεια της επίγειας διακονίας Του» (§ 44).
Το Πάσχα είναι πανήγυρις ελευθερίας, χαράς και ειρήνης.
Ανυμνούντες ευσεβοφρόνως την Ανάστασιν του Χριστού και βιούντες εν αυτή και την ιδικήν μας συνανάστασιν, προσκυνούντες δε εν πίστει το μέγα μυστήριον της Θείας Οικονομίας, και μετέχοντες της «κοινής των όλων πανηγύρεως», απευθύνομεν εκ της αεί σταυροαναστασίμου πανσέπτου καθέδρας της Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως προς πάντας υμάς, τιμιώτατοι αδελφοί και προσφιλέστατα τέκνα, εγκάρδιον πασχάλιον χαιρετισμόν, επικαλούμενοι εφ᾽ υμάς την χάριν και το έλεος του νεκρώσαντος τον Άδην και χαρισαμένου ημίν την αιώνιον ζωήν Χριστού του Θεού του παντός.
Φανάριον, Άγιον Πάσχα, βκβ’
† Ο Κωνσταντινουπολεως
ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΣ
διάπυρος προς Χριστόν Αναστάντα
ευχέτης πάντων υμών».