Μείωση φορολογητέου εισοδήματος ίση με το 30% των πληρωμών που έκαναν με πλαστικό χρήμα σε μια μακρά λίστα ελεύθερων επαγγελματιών θα κερδίζουν οι φορολογούμενοι, ενώ ιατρικά έξοδα τα οποία επίσης καταβάλλονται με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής θα μετρούν διπλά στον υπολογισμό του ορίου 30% για τις ηλεκτρονικές συναλλαγές.
Σε αυτό το σχήμα κατέληξε το υπουργείο Οικονομικών και όπως αποκαλύπτεται από τα κείμενα του Ταμείου Ανάκαμψης, προχωρά η διαδικασία κατάρτισης διατάξεων νόμου, ώστε το μέτρο να τεθεί άμεσα σε ισχύ.
Συγκεκριμένα, όπως περιγράφεται στα κείμενα του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης, «για συγκεκριμένες κατηγορίες υπηρεσιών ελεύθερων επαγγελματιών στις οποίες το επίπεδο των ηλεκτρονικών πληρωμών είναι χαμηλό και συνεπώς αναμένεται υψηλή φοροδιαφυγή, θα αφαιρείται το 30% των εξόδων που πραγματοποιούνται μέσω ηλεκτρονικών πληρωμών για αυτές τις υπηρεσίες και έως 5.000 ευρώ από το φορολογητέο εισόδημα των ατόμων. Αυτό το μέτρο αναμένεται να έχει διάρκεια ισχύος έως και τέσσερα χρόνια».
Στη λίστα περιλαμβάνονται υπηρεσίες ψυκτικών-κλιματισμού, γραφεία τελετών, δικηγορικές υπηρεσίες, υπηρεσίες αρχιτέκτονα, προσωπικής φροντίδας και νοσηλείας, υπηρεσίες καθαρισμού και συντήρησης, παιδικής φροντίδας, λιμουζίνες και ταξί, καθαριστήρια, υπηρεσίες ενοικίασης σκαφών αναψυχής, υπηρεσίες συμβουλευτικής, φωτογράφοι και οικοδομικές εργασίες.
Τα ιατρικά έξοδα
Για τα ιατρικά έξοδα, επιλέγεται άλλη οδός αποκάλυψης των συναλλαγών. Τα ιατρικά έξοδα «θα μετράνε διπλά στο όριο των 30% των ηλεκτρονικών συναλλαγών. Αυτό δεν περιλαμβάνει φαρμακευτικά έξοδα ή έξοδα νοσηλείας. Αυτό το κίνητρο αναμένεται να μειώσει τη φοροδιαφυγή μεταξύ των ιατρών που παρέχουν ιατρικές υπηρεσίες πρώτου σταδίου, καθώς και να επιτρέψει στους ηλικιωμένους να φτάσουν το απαιτούμενο όριο 30% μέσω ηλεκτρονικών πληρωμών. Δεδομένου ότι τα ιατρικά έξοδα δεν μπορούν να αποφευχθούν, δηλαδή εξαρτώνται από την πραγματική ανάγκη του ασθενούς, είναι σκόπιμο να επιβληθεί η χρήση ηλεκτρονικών πληρωμών σε αυτόν τον τομέα, έτσι ώστε να μειωθεί η φοροδιαφυγή των ιατρών».
Σύμφωνα με τα στοιχεία που έχει συλλέξει το υπουργείο Οικονομικών, ο συνολικός αριθμός ηλεκτρονικών συναλλαγών στις κατηγορίες που επιλέχθηκαν να συμπεριληφθούν στο μέτρο ανέρχεται σε 103 εκατομμύρια ευρώ σε ετήσια βάση. Αν υποθέσουμε ότι δεν υπάρχει αύξηση των συναλλαγών σε αυτές τις κατηγορίες, το 30% αυτών των συναλλαγών ανέρχεται σε 31 εκατομμύρια ευρώ και υποθέτοντας ένα οριακό ποσοστό φόρου εισοδήματος 22%, το μέγιστο κόστος εκτιμάται σε 7 εκατομμύρια ευρώ.
Από την άλλη πλευρά, μια αποκάλυψη επιπλέον 104 εκατομυρίων ευρώ των ηλεκτρονικών συναλλαγών σε αυτούς τους τομείς με αντίστοιχες αποδείξεις, δεδομένου του συντελεστή 24% στον ΦΠΑ, θα σήμαινε επιπλέον έσοδα 25 εκατομμυρίων ευρώ, στα επιπλέον 103 εκατομμύρια.
Όσον αφορά τις ηλεκτρονικές συναλλαγές στα ιατρικά έξοδα υπολογίζονται έως και 1% των συνολικών συναλλαγών των νοικοκυριών ενώ το αποτέλεσμα του μέτρου κατώτατου ορίου 30% ποσοτικοποιήθηκε στον προϋπολογισμό του 2020 ίσο με 557 εκατομμύρια ευρώ. Έτσι, το μέγιστο κόστος υπολογίζεται στα 6 εκατομμύρια ευρώ, σε περίπτωση που οι ηλεκτρονικές συναλλαγές σε ιατρικές υπηρεσίες δεν αυξηθούν.
Ωστόσο, όπως επισημαίνει το υπουργείο Οικονομικών, λαμβάνοντας υπόψη ότι οι γιατροί αναμένεται να έχουν υψηλότερη φοροδιαφυγή σε σύγκριση με τον μέσο όρο, το πραγματικό κόστος ή το κέρδος εξαρτάται από την αντικατάσταση των ηλεκτρονικών συναλλαγών για ιατρικές υπηρεσίες έναντι ηλεκτρονικών αγορών αγαθών ή υπηρεσιών σε άλλους τομείς χαμηλότερης φοροδιαφυγής, ή την προσθήκη των ηλεκτρονικών πληρωμών σε αυτές που έχουν ήδη πραγματοποιηθεί.
Σε περίπτωση που οι ηλεκτρονικές πληρωμές προς τους γιατρούς αυξηθούν κατά περισσότερο από 5% χωρίς υποκατάσταση, το όφελος του κράτους αναμένεται να αντισταθμίσει το κόστος της πρόβλεψης, που απορρέει από τον Φόρο Εισοδήματος που λαμβάνουν οι γιατροί (υπολογίζοντας οριακό ποσοστό φόρου εισοδήματος 22%). Η υψηλότερη αύξηση των ηλεκτρονικών συναλλαγών στα ιατρικά έξοδα οδηγεί σε υψηλότερα κέρδη για το κράτος.