Τράβηξε την φθαρμένη κουβέρτα και προσπάθησε να σκεπαστεί, μάζεψε και τα ξυπόλυτα πόδια του, μέσα στο χάρτινο παράπηγμα, εκεί στη γωνιά του πάρκου. Το κρύο, του πιρούνιαζε τα κουρασμένα του κοκάλα και του χαστούκιζε, το αξύριστο πρόσωπο.
Δυο τρεις γάτες, οι πιστοί του σύντροφοι, δίπλα σε αποφάγια και μερικές τσάντες, με διάφορα ρούχα, που του έδιναν οι περαστικοί. Αυτή ήταν όλη του η περιούσια, όλη του η ζωή, μαζεμένη σ’ ένα χαρτοκιβώτιο.
Εκεί, στέγασε και την μοναξιά του.
Απέναντι στα κλειστά μαγαζιά, ήταν οι βιτρίνες κατάφωτες, γεμάτες με ολοστόλιστα δένδρα, φορτωμένα με χιλιάδες λαμπιόνια. Παιχνίδια και στολίδια πολλά, πάνω στα ράφια. Πιο δίπλα οι μυρωδιές, από τα νοικοκυρεμένα διαμερίσματα, τρέλαιναν και τον πιο εγκρατή, λιτοδίαιτο. Όμως η πόλη καταστόλιστη σαν λατέρνα, και γιορτινά λαμπερή, σαν πολύτιμη κοσμηματοθήκη, φάνταζε έρημη.
Που ήταν ο κόσμος που πηγαινοερχόταν, τα παιδικά κάλαντα και τα παιχνίδια, οι κουβεντούλες των μεγάλων, τα χαμόγελα των εφήβων, που κάποτε κυκλοφορούσαν στην άλλοτε πολύβουη πόλη; Παντού βασίλευε μια εκκωφαντική σιωπή, με τους δρόμους άδειους και ερημωμένους.
Εκείνος ό, τι ζούσε, το έβλεπε σαν ένα κακό όνειρο, ένας Εφιάλτης, που κάποτε θα μάζευε την ασχήμια και την ανυπόφορη καμπούρα του και θα εξαφανιζόταν από μπροστά του.
Παλιός εργοστασιάρχης, μετά από τόσα χρόνια δουλειάς, περίμενε να πιάσει τα δικαιώματα του, για να πάρει την σύνταξη του. Πόσοι δεν έφαγαν από τα χέρια του, πόσους δεν βοήθησε, πόσους μπορεί και να εκμεταλλεύτηκε; Ποιος ξέρει;
Όσο για τα παιδιά του, αυτά του δήλωσαν πως προτίμησαν να μείνουν στα ξένα. Είχαν άλλα ενδιαφέροντα κι άλλες καλλιτεχνικές ανησυχίες, μακριά από εργοστάσια και μεγάλες ευθύνες.
Και ξαφνικά, άρχισε η ανατροπή. Το 2007 η πανίσχυρη Αμερική, κατέρρεε με την οικονομία της να ψυχορραγεί. Εκείνη συνήλθε, όμως κόλλησε την Ευρώπη. Το 2009, ο ιός της οικονομικής κατάρρευσης, ήλθε και στην Ελλάδα. Η χώρα μας σαν απελπισμένος, χρεοκοπημένος επιχειρηματίας, κατέφυγε στους ξένους, σκληρούς και αδίστακτους τοκογλύφους.
Είναι αυτοί που σου τα παίρνουν όλα μαζί, ακόμη και την πολύτιμη ζωή, με το δικό σου χέρι, αυτό της αυτοκτονίας.
Έπειτα ήρθε και η θανατηφόρα πανδημία, του νέου αιώνα. Μόλις πήγε η φτωχή και εξαθλιωμένη οικονομικά Ελλάδα να ανακάμψει, ένα τεράστιο λουκέτο κλείδωσε τα εργοστάσια, τα καταστήματα, τα ξενοδοχεία, τα εστιατόρια, τις καφετέριες, τους χώρους διασκέδασης, ακόμα και τις Εκκλησίες. Η συγκοινωνία παρέλυσε, πλοία, τρένα και αεροπλάνα ακινητοποιήθηκαν. Ο παντοδύναμος φονικός ιός, κραδαίνει το θανατηφόρο, κοφτερό σπαθί του και ο τρόμος κυριεύει όλο τον πλανήτη.
Ο κόσμος περιμένει να ξυπνήσει ξανά και να επιστρέψει στην κανονική του ζωή, μετά από τόση μακρά απομόνωση.
Ο πάμπλουτος εργοστασιάρχης, πτώχευσε. Οι παλιές υπερβολές με τις ξέφρενες διασκεδάσεις, τις πολυτελείς βίλες, τα εξοχικά σπίτια, τα σκάφη, τα πανάκριβα δώρα, στις απαιτητικές γυναίκες και τα ατέλειωτα ταξίδια, σε ακριβές σουίτες, κατέληξαν να τον φέρουν σταδιακά, στο χείλος του γκρεμού. Δεν άφησε ποτέ ένα γερό κομπόδεμα στην άκρη, για τις δύσκολες τις ‘ισχνές αγελάδες.’ Επί πλέον, τα έχασε όλα με μερικές, στραβές ζαριές στη ζωή. Την περιουσία, την αξιοπρέπεια, ακόμη και την γυναίκα του, την οικογένεια και τους δήθεν φίλους του.
Ίσως να ήταν άτυχος, γιατί έπεσε σε ανθρώπους, που συνηθίζουν να κλωτσούν ή να εγκαταλείπουν όποιον πέσει. Ας είναι και στενοί συγγενείς.
Μέσα στο χάρτινο παράπηγμα του, ο άστεγος του πάρκου, τουρτουρίζει, πεινάει, σκέπτεται, αναπολεί και αναρωτιέται τι έφταιξε, προσπαθώντας να σταματήσει και αυτόν τον καταραμένο, επίμονο βραδινό βήχα.
Να έφταιξαν οι δικές του σπατάλες, τα εύκολα δάνεια, ή οι ανήθικοι πολιτικοί, που άρπαξαν και έβγαλαν έξω σε ασφαλή μέρη, τον πλούτο της χώρας του, που ποτέ δεν ανακυκλώθηκε; Να έφταιξε η κατάρα της φονικής πανδημίας, που εδώ και ένα χρόνο τα νέκρωσε όλα;
Τις σκέψεις του διέκοψαν, οι μουσικές από τα μεγάφωνα της κεντρικής Πλατείας, με τα Χριστουγεννιάτικα κάλαντα.
-Ας είναι μονολόγησε, είναι και αυτά μια γλυκιά συντροφιά…. Κατάντια και σήμερα, ούτε ένα τσιγάρο δεν κονόμησα, μόνο κάτι γόπες από σκόρπια αποτσίγαρα.
Τελευταία, πέρα από αδέσποτους σκύλους, πεινασμένες γάτες και μερικά περιστέρια, κανείς δεν του έκανε πια παρέα. Άραγε να του άξιζε αυτό, μετά από τόσους κόπους;
-Άτιμη ζωή, σκάλα είσαι και πότε ανεβάζεις ψηλά και πότε κατεβάζεις, στα τάρταρα τους ανθρώπους. Οι συγγενείς και οι φίλοι, που κάποτε ευεργετήθηκαν, χάθηκαν κάτω από το μαγικό ραβδί της μιζέριας, της ανέχειας και της φτώχιας του.
-Χριστούγεννα ψιθύρισε, ο δυστυχής άστεγος. Και συνέχισε….
-Και ο Χριστός ταπεινός γεννήθηκε, στην φάτνη τον αλόγων και των προβάτων, σ’ ένα στάβλο με συντροφιά την αγάπη της Μητέρας Tου Μαρίας και τα χνώτα των αθώων ζώων, να Τον ζεσταίνουν.
Παράδειγμα ακτημοσύνης, ελπίδας, εγκράτειας και απέραντης αγάπης, ο Χριστός. Ποιος άραγε να του μοιάζει σήμερα και να παραδειγματίζεται, από την ταπεινή ζωή Του;
Οι υψηλοί εκπρόσωποι Του, με τις καταθέσεις εκατομμυρίων; Αφού αφιέρωσαν την ζωή τους στον Κύριο, με ακτημοσύνη, αγνότητα και μοναχική ζωή, τι στο καλό τα θέλουν τα εκατομμύρια, τα μεγαλεία, την προβολή και τα πανάκριβα, χρυσοποίκιλτα στολίδια;
Αφού μιμούνται τον Χριστό, που πέρασε με ένα χιτώνα και ένα ζευγάρι σανδάλια, την σύντομη ζωή Του, την προκλητική πολυτέλεια και την καλοπέραση, αυτοί γιατί την αποζητούν; Αναρωτήθηκε, με πίκρα ο άστεγος. Ίσως μόνο ο άστεγος του πάρκου, να είναι αυτός που μοιάζει σήμερα, στον ταπεινό Χριστό.
Ο σκουπιδιάρης το χιονισμένο πρωί που ξημέρωσε, βρήκε άλλο ένα παγωμένο πτώμα, μέσα στο πάρκο. Εχθρός μεγάλος ο χιονιάς και ανυπόφορος, για τους φτωχούς, τους αβοήθητους, τους ταλαιπωρημένους και τους άστεγους.
Μα πιο αβάσταχτη, είναι η μοναξιά και η εγκατάλειψη.
‘Χριστούγεννα’, σημαίνει ελπίδα, ανθρωπιά, αλληλεγγύη, αγάπη.
Ας αποφασίσουμε να απλώσουμε το χέρι, σε όσους μας χρειάζονται, για να απαλύνουμε την μοναξιά τους. Αυτά τα Χριστούγεννα, ας είναι τα τελευταία Χριστούγεννα της αρρώστιας, της μοναξιάς και της φτώχιας, για πολλούς συνανθρώπους μας. Καλά και ευλογημένα Χριστούγεννα.
Ξανθίππη Αγρέλλη