Την ψυχική τους ηρεμία διεκδικούν όλο και περισσότεροι νοσηλευτές, αναζητώντας διέξοδο από την εξουθένωση που είναι συνώνυμη με τις συνθήκες εργασίας στα δημόσια νοσοκομεία. Μάλιστα, η ένταση της δυσαρέσκειας και της ματαίωσης που βιώνουν αποτυπώνεται στο γεγονός πως θυσιάζουν μια μόνιμη θέση για να μην… καούν και οι ίδιοι από το burnout που διαπερνά τη ραχοκοκαλιά του ΕΣΥ.
Μοιραία, οι εκπρόσωποι του κλάδου προβλέπουν σοβαρούς κλυδωνισμούς στη λειτουργία των νοσοκομείων εξαιτίας της εξελισσόμενης «μαύρης τρύπας» στην περίπτωση που δεν ανακοπεί το κύμα φυγής τα επόμενα χρόνια. Τα όσα περιγράφει στο «Βήμα» ο Γιώργος Αβραμίδης, πρόεδρος της Πανελλήνιας Συνδικαλιστικής Νοσηλευτικής Ομοσπονδίας του ΕΣΥ (ΠΑΣΥΝΟ-ΕΣΥ), είναι ενδεικτικά.
Εισιτήριο χωρίς επιστροφή
Βλέπει, όπως λέει, συναδέλφους του με 15 χρόνια προϋπηρεσίας να δηλώνουν παραίτηση για να διοριστούν (με σύμβαση) ως σχολικοί νοσηλευτές. Αλλοι επιστρέφουν στα φοιτητικά έδρανα (κατά κανόνα φοιτούν στο Ανοιχτό Πανεπιστήμιο), με την ελπίδα πως το πτυχίο θα τους ανοίξει τον δρόμο για την κάλυψη διοικητικών θέσεων. Παράλληλα, από την έναρξη της κρίσης υπολογίζει πως 3.500-5.000 έλληνες νοσηλευτές έχουν βγάλει εισιτήριο χωρίς επιστροφή στο εξωτερικό, δηλώνοντας μάλιστα ικανοποιημένοι με την επιλογή τους και κατηγορηματικά αρνητικοί στο ενδεχόμενο επιστροφής τους.
Απαριθμώντας τα οφέλη της «εξόδου» των συναδέλφων του διαπιστώνει κανείς πως η μονιμότητα δεν αποτελεί πλέον δέλεαρ. «Ενας σχολικός νοσηλευτής εργάζεται πέντε ημέρες την εβδομάδα, με συγκεκριμένο ωράριο και σε ένα καλό περιβάλλον. Απολαμβάνει τα Σαββατοκύριακά του και τις αργίες, με αποτέλεσμα να εγκαταλείπει τη σιγουριά του Δημοσίου για να εργαστεί ως συμβασιούχος» εξηγεί ο κ. Αβραμίδης.
Αρνούνται τον διορισμό
Ούτε το ταμείο ανεργίας με τη λήξη της σχολικής χρονιάς και οι μειωμένες απολαβές δεν φαίνεται να αποθαρρύνουν τους νοσηλευτές που παραιτούνται από το ΕΣΥ. Αρκεί κανείς να αναλογιστεί πως τους τελευταίους οκτώ μήνες από τον «Ευαγγελισμό» έχουν αποχωρήσει τουλάχιστον 30 επικουρικοί νοσηλευτές, ενώ άλλοι τόσοι από το Δαφνί σε διάστημα μίας πενταετίες. Ορισμένοι από αυτούς έχουν αιτηθεί μετάθεση σε άλλο νοσοκομείο με λιγότερο φόρτο εργασίας.
Στο μεταξύ, δεκάδες θέσεις νοσηλευτών και λοιπών εργαζομένων που προκηρύσσονται μέσω ΑΣΕΠ παραμένουν άγονες. Οι διοριζόμενοι δηλώνουν άρνηση πλήρωσης της θέσης. Οσοι δε διορίζονται εργάζονται ήδη ως επικουρικοί με αποτέλεσμα να μη συρρικνώνεται η μαύρη τρύπα. Ετσι, μοιραία, όπως περιγράφει ο κ. Αβραμίδης, δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος. Τα κενά γεννούν πίεση και ο φόρτος εργασίας τάσεις φυγής. «Το σύστημα υγείας, δημόσιο και ιδιωτικό, χρειάζεται τουλάχιστον τη συνδρομή 40.000-45.000 νοσηλευτών. Ομως αυτή τη στιγμή δεν υπηρετούν περισσότεροι από 30.000. Κατά μέσο όρο η αναλογία νοσηλευτών ανά 1.000 κατοίκους στις χώρες του ΟΟΣΑ πλησιάζει τους εννέα με δέκα. Στις σκανδιναβικές χώρες αγγίζει τους 18 όταν στη χώρα μας αντιστοιχούν περίπου 3 νοσηλευτές ανά 1.000 κατοίκους» σημειώνει στο «Βήμα» ο Δημήτριος Πιστόλας, πρόεδρος του Εθνικού Συμβουλίου Ανάπτυξης της Νοσηλευτικής. Επικαλείται δεδομένα ακόμη πιο δυσοίωνα. Αναφέρει πως κάθε χρόνο αποφοιτούν 850-900 νέοι νοσηλευτές (ΠΕ και ΤΕ) «εκ των οποίων θα μείνουν στη χώρα και θα εργαστούν στο συγκεκριμένο πεδίο περί τους 650. Κατά το ίδιο διάστημα θα συνταξιοδοτηθούν ή θα αλλάξουν επάγγελμα 1.200-1.300».
Οπως προσθέτει ο κ. Αβραμίδης τα επόμενα ένα με δύο χρόνια θα συνταξιοδοτηθεί το 15%-20% των νοσηλευτών που εργάζονται αυτή τη στιγμή στο σύστημα. Και καθώς τα νούμερα δεν βγαίνουν, δεν είναι μόνον το ΕΣΥ που μετρά πληγές. «Δεν ανοίγουν εξιδεικευμένες μονάδες και τμήματα ακόμη στον ιδιωτικό τομέα γιατί δεν μπορούν να προσελκύσουν νοσηλευτές» συμπληρώνει ο κ. Πιστόλας.
Ενας στους δύο υγειονομικούς με συναισθηματική εξάντληση
Είναι γεγονός πως το burnout στους νοσηλευτές είναι παγκόσμιο φαινόμενο που επιδεινώθηκε εν μέσω πανδημίας. Ελληνική έρευνα που είχε αποκαλύψει «Το Βήμα» τον Μάιο του 2021 (είχε δημοσιευτεί στο «Ιinternational Journal of Enviromental Research and Public Health») κατέληγε πως ένας στους δύο υγειονομικούς βιώνει υψηλό ή μέτριο επίπεδο συναισθηματικής εξάντλησης ενώ παράλληλα το άγχος τους λυγίζει. Αντίστοιχα στις ΗΠΑ το 52% των νοσηλευτών σκέφτονται να αλλάξουν δουλειά ενώ εκτιμάται πως τέσσερις στους 10 νοσηλευτές στο βρετανικό NHS παραδέχονται πως «δεν αντέχουν άλλο».
Ομως, στο εξωτερικό οι αμοιβές είναι πιο δελεαστικές με αποτέλεσμα οι προσφερόμενες θέσεις να παραμένουν ελκυστικές για νέους επιστήμονες που θέλουν να δοκιμάσουν τις αντοχές τους. Ενδεικτικά αναφέρεται πως στη Γερμανία ο πρωτοδιοριζόμενος νοσηλευτής έχει να λαμβάνει 2.700 ευρώ τον μήνα. Μετά από τρία χρόνια υπηρεσίας ο μισθός του θα ξεπερνά τις 3.000.
Πίσω στη χώρα μας, o μισθός του νοσηλευτή ξεκινά από τα 830 ευρώ ενώ έπειτα από 23 χρόνια στο ΕΣΥ οι απολαβές του αγγίζουν περί τα 1.300 ευρώ (συμπεριλαμβανομένου του επιδόματος επικίνδυνης και ανθυγιεινής εργασίας που ανέρχεται σε 150 ευρώ μεικτά και αναμένεται να αυξηθεί σε 200 ευρώ). Μία σημαντική λεπτομέρεια είναι πως o μισθός του αναπληρωτή σχολικού νοσηλευτή είναι 885,75 ευρώ.
Υπό τα δεδομένα αυτά, ο δρ Γεώργιος Ιντας, τομεάρχης Εργαστηριακού Τομέα στο νοσοκομείο «Αγιος Παντελεήμων», παραδέχεται πως στο νοσοκομείο του οι ανάγκες καλύπτονται οριακά, γεγονός που έχει επίπτωση στους ασθενείς. «Η νοσηλευτική δεν πρέπει να περιορίζεται μόνον στη χορήγηση φαρμάκων. Οφείλεις να εκπαιδεύεις τον ασθενή για την αυτοφροντίδα του όταν επιστρέψει σπίτι, να τον μετακινείς στο κρεβάτι ώστε να αποφευχθούν οι κατακλίσεις κ.ο.κ.».
Στην πράξη, υπάρχουν νοσηλευτές που δουλεύουν 10 ημέρες αδιάκοπα με κυλιόμενο ωράριο. Καθώς οι βάρδιες δεν βγαίνουν, είναι κοινό μυστικό πως σε κλινικές με 40 ασθενείς οι ανάγκες καλύπτονται από 1-2 νοσηλευτές ή ακόμη και βοηθούς νοσηλευτών. Η εργασιακή πίεση είναι η αιτία που επαγγελματίες υγείας εμφανίζουν αυτοάνοσα, συμπληρώνει ο κ. Ιντας. «Λύσεις υπάρχουν, αρκεί να ερωτηθούν οι κατάλληλοι άνθρωποι» επιμένει ο κ. Πιστόλας. «Πρέπει να συσταθεί νοσηλευτικός κλάδος και να υπάρξει ειδικό μισθολόγιο, που να αναγνωρίζει το έργο των νοσηλευτών» καταλήγει.
Πηγή tovima.gr