Πολλές φορές η ζωή παίζει περίεργα παιχνίδια. Δεν έχεις τίποτα, αποκτάς τα πάντα, τα ξαναχάνεις και πάει λέγοντας. Μια τέτοια περίπτωση είναι και η Μαρίκα Παπαγκίκα. Αν κάποιος δεν έχει ασχοληθεί σοβαρά (και όχι επιφανειακά) με τη λαϊκή μουσική και κυρίως με το ρεμπέτικο, το πιθανότερο είναι πως το συγκεκριμένο ονοματεπώνυμο δε λέει και πολλά. Και όμως.
Η Μαρίκα Παπαγκίκα ήταν μια από τις πιο θρυλικές ρεμπέτισσες που έβγαλε τούτος ο τόπος. Σε καιρούς δύσκολους η Μαρίκα αποφάσισε να αναζητήσει την τύχη της στη «γη της επαγγελίας», τις Ηνωμένες Πολιτείες. Και τα κατάφερε.
Κατέκτησε τη Νέα Υόρκη, έγινε η αρχόντισσα του Μανχάταν, όπως την έλεγαν. Και εκεί που είχε τα πάντα, βρέθηκε χωρίς τίποτα. Το μεγάλο «κραχ» του 1929 και η οικονομική ύφεση που ακολούθησε της στέρησαν τα πάντα. Και κάπως έτσι, λίγα χρόνια αργότερα, μια ημέρα σαν σήμερα, η θρυλική αυτή ρεμπέτισσα, έφυγε από τη ζωή, ξεχασμένη και φτωχή.
Η μετανάστρια που κατάφερε τα πάντα
Την πρώτη ημέρα του Σεπτεμβρίου του 1890 γεννήθηκε στην Κω η Μαρίκα - Κωνσταντίνα Κατσόρη. Το νησί τότε ήταν ακόμα υπό Οθωμανική κατοχή. Δυστυχώς για τα πρώτα χρόνια της ζωή της, ελάχιστα πράγματα είναι γνωστά. Όσα ξέρουμε για εκείνα τα χρόνια είναι από το πιστοποιητικό θανάτου της!
Σύμφωνα με εκείνο το πιστοποιητικό τον πατέρα της τον έλεγαν Αναστάσιο και τη μητέρα της Ανθούλα. Στην οικογένεια υπήρχε μια ακόμα κόρη, η Σταματία. Από διάφορες μαρτυρίες έχουμε μάθει πως η Μαρίκα από μικρή είχε μεγάλο ταλέντο στο τραγούδι. Ενδεικτικό, άλλωστε, είναι το γεγονός πως όταν η οικογένειά της αποφάσισε να φύγει από την Κω και να μεταναστεύσει στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, όταν αυτή ήταν ακόμα ανήλικη, βρέθηκε σύντομα να τραγουδάει σε κέντρα διασκέδασης της ελληνικής κοινότητας.
Περίπου το 1915 και ενώ, πλέον, η Μαρίκα είναι αυτό που σήμερα θα λέγαμε «όνομα» στην Αλεξάνδρεια, γνώρισε και παντρεύτηκε τον Κώστα Παπαγκίκα, τον γιο ενός κτηματία από το Μαρτίνο Φθιώτιδας.
Τις πρώτες τις ηχογραφήσεις η Μαρίκα της έκανε με το δικό του επώνυμο: Μαρίκα Παπαγκίκα. Ο Κώστας ήταν δεξιοτέχνης στο σαντούρι. Έτσι οι δυο τους ταίριαξαν και στη μουσική. Ο Κώστας με το σαντούρι του και η Μαρίκα με τη φωνή της, έκλεβαν την παράσταση σε κάθε τους εμφάνιση.
Η φήμη που απέκτησαν τους άνοιξε πολλές πόρτες και τους εξασφάλισε φήμη και εμφανίσεις σε όλα τα μεγάλα λιμάνια της ανατολικής μεσογείου.
Είναι, όμως, η εποχή των μεγάλων αλλαγών. Η άλλοτε κραταιά Οθωμανική Αυτοκρατορία βρισκόταν στα πρόθυρα της ολικής κατάρρευσης και αυτό ήταν δεδομένο πως θα έφερνε κοσμογονικές αλλαγές. Η Μαρίκα και ο Κώστας Παπαγκίκας αποφάσισαν να αναζητήσουν τη δική τους «γη της επαγγελίας» αναζητώντας σιγουριά. Έτσι, τα παράτησαν όλα και αποφάσισαν να μεταναστεύσουν στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Από την Αλεξάνδρεια πήγαν στον Πειραιά και εκεί, έχοντας μόλις 40 δολάρια στην τσέπη, επιβιβάζονται μαζί με εκατοντάδες ακόμα μετανάστες στην τρίτη θέση του υπερωκεάνιου «Θεμιστοκλής». Μετά από ένα ταξίδι που κράτησε σχεδόν ένα μήνα, έφτασαν στο περιβόητο Έλις Άιλαντ, μια νησίδα στο λιμάνι της Νέας Υόρκης όπου γινόταν ο υγειονομικός έλεγχος των μεταναστών που έφταναν στις ΗΠΑ.
Αφού κατάφεραν και ξεπέρασαν τα πρώτα προβλήματα, στάθηκαν τυχεροί γιατί βρήκαν αμέσως δουλειά σε διάφορα μικρά μαγαζιά και παράλληλα εκμεταλλεύτηκαν την τεχνολογία των δίσκων γραμμοφώνου που μόλις είχε κατακτήσει τότε τις ΗΠΑ και θα ζήσει το δικό της μεγάλο όνειρο.
Η αρχή έγινε στις 19 Ιουλίου 1918 στα στούντιο της Victor Records στη Νέα Υόρκη με το τραγούδι «Με ξέχασες». Στο τέλος εκείνης της χρονιά θα ηχογραφήσει το «Σμυρναίικο μινόρε» και τρία δημοτικά τραγούδια.
Η επιτυχία είναι άμεση και μεγάλη. Η ελληνική κοινότητα της Νέας Υόρκης αγκάλιασε τη ρεμπέτισσα με τη ζεστή φωνή και η Μαρίκα Παπαγκίκα κάνει μια καριέρα που δεν μπορούσε ούτε να φανταστεί!
Η θρυλική ρεμπέτισσα που έχασε τα πάντα
Οι εμφανίσεις σε νυχτερινά μαγαζιά είναι σχεδόν καθημερινές. Σταματάνε μόνο όταν η Μαρίκα με τον σύζυγό της «έβγαιναν» σε περιοδεία και πήγαιναν να παίξουν οπουδήποτε υπήρχε ελληνικό στοιχείο. Την ίδια εποχή οι δίσκοι που είχε βγάλει η Μαρίκα πουλάνε σαν «τρελοί» και οι δισκογραφικές εταιρείες παρακαλάνε για να πάρουν την υπογραφή της.
Το 1925 η Μαρίκα Παπαγκίκα μαζί με τον σύζυγό της αποφασίζουν να κάνουν το μεγάλο βήμα. Από την τεράστια επιτυχία, τις περιοδείες, τις εμφανίσεις και τις πωλήσεις δίσκων, έχουν καταφέρει και έχουν βάλει στην άκρη ένα μεγάλο κομπόδεμα και αποφασίζουν να το επενδύσουν.
Άνοιξαν ένα πολυτελές κέντρο διασκέδασης, το «Marika’s» το οποίο βρισκόταν ανάμεσα στην 7η και την 8η Λεωφόρο, στο Μανχάταν της Νέας Υόρκης.
Το μαγαζί της Μαρίκας γίνεται αμέσως στέκι όχι μόνο για τους Έλληνες μετανάστες αλλά και για τους Τούρκους, για τους Αρμένιους, για τους Αλβανούς, τους Σύρους, τους Άραβες και γενικά όσους μέσα από τη φωνή της Μαρίκας «άκουγαν» την πατρίδα τους.
Η τεράστια επιτυχία του «Marika’s» εξασφάλισαν στην Μαρίκα Παπαγκίκα ένα «χρυσό συμβόλαιο» με τον δισκογραφικό κολοσσό της Columbia. Ένα συμβόλαιο που από μόνο του είναι αρκετό ώστε να καταλάβει κανείς το μέγεθος της επιτυχίας που σημείωνε εκείνη την εποχή η Μαρίκα και ο σύζυγός της. Μέσα σε 10 χρόνια θα ηχογραφήσει σχεδόν 250 τραγούδια, ανάμεσα στα οποία τα «Αρμενάκι», «Τα παιδιά της γειτονιάς σου», «Τι σε μέλλει εσένανε», «Mανταλένα», «Σάλα σάλα», «Θα σπάσω κούπες» και πολλά άλλα!
Το 1928 ο Κώστας Παπαγκίκας κατέθεσε αίτηση πολιτογράφησης. Η διεύθυνση κατοικίας που δήλωσε (σύμφωνα με την έρευνα των Παναγιώτη Κουνάδη, Ελίτας Κουνάδη, Νίκου Σταματιάδη που δημοσιεύθηκε το 2012 στο 64 σελίδων βιβλίο «Οι φωνές του ρεμπέτικου: Μαρίκα Παπαγκίκα» από τις εκδόσεις Alter - Ego ΜΜΕ Α.Ε.), ήταν η διεύθυνση του «Marika’s» κάτι που σημαίνει πως το ζευγάρι ζούσε εκεί που ήταν η δουλειά του.
Και τότε έρχεται εκείνη η καταραμένη «Μαύρη Πέμπτη». Η ημέρα που κατέρρευσε το χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης. Η αμερικανική οικονομία «βυθίστηκε» σε μια οικονομική ύφεση πρωτόγνωρη. Χιλιάδες άνθρωποι είδαν τη ζωή τους να καταστρέφεται από τη μια στιγμή στην άλλη.
Η «γη της επαγγελίας» μετατράπηκε μέσα σε λίγες ημέρες σε «κόλαση επί γης». Η Μαρίκα Παπαγκίκα οδηγείται σε οικονομική καταστροφή. Το «Marika’s» έβαλε λουκέτο το 1930. Το ζευγάρι έχασε όλη του την περιουσία.
Μετά από εκείνη την βιβλική καταστροφή η Μαρίκα Παπαγκίκα δεν κατάφερε να ορθοποδήσει ξανά. Λένε πως έπεσε σε βαθιά μελαγχολία την οποία δεν μπόρεσε να νικήσει. Το πλήγμα ήταν κάτι παραπάνω από βαρύ. Δεν είναι λίγο, άλλωστε, μέσα σε μια στιγμή να χάνεις όλα όσα πάλεψες σκληρά να αποκτήσεις. Και να τα χάνεις χωρίς εσύ να έχει φταίξει κάπου, χωρίς να έχεις κάνει κάτι «στραβά».
Το 1937 ηχογράφησε τέσσερα τραγούδια με την ελπίδα της ανάκαμψης. Τίποτα, όμως, δεν ήταν το ίδιο, πλέον. Ο κόσμος είχε αλλάξει.
Η Μαρίκα Παπαγκίκα πέθανε μια ημέρα σαν σήμερα, στις 2 Αυγούστου του 1943, σε ηλικία 53 ετών, σε νοσοκομείο του Στέιτεν Άιλαντ, όπου νοσηλευόταν από τις 15 Ιουλίου. Μετά από τέσσερα χρόνια πέθανε και ο Κώστας Παπαγκίκας. Πέθανε χωρίς να προλάβει να επιστρέψει στην Ελλάδα.
Η μουσική της κληρονομιά «θάφτηκε» μέσα στη συλλογική κατάθλιψη αλλά και τον πόνο που έφερε αργότερα ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος. Η Μαρίκα Παπαγκίκα βρήκε, τελικά, τη θέση που της άξιζε στις λαϊκές μουσικές επιλογές στα τέλη της δεκαετίας του 1970 όταν και τα τραγούδια της αγαπήθηκαν ξανά από τους μουσικόφιλους τόσο στην Ελλάδα όσο και στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού.
reader.gr