Με αυξήσεις 7,9% υπέγραψαν συμβάσεις σχεδόν τα μισά ξενοδοχεία της χώρας για το 2024, σύμφωνα με την ετήσια έρευνα του Ινστιτούτου Τουριστικών Ερευνών και Προβλέψεων (ΙΤΕΠ) του Ξενοδοχειακού Επιμελητηρίου Ελλάδος (ΞΕΕ). Το 47% έχει υπογράψει συμβόλαια με τιμές αυξημένες και το 71,4% αυτών με αύξηση 7,9%, ενώ το 2022 το 41% των ξενοδοχείων είχε υπογράψει με αυξήσεις 11,4%.
Ο συνολικός τζίρος των 10.500 περίπου ξενοδοχείων της χώρας έφτασε τα 10,56 δισ. ευρώ καταγράφοντας μία αύξηση 22,5% σε σχέση με το 2022. Τα εποχικής λειτουργίας εμφάνισαν άνοδο 27,4% και τα συνεχούς λειτουργίας κατέγραψαν άνοδο 9,4%. Επίσης, τα ξενοδοχεία 4-5 αστέρων κατέγραψαν άνοδο 23,6% και τα 1-3 αστέρια 18,8% άνοδο.
Ξενοδοχεία: Πυρετός επενδύσεων και νέες αφίξεις
Η Ετήσια Έρευνα για τον Ξενοδοχειακό Κλάδο το 2023, την οποία πραγματοποίησε το ΙΤΕΠ για λογαριασμό του ΞΕΕ, παρουσιάστηκε χθες κατά τη διάρκεια Συνέντευξης Τύπου.
Ο προέδρος του ΞΕΕ κ. Αλέξανδρος Βασιλικός τόνισε πως η Ετήσια Έρευνα έχει γίνει πλέον θεσμός και συνιστά ένα αξιόπιστο εθνικό δείκτη για την ξενοδοχειακή αγορά και την πορεία του Τουρισμού στη χώρα μας.
Τα σημαντικότερα συμπεράσματα της Έρευνας, στην οποία αποτυπώνονται όλα τα βασικά μεγέθη που συνθέτουν την οικονομική πραγματικότητα για το ελληνικό ξενοδοχείο σήμερα, είναι:
Παρατηρείται σταθερή εικόνα στους μήνες λειτουργίας των εποχικών ξενοδοχείων – κατά μέσο όρο 5, 7 μήνες το 2023, με 5,6 μήνες το 2022 – ενώ παρουσιάζεται και ομοιογένεια ανάμεσα στις κατηγορίες.
- Καταγράφεται αύξηση στη μέση πληρότητα των ξενοδοχείων κατά τους μήνες Μάιο (53% το 2023 από 47% το 2022) και Οκτώβριο (49% το 2023 από 44% το 2022) γεγονός που αποτυπώνει την προοπτική επιμήκυνσης της τουριστικής περιόδου.
- Το ίδιο συμπέρασμα ενισχύεται και από το γεγονός πως τους μήνες Μάιο και Οκτώβριο, σημειώνεται αύξηση της μέσης τιμής διάθεσης δίκλινου δωματίου κατά περίπου 11% μεταξύ των ετών 2023 και 2022.
- Παρ’ όλα αυτά, πρέπει να ληφθούν υπόψη δύο παράμετροι. Πρώτον, σε ετήσια βάση τα μισά δωμάτια του ελληνικού ξενοδοχειακού δυναμικού διατέθηκαν σε τιμή κάτω των 130 ευρώ και δεύτερον, κατά τους μήνες Μάιο και Οκτώβριο η αυξημένη πληρότητα αφορά κυρίως στα ξενοδοχεία των μεγαλύτερων κατηγοριών, ενώ παραμένει χαμηλή για τα ξενοδοχεία ενός (Μάιος 28%, Οκτώβριος 20%) και δύο αστέρων (Μάιος 39%, Οκτώβριος 31%)
- Ο τζίρος των ξενοδοχείων το 2023 αυξήθηκε κατά 23% σε σχέση με το 2022 και έφτασε τα 10,5 δις ευρώ. Η αύξηση αυτή διαφοροποιείται αισθητά ανάμεσα στα ξενοδοχεία συνεχούς (+ 9,4%) και εποχικής (+27,4%) λειτουργίας.
- Η απασχόληση αυξήθηκε κατά 12,6% σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά και ξεπέρασε τις 208.000 θέσεις εργασίας.
- Η αύξηση του τζίρου και της απασχόλησης συνδέεται και με επενδύσεις των ξενοδόχων που για το 2023 ανήλθαν συνολικά σε 761 εκατ. και το 13% αυτών αφορούσε δράσεις βιωσιμότητας.
- Τα προβλήματα των ξενοδοχείων, όπως καταγράφονται στην Έρευνα, παραμένουν η εύρεση προσωπικού, το κόστος της ενέργειας και συνολικά το λειτουργικό κόστος, η μειωμένη πληρότητα εκτός των μηνών αιχμής και ο ανταγωνισμός από τα καταλύματα βραχυχρόνιας μίσθωσης.
Σταθερή δυναμική
Σχολιάζοντας τα ευρήματα της έρευνας ο πρόεδρος του Ξενοδοχειακού Επιμελητηρίου της Ελλάδος επισήμανε:
«Ο ελληνικός Τουρισμός πηγαίνει καλά και έχει σταθερή δυναμική. Το αναδεικνύει η Ετήσια Έρευνά μας, μέσα από τα βασικά μεγέθη του κλάδου που επιβεβαιώνουν πως ο Τουρισμός συνεχίζει να είναι ο πρωταγωνιστής της εθνικής οικονομίας και το ελληνικό ξενοδοχείο συνεχίζει τη μεγάλη προσφορά του στη χώρα.
Απόδειξη, τα 2,5 δις που επενδύθηκαν την τελευταία πενταετία από τα ξενοδοχεία για την αναβάθμισή τους, ώστε να μπορούμε σήμερα να μιλάμε για αύξηση του τζίρου και της απασχόλησης.
Είμαστε λοιπόν στον σωστό δρόμο, χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν υπάρχουν μεγάλες προκλήσεις, από την εύρεση προσωπικού και το ενεργειακό κόστος μέχρι τον αθέμιτο ανταγωνισμό.
Γι’ αυτό και συνεχίζουμε να καταβάλλουμε κάθε δυνατή προσπάθεια αντιμετώπισής τους. Με τεκμηριωμένες θέσεις και υπεύθυνη επιστημονική δουλειά. Ο Τουρισμός δεν προσφέρεται ούτε για πανηγυρισμούς, ούτε για μεμψιμοιρίες. Είναι πεδίο συνεργασίας και συλλογικής δράσης».
Πηγή: «Οικονομικός Ταχυδρόμος»