Κοιτάζοντας τις παιδικές χαρές, τις αυλές των Εκκλησιών, τα πάρκα και τις αλάνες, θα δούμε ότι ελάχιστα παιδιά κυνηγούν ακόμη μια μπάλα ή παίζουν κρυφτό, τρέχοντας ανέμελα και χαρούμενα εδώ και εκεί. Η πραγματική διαπίστωση είναι ότι, τα παραδοσιακά παιχνίδια, χαθήκαν στους καιρούς της σύγχρονης τεχνολογίας.
Είναι γεγονός ότι στις μέρες μας, τα ηλεκτρονικά και άλλα περίπλοκα παιχνίδια, αντικατέστησαν τα παλιά τα παραδοσιακά. Η εισβολή των ηλεκτρονικών υπολογιστών, των έξυπνων τηλεφώνων, των ‘τάμπλετ’-tablet και των ‘πλέη -στέισον’ play station, σήμανε την εξέλιξη στο παιχνίδι και την εξαφάνιση του παλιού τρόπου διασκέδασης των παιδιών.
Με τα παλιά πατροπαράδοτα παιχνίδια, έχουν μεγαλώσει γενιές και γενιές παιδιών. Ωστόσο, αυτά εξαφανίζονται στο πέρασμα του χρόνου και χάνονται μέσα στην ιλιγγιώδη τεχνολογική εξέλιξη.
Με αυτά τα παιχνίδια διασκέδαζαν όχι μόνο οι μικροί, αλλά και οι μεγάλοι. Ακόμα και σήμερα στα παραδοσιακά καφενεία οι μεγάλοι παίζουν τάβλι, χαρτιά, ντάμα και σκάκι.
Όσον αφορά τα παιδικά παιχνίδια, με αυτά σφυρηλατήθηκαν οι χαρακτήρες των παιδιών, διαμορφώθηκαν οι συνειδήσεις τους, γυμνάστηκαν τα σώματα τους και καλλιεργήθηκαν οι αθώες ψυχές τους.
Τα παιχνίδια αυτά, ήταν απαράμιλλης, δυναμικής ενέργειας, συνεχούς δραστηριότητας και γυμναστικής άσκησης.
Με νοσταλγία, τα θυμούνται οι μεγαλύτεροι και οι νεότεροι εκφράζονται με περισσή περιέργεια και θαυμασμό. Τα παιχνίδια αυτά, εκτός από την σωματική άσκηση, φρόντιζαν και για την πνευματική καλλιέργεια και για την ψυχική διασκέδαση των παιδιών, της προσχολικής και σχολικής ηλικίας. Ας θυμηθούμε μερικά από αυτά.
Για τα κορίτσια, οι κούκλες οι οποίες στην αρχή ήταν πάνινες, μετά έγιναν πορσελάνινες, έπειτα από ειδικό πλαστικό ή καουτσούκ, κρατούσαν όλη μέρα τα μικρά κορίτσια κοντά τους. Τις έντυναν, τις χτένιζαν και έπαιζαν τις κουμπάρες. Στο τέλος τις βάπτιζαν και τις πάντρευαν, με τον χαρακτηριστικό δικό τους τρόπο, μιμούμενα τις κοινωνικές τελετές των μεγάλων. Τα παλιά χρόνια, τα κομμάτια από τα σπασμένα πιατικά, ήταν μαγικά κουζινικά, για τα φτωχά κορίτσια, εκείνης της αλησμόνητης εποχής.
Το τόπι, η μπάλα, παίζονταν από αγόρια κυρίως, σαν ποδόσφαιρο ή ως άλλο παιχνίδι, με διάφορους τρόπους. Όπως τα μήλα, οι πέτρες, τα πους, τα βότσαλα και το δίχτυ. Στο παιχνίδι της μπάλας, λάβαιναν μέρος και τα κορίτσια. Τα γκαζάκια ή οι σβώλοι, κυλούσαν κάτω στο χώμα και άλλαζαν συνεχώς χέρια. Το παιχνίδι ‘μπάζι’, παίζονταν με αμύγδαλα, καρύδια, βελανίδια, τάπες μπουκαλιών και με σβώλους ή με μικρά πετραδάκια.
Το σχοινάκι και η σχοινένια κούνια στο δέντρο, γύμναζαν και διασκέδαζαν κατά τον καλλίτερο τρόπο τα παιδικά σώματα. Επίσης, υπήρχαν η σβούρα ή σβουρί, που ήταν ξύλινα, καθώς και η σφενδόνα, για μεγαλύτερα παιδιά.
Παιχνίδια όπως το κιλίντρι ή αλλιώς το τσέρκι, ήταν συνηθισμένα, για το οποίο χρειάζονταν ένα σιδερένιο στεφάνι, από βαρέλι ή ένας παλιός τροχός ποδηλάτου και μια σιδερένια βέργα, ώστε να κυλάει στα στενά χωμάτινα σοκάκια και να δίνει ατέλειωτη χαρά στα παιδιά. Ακόμη το καρούλι της μοδίστρας ή μακκαράς, δεμένο με μια κλωστή έπαιζε το ρόλο αυτοκίνητου.
Το απλό κυνηγητό και το κρυφτό, συνδυασμένο με κλέφτες και αστυνόμους, κρατούσε στην αλάνα ή στις αυλές απασχολημένα όλο το απόγευμα τα παιδιά. Από τα παιχνίδια του δρόμου, ήταν και το κουτσό, με μερικά αριθμημένα τετράγωνα στην χωμάτινη αυλή ή στο τσιμέντο.
Η μακριά γαϊδούρα, το περνάει, περνάει η μέλισσα με τα μελισσόπουλα, η μικρή Ελένη, η τυφλόμυγα, το σκαμνάκι, το μπουκάλι και τόσα άλλα, γέμιζαν με παιδιά την αλάνα, την αυλή της Εκκλησίας, την Πλατεία του χωριού ή και ένα μικρό πάρκο.
Το παιχνίδι με το ποδήλατο, ήταν ανταγωνιστικό και συνηθισμένο, με τα χαρακτηριστικά οχτάρια, τους κύκλους και τις επικίνδυνες σούζες ισορροπίας. Αργότερα, ήρθαν το πατίνι και τα τροχοπέδιλα.
Παιχνίδια μαντεψιάς ή μαντέματα, ήταν η κολοκυθιά, ο γλωσσοδέτης, το χαλασμένο ή σπασμένο τηλέφωνο, τα μονά ζυγά. Αργότερα ήρθαν και τα επιτραπέζια παιχνίδια, όπως το έξυπνο σκάκι, ο γκρινιάρης, το φιδάκι, ο φωτεινός παντογνώστης, η ντάμα και τόσα άλλα παιχνίδια.
Παιχνίδια κατασκευών, συνήθως στο Σχολείο, με πλαστελίνη ή με ελαφρύ ξύλο από καπλαμά, ήταν συνηθισμένα ακολουθούμενα με ζωγραφιές και διάφορα εργόχειρα. Εκεί στο Σχολειό μας δίδασκαν επίσης, πώς να φτιάχνουμε χάρτινους μύλους ή ανεμόμυλους, αλλά και χαρταετούς, που συνήθως τους πετούσαμε ψηλά στην εξοχή, την Καθαρά Δευτέρα.
Παιχνίδια με τα δάκτυλα, όπως τα πεντόβολα ή τα πετράδια, το πλεκτό κορδονάκι ή ο μίτος και η πιπεριά, με το χαρτόνι και το χάρτινο καραβάκι, ήταν μια ευχάριστη, ατέλειωτη παιδική απασχόληση.
Παιχνίδια στο διάλειμμα του Σχολείου, όπως η κρεμάλα και ο σιδηρόδρομος των λέξεων, ήταν συνηθισμένα. Επίσης δεν έλειπαν τα παιχνίδια με πλαστικά αυτοκινητάκια, φορτηγά, λεωφορεία, τα ξύλινα αλογάκια, τα πάνινα αρκουδάκια, αλλά και τα ψεύτικα ξύλινα όπλα και σπαθιά για τα αγόρια.
Σε ένα κοντινό ποταμάκι, τα παιδιά έφτιαχναν χάρτινες βαρκούλες ή τσίγκινες ή ακόμη και καλαμένια καραβάκια και βάρκες με τις φλούδες από το καρπούζι, που τα ταξίδευαν σε όλο τον κόσμο με την αχαλίνωτη φαντασία τους.
Μπάρκο τρικούβερτο, με ένα πανάκι, έφτιαχναν και με τα ξύλα, που τα σκάλιζαν έτσι, ώστε να επιπλέουν στο τρεχούμενο νερό.
Όλα αυτά που απασχολούσαν για πολλές ώρες τα παιδιά, σήμερα αντικαταστάθηκαν με τα ηλεκτρονικά παιχνίδια, που δυστυχώς εκτός από την επιβλαβή καθιστική ζωή, χωρίς δράση, πολλά από αυτά διδάσκουν τη βία, τον πόλεμο και την επιθετικότητα. Τα παιχνίδια αυτά μπορεί να οξύνουν και να γυμνάζουν το πνεύμα, αλλά το σώμα μένει απαθές, πλαδαρό, πολλές φορές παχύσαρκο και αγύμναστο, έτσι που ‘ο νους υγιής εν σώματι υγιή’ να μην βρίσκει την εφαρμογή του.
Παράλληλα βυθισμένα και εγκλωβισμένα για ώρες πάνω από μια ηλεκτρονική συσκευή, απομονώνονται κοινωνικά και αποξενώνονται μεταξύ τους τα παιδιά, οι συμπαίχτες και οι φίλοι.
Τα παλιά παραδοσιακά, πολύτιμα παιχνίδια, ας μην τα ξεχάσουμε, για αυτό τα αναφέρουμε, σε μια προσπάθεια να τους αποτίσουμε φόρο τιμής. Διότι με αυτά μεγαλώσαμε, ανοίξαμε τους ορίζοντες μας, αφήσαμε την φαντασία μας να ταξιδέψει και ακονίσαμε το μυαλό μας.
Γεμίζαμε ευχάριστα το χρόνο μας τις ατέλειωτες ελεύθερες ώρες, των καλοκαιρινών διακοπών, στα Σχολικά διαλείμματα καθώς και στις εξωσχολικές ώρες, όταν τελειώναμε τα μαθήματα μας.
Καιρός να τα ξαναθυμηθούμε και να ξαναζήσουμε, εκείνα τα απερίσκεπτα και ανέμελα παιχνίδια, μέσα από τους περιγραφικούς, νοσταλγικούς στίχους του Λευτέρη Παπαδοπούλου, που μελοποίησε ο Μίμης Πλέσσας και τραγούδησε μελωδικά, ο αξέχαστος Γιάννης Πουλόπουλος.
(Ο Δρόμος από την Lyra 1969)
‘Κύλαγες το τσέρκι στην οδό Φυλής, άστραφτε στον ήλιο κάποια τζαμαρία.
Άρπαζες την πέτρα δίχως να σκεφτείς, τίναζες το χέρι κάτω η τζαμαρία. Γέλαγε η Μαρία, η Μαρία.
Κόβαμε διχάλες από τη μυγδαλιά, είχαμε ρημάξει τη φτωχή Πλατεία.
Έβαζες σημάδι γλόμπους και πουλιά και του κυρ Αλέκου, τη χοντρή κυρία. Γέλαγε η Μαρία, η Μαρία.
Πάνω στο πατίνι με τα ρουλεμάν, τρέλαινες τον κόσμο από τη φασαρία.
Οι νοικοκυραίοι φώναζαν Αμάν, λέγαν θα καλέσουν την Αστυνομία.
Γέλαγε η Μαρία, η Μαρία.’
Ξανθίππη Αγρέλλη