Τρία στα τέσσερα ελληνικά ξενοδοχεία είναι χαμηλής κατηγορίας, από ένα έως τρία αστέρια, ενώ σε όρους διαθέσιμων δωματίων αντιπροσωπεύουν το 50% του συνολικού δυναμικού της χώρας. Συγκεκριμένα, τα ξενοδοχεία ενός, δύο και τριών αστέρων αντιπροσωπεύουν το 74% του συνόλου των ελληνικών ξενοδοχείων σε όρους μονάδων και το 47% σε όρους δωματίων, σύμφωνα με στοιχεία του Ινστιτούτου Τουριστικών Ερευνών και Προβλέψεων (ΙΤΕΠ) του Ξενοδοχειακού Επιμελητηρίου Ελλάδος (ΞΕΕ). Πρόκειται για περίπου 210.000 μικρά ξενοδοχεία. Με εξαίρεση όμως τις μονάδες τριών αστέρων, οι άλλες δύο χαμηλότερες κατηγορίες φυλλορροούν, καθώς είτε κλείνουν, είτε εξαγοράζονται και μετά αναβαθμίζονται, είτε σε κάποιες περιπτώσεις αναβαθμίζονται με ίδια κεφάλαια δεδομένης της δύσκολης πρόσβασης σε τραπεζικό δανεισμό που έχουν λόγω του μεγέθους τους.
Καθίστανται έτσι είδος υπό εξαφάνιση, καθώς την περίοδο 2013-2023 τα ξενοδοχεία δύο αστέρων μειώθηκαν κατά 28% και τα ξενοδοχεία ενός αστεριού κατά 20%. Στην καλύτερη περίπτωση διαθέτουν έως 50 δωμάτια, όμως το μέσο μέγεθος των ξενοδοχείων 3 αστέρων είναι περίπου 35 δωμάτια, των ξενοδοχείων 2 αστέρων, 26 δωμάτια και των ξενοδοχείων με 1 αστέρι, 19 δωμάτια. Πρόκειται για μικρές μονάδες που φιλοξενούν όμως ένα δυσανάλογα μεγάλο μέρος των διεθνών αφίξεων και κυρίως Ελλήνων που τα επιλεγούν για τις διακοπές τους κυρίως λόγω των χαμηλότερων τιμών τους. Ωστόσο, ενώ κατά την προηγούμενη δεκαετία παρατηρήθηκε αξιόλογη αύξηση των ξενοδοχείων 5 και 4 αστέρων, τα ξενοδοχεία των δύο χαμηλότερων κατηγοριών μειώθηκαν σημαντικά.
Γεωγραφικά η διασπορά τους είναι ίσως ενδεικτική: Στο Νότιο Αιγαίο είναι συγκεντρωμένο το 22% των ξενοδοχείων 2 αστέρων και το 20% των ξενοδοχείων 3 αστέρων. Στην Κεντρική Μακεδονία είναι συγκεντρωμένο το 29% των ξενοδοχείων με 1 αστέρι. Με μικρό αριθμό δωματίων και χαμηλές τιμές, έχουν βεβαίως και χαμηλότερο κύκλο εργασιών από τους υψηλότερης κατηγορίας ανταγωνιστές τους. Ομως, σύμφωνα με στοιχεία της έρευνας του ΙΤΕΠ, το 2022 επένδυσαν σε επισκευές, ανακαινίσεις και συντήρηση 621,21 εκατ. ευρώ ή ποσοστό μεγαλύτερο από το 10% του τζίρου τους, πολύ υψηλότερο δηλαδή αναλογικά με τα ξενοδοχεία 4 και 5 αστέρων, στα οποία οι εν λόγω δαπάνες κυμαίνονται κατά μέσον όρο από 5,9% έως 6,4%.
Οχι πια μόνο ξενοδοχεία
Παρόλο που τα ξενοδοχεία αυτά έχουν επιδείξει ενδιαφέρον για την απόκτηση σύγχρονων συστημάτων διαχείρισης κρατήσεων, εντούτοις παραμένει υψηλή η ανάγκη για περαιτέρω ψηφιακή αναβάθμιση. Ενώ όμως επιθυμούν να επενδύσουν σε αυτό, όπως και σε δράσεις εξοικονόμησης ενέργειας και πράσινου μετασχηματισμού, εξαρτώνται σχεδόν αποκλειστικά από την πρόσβασή τους σε διαθέσιμα χρηματοδοτικά προγράμματα, αφού το μέγεθός τους περιορίζει την πρόσβασή τους σε τραπεζικό δανεισμό.
Ειδικά μετά το κύμα κόκκινων δανείων που παρήγαγαν αυτές οι μικρές μονάδες στο πρώτο μισό της προηγούμενης δεκαετίας λόγω της ελληνικής κρίσης χρέους και της επακόλουθης λιτότητας, που περιόρισε τους προϋπολογισμούς διακοπών των βασικών πελατών τους, των Ελλήνων. Είναι ίσως χαρακτηριστικό πως, σύμφωνα με την έρευνα που «έτρεξε» το Ινστιτούτο Τουριστικών Ερευνών και Προβλέψεων του Ξενοδοχειακού Επιμελητηρίου, τα ξενοδοχεία 1 και 2 αστέρων δηλώνουν πως το βασικότερο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν είναι οι οικονομικές δυσκολίες αλλά και το σταθερά υψηλό κόστος λειτουργίας των μονάδων. Ειδικά καθώς δεν μπορούν να επιτύχουν οικονομίες κλίμακας λόγω του μικρού μεγέθους τους.
«Τα ξενοδοχεία μικρότερων κατηγοριών, από τα Τζουμέρκα μέχρι τη Νίσυρο, αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της ελληνικής φιλοξενίας και είναι οι θεματοφύλακες της τοπικής παράδοσης, με σημαντική συμβολή στην τοπική οικονομία και την απασχόληση, και για τον λόγο αυτό πρέπει να έχουν τις ίδιες ευκαιρίες και τα ίδια χρηματοδοτικά εργαλεία με τις υπόλοιπες κατηγορίες προκειμένου να κερδίσουν το στοίχημα της μετάβασης προς το αύριο», εξηγεί ο πρόεδρος του Ξενοδοχειακού Επιμελητηρίου Ελλάδος, Αλέξανδρος Βασιλικός.
Πηγή kathimerini.gr